Καθημερινή Αδέσμευτη Εφημερίδα

Η προσφορά της Εκκλησίας και του κλήρου στην Επανάσταση του 1821

Γράφει ο Ηλίας Σπυρόπουλος, Συνταξιούχος εκπαιδευτικός

 

Κατά τα 400 χρόνια της Τουρκοκρατίας η Ορθόδοξη Εκκλησία μας απετέλεσε τεράστιο και εθνοσωτήριο έργο. Αναμφισβήτητα ήταν το κέντρο της ζωής των Ελλήνων και κυρίως σ’ αυτή οφείλεται η διατήρηση της Ορθόδοξης πίστης, της Ελληνικής γλώσσας, αλλά και της εκπαίδευσης των ελληνοπαίδων, μέχρι την ποθητή απελευθέρωση. Η έλλειψη οργανωμένης παιδείας, εκτός ελαχίστων περιπτώσεων, θα είχε ως συνέπεια να χαθεί η ελληνική γλώσσα, αν δεν αναπληρώνονταν κατά το δυνατόν από την ταπεινή φροντίδα των ιερέων και μοναχών.
Οργανωμένη παιδεία υπήρξε η μεγάλη του Γένους Σχολή, η οποία ιδρύθηκε από τον Πατριάρχη Γεννάδιο Σχολάριο τον Β’, καθώς και μερικές ακόμα περιπτώσεις οργανωμένων σχολείων που βρίσκονταν υπό την επίβλεψη της Πύλης.
Συγκεκριμένα η Μεγάλη του Γένους Σχολή, είχε σκοπό να βγάλει ιερείς και δασκάλους για να μπορέσει μ’ αυτό τον τρόπο να διατηρήσει στον υπόδουλο Ελληνισμό Πίστη και Πατρίδα, ενώ σε μέρη όπου δεν υπήρχαν οργανωμένα σχολεία, έχουμε την ύπαρξη σχολείων σε ναούς και μοναστήρια. Βέβαια ο απλός παπάς χωρίς ιδιαίτερες γνώσεις δασκάλου, αναλάμβανε αυτή την ευθύνη με μεγάλες δυσκολίες, διότι δεν υπήρχε καμιά υλικοτεχνική υποδομή, γι’ αυτό σε εκκλησιαστικά βιβλία της Εθνικής βιβλιοθήκης στα περιθώρια των σελίδων υπάρχουν γράμματα του αλφαβήτου που τα έγραφαν μικρά παιδιά.
Στο διάστημα αυτό και κάτω από την επίδραση της Πατριαρχικής Σχολής ιδρύονται σχολές στη Θεσσαλονίκη, Ανδριανούπολη, Πάτμο, Λάρισα, Τύρναβο, Ιωάννινα και η Αθωνιάδα Σχολή, όπου εκεί δίδαξαν σπουδαίοι πνευματικοί άνθρωποι, της εποχής όπως ο Παναγιώτης Παλαμάς, Ευγένιος Βούλγαρης, Νεόφυτος Καυσοκαλυβίτης και άλλοι.

Οι πίνακες ήταν οι φωτογραφίες της εποχής αφού δεν υπήρχαν φωτογραφικές μηχανές,
και πολλοί από αυτούς απεικονίζουν Κρυφά Σχολειά. Παρόλα αυτά κάποιοι επιμένουν για το αντίθετο


Η προσφορά των μοναστηριών που στα περισσότερα απ’ αυτά λειτουργούσαν σχολεία είναι τεράστια διότι αυτά υπήρξαν κέντρα πανεθνικά και έδρες επανασταστικών κινημάτων, πέραν της οικονομικής ενισχύσεως του αγώνα.
Βέβαια ιδιαίτερα πρέπει να τονισθεί και η λειτουργία των κρυφών σχολείων που υπήρξαν θεμέλιο της ύπαρξης του γένους.
Και σε κείνους που αμφισβητούν τη δραστηριότητα της εκκλησίας τα χρόνια της σκλαβιάς και τα κρυφά σχολεία τα θεωρούν ως ένα μύθο τους αντιπαραθέτουμε μαρτυρίες ιστορικές. Τα κρυφά σχολεία συνεχίζουν το έργο τους παρόλο που οι τοπικοί πασάδες και μπέηδες μάχονται τους καλόγερους και τα γράμματά μας λέει ο Αλέξανδρος Ελλάδιος το 1714.
Το 1852 ο Γκέρλαχ σε μια περιγραφή του μας λέει ότι ο Γερο-Μαλαξός (Πρωτόπαπας δίνει μαθήματα κρυφά στο σπίτι του, μέσα σε ένα εξαθλιωμένο και γυμνό δωμάτιο.
Ο Κριτικός – ακαδημαϊκός Δημήτριος Κόκκινος βροντοφωνεί: «Το κρυφό σχολειό παρά τις καταδιώξεις, το συνετήρησε ο βαθύτατος πόθος του τυραννούμενου Έθνους να υπάρξει».
Κατά τον 15ο και 16ο αιώνα που υπήρξε σκληρός διωγμός των Ελληνικών γραμμάτων, δημιουργήθηκαν αναγκαστικά πολλά κρυφά σχολεία κυρίως σε περιοχές των αρματωλών και των κλεφτών για να μαθαίνουν τα κλεφτόπουλα γράμματα. «Τα λίγα γράμματα που ξέρω τα έμαθα από το ψαλτήρι και το οκταήχι ομολογεί ο Γέρος του Μωριά».
Χάρις κυρίως στο κρυφό σχολειό τα Ελληνόπουλα μάθαιναν Ελληνική γλώσσα, Ελληνική Ιστορία, Ορθόδοξη Πίστη και καλλιεργούνταν η Εθνική συνείδηση. Το πλείστον των διδασκάλων του Γένους ήταν κληρικοί, όπως ο Ευγένιος Αιτωλός, Ηλίας Μηνιάτης, Ευγένιος Βούλγαρης, Νικηφόρος Θεοτόκης και ο Νικόλαος Σάθας δηλώνει ότι από 1500 λόγιους της τότε εποχής, οι περισσότεροι ήταν κληρικοί.
Εκκλησία και Ορθοδοξία δηλώνει ο σπουδαίος Ιστορικός Κάρολος Ντήλ διαφύλαξαν την Ελληνική Εθνικότητα και την Ελληνική Παιδεία. Ιδιαίτερα πρέπει να τονισθεί και η προσφορά του Κοσμά του Αιτωλού, ο οποίος ξεκινώντας από το Άγιο Όρος οργώνει, όλη την Ελλάδα θέλοντας να διδαχθεί πρώτα η Ελληνική γλώσσα και στη συνέχεια η Πίστη και η Ορθοδοξία.
Ίδρυσε 10 ανώτερα ελληνικά σχολεία και 2000 κατώτερα, προσφέρει πολλά – πάρα πολλά για την αναγέννηση και την Ελευθερία του Έθνους και με τον απαγχονισμό του στις 24-8-1779, ο Πατροκοσμάς γίνεται θρύλος, σύμβολο και πρότυπο για τη σκλαβωμένη γενιά. Βέβαια το γένος μας ουδέποτε δέχτηκε την υποταγή του στον Τουρκικό ζυγό, γι’ αυτό και έγιναν αρκετά επαναστατικά κινήματα πριν το ξεσηκωμό του 1821.
Πάντα πρωτεργάτες σ’ αυτά ήταν κληρικοί της Ορθόδοξης Πίστης μας, όπως στην Επανάσταση στη Μάνη το 1575, που κήρυξε ο Επιδαύρου Μακάριος, το επαναστατικό κίνημα το 1600 και το 1609 του Μητροπολίτου Τρικάλων Διονυσίου του φιλοσόφου ο οποίος και μαρτύρησε στα Γιάννενα το 1611.
Ακόμη πρέπει να αναφερθούν τα επαναστατικά κινήματα του Δεσπότη της Άμφισσας Φιλόθεου το 1684, όπου και τραυματίστηκε θανάσιμα κοντά στην Κόρινθο και η ανταρσία του παπα-Βλαχάβα με τη μάχη στο Καστράκι Καλαμπάκας το 1808, όπου 600 Έλληνες πολέμησαν 6.000 Τούρκους.

Ο Επίσκοπος των Ρωγών, Ιωσήφ, μεταλαμβάνει τους αγωνιστές του Μεσολογγίου


Το έτος 1684 και ο Δεσπότης Κεφαλληνίας Τιμόθεος Τυπάλδος συγκροτεί σώμα με καθαρά 150 κληρικούς. Παράλληλα με τα επαναστατικά κινήματα κατατίθεται η ιδέα της ίδρυσης της Φιλικής Εταιρείας. Το 1814 στις 14 Σεπτεμβρίου ιδρύεται εταιρεία Φιλικών, ΦΙΛΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ και ιτο 1819, μυήθηκαν πρόκριτοι, αλλά και οι περισσότεροι αρχιερείς της Πελοποννήσου και λίγο νωρίτερα στην ΠΟΛΗ μυείται ο Παπαφλέσσας από τον Αναγνωσταρά. Από τους 190 αρχιερείς οι 8 γίνονται αμέσως μέλη της Φιλικής Εταιρείας.
Στην Πελοπόννησο το πρώτο έτος των συγκρούσεων οι Επίσκοποι αναλαμβάνουν την ηγεσία σε πολιτικό αλλά και σε πολεμικό πεδίο.
Τούτο μας το φανερώνουν και οι διάφορες διακηρύξεις, που έκαναν οι επαναστάτες, μέσα στις οποίες υπήρχαν ονόματα επισκόπων και κληρικών. Σωρεία εθνομαρτύρων έχουμε από τον Ορθόδοξο κλήρο, Επισκόπους, ιερείς μοναχούς, οι οποίοι συμμετείχαν ψυχή και σώματι στον υπέρτατο αγώνα.
Απλοί ιερωμένοι, αλλά και πρωτοπαλλίκαρα της λευτεριάς, ΔΙΑΚΟΣ, ΠΑΠΑΦΛΕΣΣΑΣ, Σαμουήλ στο Κούγκι, Σαλώνων Ισαΐας, Ρωγών Ιωσήφ, Βρεσθένης Θεοδώρητος και τόσοι άλλοι έδρασαν, πρωτοστάτησαν, θυσιάστηκαν.
Δεν υπήρξε κληρικός οποιασδήποτε βαθμίδος, που δεν έδωσε το παρόν με κάθε τρόπο, ακόμα και με υλική ενίσχυση, γενόμενος παράδειγμα για τους άλλους στον απελευθερωτικό αγώνα του ‘21 την έναρξη του οποίου ευλογεί πρώτος ο Παλαιών Πατρών Γερμανός.
Αυτό απετέλεσε το έναυσμα να στραφεί η μανία των Τούρκων εναντίον των μοναστηριών, εκδικούμενοι τους ιερείς, αλλά και να τους εξασκούν συνεχείς πιέσεις, αποδίδοντας ευθύνες στην Εκκλησία, διότι τη θεωρούσαν πρωτεργάτη των απελευθερωτικών κινημάτων.
Ο Μακρυγιάννης ομολογώντας την τεράστια προσφορά των μοναστηριών στον Αγώνα, μας λέει: «Τα μοναστήρια ήταν τα πρώτα προπύργια της επανάστασης και οι περισσότεροι μοναχοί σκοτώθηκαν στον αγώνα».
Το ίδιο δέχονταν και οι φιλέλληνες, αλλά και οι περιηγητές της εποχής. Ο Άγγλος Humpntegs γράφει: «Ανάμεσα στους στρατιώτες βρισκόταν και μεγάλος αριθμός παπάδων. Οι παπάδες ήταν οι πρωτεργάτες του ξεσηκωμού».
Ο τότε Ολλανδός πρόξενος στην Αθήνα μας λέει: «Οι Τούρκοι στην Αθήνα κάνουν τα πάντα για να συλλαμβάνουν παπάδες, διότι τους θεωροούσαν αρχηγούς της επανάστασης».
Εκπληκτικό είναι ότι σε βιβλίο της Τρίτης Λυκείου της Τουρκίας γράφεται: «Ο Πατριάρχης και ο ανώτερος κλήρος των Γραικών ήταν επικεφαλής μαζί με τους καλόγερους στην επανάσταση του Έθνους των Ρωμιών».
Ο Φώτης Κόντογλου μας λέει ότι: «Η πονεμένη Ρωμιοσύνη αντιστάθηκε με το φιλότιμο και το τουφέκι και στην πρώτη μορφή των ένοπλων εξεγέρσεων πρωτοστατούσαν οι κλέφτες και οι αρματωλοί μαζί με τους επισκόπους και τους απλούς ιερείς. Στη δεύτερη μορφή αντιστάσεως, την πνευματική και ηθική η εκκλησία υπήρξε ο αδιαμφισβήτητος ηγέτης και καθοδηγητής, που αγωνιούσε για τη διαφύλαξη της πίστης και της Εθνικής συνείδησης των υπόδουλων Ελλήνων. Εθνάρχης (Μπλέτ-Μπασί), όλων των ορθόδοξων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας ήταν ο Οικουμενικός Πατριάρχης. Η δε απώλεια της θρησκευτικής ταυτότητας σήμαινε αυτομάτως και την απώλεια της εθνικής συνείδησης».
Κατά τον 17ο αιώνα μαρτύρησαν με φρικτό θάνατο 7 Πατριάρχες αλλά και εκατοντάδες κληρικοί του απανταχού Ελληνισμού, θύματα της εκδικητικής μανίας του τυράννου.

Ευλογία  αγωνιστών

 


Την πρώτη θέση βέβαια στη θυσία των Αρχιερέων που έπεσαν θύματα της θηριωδίας και του θρησκευτικού φανατισμού των κατακτητών κατέχει ο Οικουμενικός Πατριάρχης Γρηγόριος ο Πέμπτος. Η προσφορά του Γρηγορίου του Ε’ είναι τεράστια. Πρωτοστάτησε επί ένα τέταρτο του αιώνα στην εκκλησιαστική και πνευματική ζωή του Έθνους. Πολύμορφη προσωπικότητα με αξιόλογο έργο, ανήγειρε εκ βάθρων το ετοιμόρροπο Πατριαρχείο και με τουρκική άδεια κατάφερε να λειτουργήσει ελληνικό τυπογραφείο στο οποίο εκτυπώνονταν ελληνικά βιβλία που διατηρούσαν ακοίμητη την εθνική συνείδηση του γένους.
Επίσης φρόντισε για τη συντήρηση και ανακαίνιση των κατά τόπους ελληνικών ναών και προέβαλε με κάθε τρόπο τα εθνικά συμφέροντα. Βοηθούσε με κάθε τρόπο τη λειτουργία των υπαρχόντων σχολών και σχολείων και προέτρεπε με εγκύκλιους του την ίδρυση και λειτουργία νέων σχολείων απανταχού της επικράτειας.
Πρέπει να τονισθεί ιδιαίτερα η συνεργασία του Πατριάρχη Γρηγορίου του Ε’ με τη Φιλική Εταιρεία που υπήρξε άμεση.
Οι Τούρκοι θορυβήθηκαν από την επανάσταση της Μολδοβλαχίας με ηγέτη τον Αλέξανδρο Υψηλάντη, αλλά και στην Πελοπόννησο όπου ο Παλαιών Πατρών Γερμανός στην Αγία Λαύρα ευλόγησε του οπλαρχηγούς και το λάβαρο του αγώνα.
Πίστεψαν ότι πρόκειται για γενικό ξεσηκωμό των Ρωμιών στον οποίο μετείχε επίσημα με ηγετική θέση και ο Πατριάρχης, γεγονός που επέτρεπε στο Σουλτάνο να διατάξει γενική σφαγή των Ελλήνων. Ο Πατριάρχης όταν πληροφορήθηκε ότι ο Σουλτάνος διέταξε τον Σειχούλ-Ισλάμην να εκδώσει φετφά δηλαδή έγγραφο διαταγή με την οποία θα κηρρύσουνταν ιερός πόλεμος εναντίον των Ελλήνων που τόλμησαν να σηκώσουν κεφάλι, επισκέφτηκε τον ανώτατο θρησκευτικό άρχοντα και με παρρησία, του υπενθύμισε τα προνόμια που είχε εκχωρήσει ο πορθητής στον εκάστοτε Πατριάρχη. Εκείνος του ζητά να τον διαβεβαιώσει επίσημα ότι σε όλο το Έθνος τα κινήματα είναι μόνο τοπικά. Ο Γρηγόριος συσκέπτεται στο Φανάρι με αρχιερείς και προκρίτους και αποφασίζουν να εκδώσουν αφορισμό εναντίον της επανάστασης για να αποφύγουν τα σκληρά αντίποινα των Τούρκων στους Έλληνες, βέβαιος ότι αυτό δεν θα είχε επίπτωση στον αγώνα και οι ηγέτες θα καταλάβαιναν και ει δυνατόν θα ειδοποιούνταν, ότι ο αφορισμός ήταν εικονικός και έγινε κάτω από βία και πίεση και για το καλό των Ελλήνων και ιδιαίτερα του άμαχου πληθυσμού. Το ότι ο αφορισμός έγινε κάτω από την επίδραση της βίας και για τη σωτηρία των Ελλήνων, αποδεικνύεται εκ του ότι την ίδια νύχτα μετά την υπογραφή του ο Πατριάρχης και οι 12 συνοδικοί αρχιερείς με άκρα μυστικότητα, κατέβηκαν στον Πατριαρχικό ναό και εν μέσω λυγμών και δακρύων σε ειδική μυστική τελετή έλυσαν και ακύρωσαν τον αφορισμό, ευλογούντες νοερά τα όπλα των υπέρ πίστεως και πατρίδος αγωνιζομένων αδελφών.
Σώζεται μάλιστα επιστολή που έστειλε ο Πατριάρχης προς τον Επίσκοπο Σαλώνων Ησαΐα ο οποίος ήταν ενεργό μέλος της Φιλικής Εταιρείας στην οποία του συνιστά να τηρεί έναντι του τυράννου τη διπλωματική αυτή τακτική. Η Υψηλή Πύλη δεν επείσθη για τη γνησιότητα του αφορισμού, θεώρησε το αφοριστικό έγγραφο εικονικό και παραπλανητικό και θανάτωσε πολλούς αρχιερείς με πρωτοφανή μαρτύρια και πρώτο μεταξύ αυτών τον Πατριάρχη Γρηγόριο αμέσως μετά τη λειτουργία το Πάσχα στις 10 Απριλίου του 1821.

«Ο Πατριάρχης Γρηγόριος Ε’ συρόμενος στην αγχόνη», λεπτομέρεια από τον πίνακα του Νικηφόρου Λύτρα.


Τον απαγχόνισαν στη μεσαία Πύλη της εισόδου του Πατριαρχείου και άφησαν το λείψανό του πάνω στην αγχόνη τρεις ημέρες με προσαρτημένο πάνω στο στήθος του το διάταγμα της εις θάνατον καταδίκης του.
Η Ιερά Σύνοδος της εκκλησίας παρουσία και του Πατριάρχου Αλεξανδρείας Φώτιου τιμώντας τη μνήμη του και τη θυσία του τον ενέταξε λίγο αργότερα πέμπτον στο Αγιολόγιο της Ορθοδόξου εκκλησίας μας.
Ο απαγχονισμός του Πατριάρχη είχε ευνοϊκή επίδραση στον Αγώνα, διότι οι ξένες δυνάμεις άρχισαν για πρώτη φορά να βλέπουν με συμπάθεια το ελληνικό ζήτημα και ο φιλελληνισμός άρχισε να παίρνει σάρκα και οστά.
Οι Τούρκοι αντί να επιτύχουν κατευνασμό της εξέγερσης, αντί να κάμψουν το ηθικό των Ελλήνων αντί να σωφρονίσουν, τους αγανάκτησαν περισσότερο ζητώντας με κάθε τρόπο εκδίκηση, διότι κυρίως με τον απαγχονισμό του Πατριάρχη, θεώρησαν ότι ατιμάζεται πλήρως και περιφρονείται το Γένος.
Στα 400 χρόνια της σκλαβιάς είναι μεγάλη η χορεία των νεομαρτύρων της πατρίδας μας. Κληρικοί και λαϊκοί δεν δίσταζαν να ομολογούν το Χριστό και την Πατρίδα και να λαβαίνουν το στέφανο του μαρτυρίου, ποτίζοντας το δέντρο της πίστεως και του Έθνους.
Βέβαια κανείς δεν μπορεί να αμφισβητήσει ότι κύρια αποστολή του Ράσου είναι του ιατρού των ψυχών και η προσπάθειά του για την πνευματική και υπαρκτική αποκατάσταση του ανθρώπου μέσα στο Σώμα του Χριστού.
Και όμως διαχρονικά η Ορθόδοξος εκκλησία και μάλιστα η Ελληνική, πρωτοστάτησε και πρωτοστατεί σε όλους τους απελευθερωτικούς αγώνες μας. Η Ορθοδοξία θεωρεί την ελευθερία του κοινωνικού Συνόλου, αλλά και του κάθε ατόμου ως το φυσικό κλίμα ανάπτυξης και πραγμάτωσης της ανθρώπινης προσωπικότητας.
Είναι αδύνατο να μη συμμετέχει η εκκλησία μας στους εθνικούς και απελευθερωτικούς αγώνες, διότι το έργο της είναι απελευθερωτικό και ατομικά και συνολικά και τον καιρό της ειρήνης. Δεν ανέχεται η εκκλησία μας τη δουλεία. Διότι η δουλεία είναι κατά βάσιν αναγκαστική υποταγή στο δυνάστη, είναι νέκρωση του πνεύματος και του ψυχικού δυναμισμού.
Γι’ αυτό ακριβώς το λόγο βαθειά μας πίστη είναι, ότι η σημαντικώτατη προσφορά του Ράσου στο Έθνος, δεν ήταν μόνο η συμμετοχή του κλήρου στις ένοπλες εξεγέρσεις και συγκρούσεις του λαού με τους εκάστοτε δυνάστες, όσο και η συμβολή του στη συντήρηση του ελληνορθόδοξου φρονήματος του Γένους και της αγάπης του προς το ύψιστο αγαθό της ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ. Μ’ αυτές τις προϋποθέσεις και μ’ αυτή την προσφορά γεννήθηκε και καρποφόρησε το ΜΕΓΑ ΕΙΚΟΣΙΕΝΑ.