Καθημερινή Αδέσμευτη Εφημερίδα

Γεώργιος Σουρής: Η άκακη σάτιρα

Ο «νέος Αριστοφάνης»

Ένας λογοτέχνης από τους γνωστούς στον κόσμο που παρακολουθεί την πνευματική μας κίνηση, θα λέγαμε μάλιστα ένας λογοτέχνης της «ζώνης των πρόσω», για να χαρακτηρίσομε τη σταθερή συμμετοχή του σ’ αυτή την κίνηση, είτε με βιβλία είτε με άλλες εκδηλώσεις συναφείς, ο κ. Α. Καραντώνης, ξαναθύμισε τελευταία στη σημερινή γενιά μια δόξα λησμονημένη. Περιέλαβε στις «Φυσιογνωμίες» που έβγαλε εφέτος, των «Εφεστίων Θεών» της λογοτεχνίας μας, καθώς τις χαρακτηρίζει, και τον ποιητή Γεώργιο Σουρή. Αυτό το «περιέλαβε», με τον συγκαταβατικό τόνο που φαίνεται πως το χρησιμοποιούμε, σαν να θέλομε να δείξομε πως τούκαμαν χάρη του εκδότη και του συντάκτη του «Ρωμηού» τοποθετώντας τον ανάμεσα σε άλλους εξέχοντες λογοτέχνες, είμαστε βέβαιοι πως, έστω κι’ αν λεγότανε σαν αστείο, θα προκαλούσε την εξέγερση των ανθρώπων που τον εγνώρισαν στις δόξες του, που έζησαν την ασύγκριτη, την πρωτάκουστη δημοτικότητά του. Κι’ όχι μόνο δεν θα ξαφνιάζονταν για μια τέτοια τιμή, αλλά κι’ αν τύχαινε να πληροφορηθούν πως αφιερώνομε τον κάθε ελληνικό χρόνο στη μνήμη κάποιου μεγάλου πνευματικού προγόνου μας, θα ήταν σίγουροι πως αμέσως ύστερα από το «Έτος Σολωμού» αν κι’ εκεί δεν διεκδικούσαν τα πρωτεία, πάντως πριν από το «Έτος Παλαμά», θάμπαινε το «Έτος Σουρή» στο επίσημο πρόγραμμα. Τόσο πολύ πρέπει να πίστευε μια ολόκληρη εποχή στην επιβίωσή του. Και τώρα νιώθετε άθελά σας κάτι ν’ αντιδρά, να κλωτσάει, όταν βρίσκεσθε στην ανάγκη, όχι με αξιολογική πρόθεση αλλά από γραμματολογικούς και ιστορικούς λόγους, να του δώσετε τον προσδιορισμό του ποιητή. Ενώ δεν νιώθετε το ίδιο προκειμένου περί ποιητών που άφησαν ελάχιστους στίχους, και που η απήχησή τους μπροστά στην απήχηση που είχε επί δεκαετηρίδες ολόκληρες ο Σουρής, είναι ανύπαρκτη. Φέρνομε για χαρακτηριστικό παράδειγμα την άγνωστη ασφαλώς σήμερα περίπτωση της «Φιλημένης» του Πετρουνάκου, ενός μικρού ποιήματος με σύντομο μύθο μπαλλάντας, που η παράλειψή του από κάποια ποιητική συλλογή έκαμε κάποτε τον τόσο ήρεμο και ευγενικό Νιρβάνα να δημιουργήσει δημοσία ένα φιλολογικό επεισόδιο.

Αλλ’ ας μην πάμε αμέσως στη φθορά, στον μαρασμό, ας μείνομε λίγο στην άνθηση. Τον καιρό που το όνομα του Σουρή, του «νέου Αριστοφάνη» όπως τον έλεγαν, ήταν το λαϊκότερο, το συμπαθέστερο μέσα σ’ όλα τα ποιητικά ονόματα της Ελλάδος. Κι’ έφτανε απλώς να το προφέρει κανένας για ν’ αλλάξει αμέσως το κέφι μιας ολόκληρης συντροφιάς, και να φωτισθούν όλα τα πρόσωπα, ακόμη και τα πιο σκυθρωπά, από τη διάθεση του γέλιου.

 

«ΤΟ ΒΗΜΑ», 9.8.1959, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»

Εδώ θα φέρομε μια προσωπική μας μαρτυρία για τον πραγματικόν άνθρωπο, όχι όπως γελοιογραφεί ο ίδιος με στίχους τον εαυτό του, αλλά καθώς τον διατηρούμε από τα παιδικά χρόνια μας «εκ του φυσικού». Κι’ αρχίζομε από το πλαίσιο, για να τοποθετήσομε μέσα σ’ εκείνο τη μορφή.

Επάνω σ’ όλο τον χώρο που πιάνει αυτή η οπτική και ακουστική ανάμνηση, νομίζομε ακόμη και σήμερα, ακόμη και τούτη τη στιγμή, πως φυσάει μπάτης. Είναι κάτι το αμεσότερο, το επικρατέστερο, θα λέγαμε κι’ από το φως. Ο βραδυνός καλοκαιρινός μπάτης. Εννοούμε τον αέρα που ανασταίνει, που κάνει ν’ αναφτερουγιάζουν όλα τα πράματα καθώς έρχεται από τα φυλλοκάρδια της θάλασσας γεμάτος δροσερές εκμυστηρεύσεις για τη στεριά, από αφρούς, από κύματα, από όστρακα, από όλα τα πνευστά και διακοσμητικά της στοιχεία. Και ξυπνά μέσα στην καρδιά του ανθρώπου εκείνη την πεντάλαφρη λαχτάρα που ανοίγει τα πανιά των καραβιών.

 

«ΤΟ ΒΗΜΑ», 9.8.1959, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»

Είμαστε στο Νέο Φάληρο. Η κίνηση στην εξέδρα παρουσιάζει κάθε βράδυ τη χάρη της ναυτικής τελετής επάνω σε αγκυροβολημένα μεγάλα σκάφη, αυτή που είδαμε αργότερα καλλιτεχνικά αξιοποιημένη στα θαλασσινά σχέδια του Ραούλ Ντυφύ (σ.σ. ο Raoul Dufy, 1877-1953, ήταν γάλλος ζωγράφος και σχεδιαστής, που συνδέθηκε με το κίνημα του φωβισμού). Οι περιπατητές προχωρούν με αργά βήματα, σαν επάνω σε πλυμένες, σε μουσκεμένες κουβέρτες πλοίων, και πάνε ν’ ακουμπήσουν τα χέρια τους στο μπροστινό παραπέτο, για ν’ αγναντέψουν από κοντήτερα το ηλιοβασίλεμα επάνω στα νερά. Τα νέα κορίτσια κάνουν ατελείωτες βόλτες. Οι νέοι τα κοιτάνε, τα παρακολουθούν. Οι μητέρες τα φωνάζουν πότε-πότε, για νάναι ήσυχες. Όλη η Αθήνα επήγαινε στο Νέο Φάληρο, για να ξεσκάσει, για να συριανίσει στην εξέδρα. Είναι μια Αθήνα αλλιώτικη, των Βαλκανικών Πολέμων, χωρίς κοσμοπολιτικό χαρακτήρα, δίχως αγγλοσαξωνικές περιέργειες  μεις κι’ εμείς. Είχαμε έρθει από την επαρχία κι’ όλα μας έκαναν εντύπωση. Θυμόμαστε τους γνωστούς Αθηναίους της εποχής. Κατέβαιναν με τις κυρίες τους, με τα παιδιά τους, για να καθήσουν το βράδυ έξω από τα κοσμικά ζαχαροπλαστεία και να δροσιστούν. Ν’ ακούσουν την μπάντα της μουσικής που έπαιζε βιεννέζικα κομμάτια, να χαιρετίσει ο ένας τον άλλον, να συζητήσουν τα επίκαιρα θέματα. Ο κόσμος περνούσε μπροστά τους και τους εκοίταζε. Αυτός είναι ο τάδε καθηγητής του Πανεπιστημίου! Αυτός είναι ο τάδε πλούσιος, αυτός ο τάδε αρεοπαγίτης, αυτός ο τάδε δικηγόρος, ο τάδε πολιτικός! Αυτός γράφει διηγήματα, ο άλλος ποιήματα, ο άλλος θεατρικά έργα! Και πάντα βρισκότανε κάποιος να πει τον μεγάλο λόγο, δηλαδή να δείξει τον άνθρωπο που λαχταρούσε να γνωρίσει, έστω και ν’ αντικρύσει, όλη η Ελλάδα, από τη μικρότερη επαρχιακή κωμόπολη ως το μεγαλύτερο κέντρο του έξω ελληνισμού.

 Να ο Σουρής!

 Αυτός που βγάζει τον «Ρωμηό;»

  Ο ίδιος.

 

Παρακολουθήσαμε τη σκηνή με τα μάτια μας, γυρίζοντας από την εξέδρα. Η κίνηση εσταματούσε μονομιάς. Νέοι, ηλικιωμένοι, ντόπιοι, επαρχιώτες, άντρες και γυναίκες, μόλις άκουαν το όνομα του Σουρή, από την πρώτη στιγμή που έβαζαν μέσα στην άμεση αίσθησή τους το γεγονός ότι ο άνθρωπος που έγραφε τον «Ρωμηό» βρισκότανε πραγματικά, σωματικά, ολίγα μέτρα πιο πέρα, ακινητούσανε. Κι’ επερνούσαν ζυγώνοντας με τρόπο, όσο ήτανε δυνατόν, για να τον εξακριβώσουν, για να βεβαιωθούν. Έτυχε να παρασταθούμε σε σταμάτημα νέων, την ώρα που περνούσε ο Παλαμάς βγαίνοντας από το Πανεπιστήμιο ή από τα γραφεία του «Νουμά» της οδού Σοφοκλέους, αλλά αυτές οι στάσεις, εκτός από το λιγοστό του αριθμού των νέων που σταματούσανε, ποτέ δεν έδειχναν τόση συγκεντρωμένη περιέργεια και τέτοια οπτική πρεμούρα. Και νάταν ο Σουρής κανένας από εκείνους τους φανταχτερούς τύπους που χτυπούν στο μάτι με την κορμοστασιά τους, με τα παράσημά τους και με τα λοφία τους! Τίποτ’ απ’ αυτά. Ένας ωχρός ηλικιωμένος άνθρωπος με γένια, που νομίζατε πως ήθελε να σβήσει μέσα στους άλλους τη φυσική παρουσία του. Ήτανε κι’ εκείνος από τη γενιά των συνεσταλμένων λογοτεχνών, που δεν τους άρεσε το περίοπτο, η προβολή στην ωμή δημοσιότητα, η θεαματική φασαρία, όπως ήταν όχι μόνο ο Παπαδιαμάντης, αλλά κι’ ο Παλαμάς μέσα του, κι’ ο Πορφύρας, κι’ ο Παπαντωνίου, κι’ ο Βουτυράς  για να περιοριστούμε μόνο σε μερικούς, που τους άρεσε το «κατ’ ιδίαν», ο περιορισμένος χώρος στην κοινωνική εμφάνιση.

 

Αλλά ο Σουρής, μ’ όλο που διατηρούσε σαλόνι φιλολογικό κι’ οι εκφραστικές του ελευθεριότητες έφταναν στο όριο της βωμολοχίας, παραφαινότανε σβησμένος, απρόσωπος. Τόσο που τον είχαν περιβάλει με τον θρύλο πως βρισκόταν, χωρίς βέβαια τη μεσολάβηση της δικαστικής αρχής, …υπό απαγόρευσιν, θέλοντας με τούτο να πουν ότι, επειδή έξω από το γράψιμο του «Ρωμηού» δεν τα κατάφερνε σε τίποτε, είχε αναλάβει όλη του την επιμέλεια, σαν να επρόκειτο για μικρό παιδί, η σύζυγός του, η κυρία Μαρή  κυρά Μαρή, κυρά Σουρή, κυρά καμπανοφρύδα, όπως της γράφανε. Αν θυμόμαστε μάλιστα καλά, ο μακαρίτης ο Μπάμπης Άννινος που μας έχει δώσει την πληροφορία πως ο Αντρέας Λασκαράτος ήταν φοβερά φιλόδικος, κι’ αυτό γιατί πίστευε ότι πρέπει να πηγαίνουν στα δικαστήρια όλες οι υποθέσεις υπεστήριξε κάποτε σχετικά με τον Σουρή ότι η φήμη της παιδικότητός του, συγκεκριμένα το ότι δεν τον θεωρούσαν ικανό να βλάψει κανέναν, είναι ίσως ένας από τους λόγους που δεν τον ενόχλησαν ποτέ. Τα μισά από όσα είπε με τον «Ρωμηό» για το παλάτι, για τους παπάδες, για τον στρατό κ.λπ. αν τάγραφε ο Λασκαράτος, θάχε καινούργια μπλεξίματα, κι’ αν εδημοσιεύοντο στην «Ακρόπολη», θα πήγαινε κατ’ επανάληψιν ο Γαβριηλίδης στη φυλακή.

 

Παραπέρα ωστόσο από την άποψη του Άννινου και από το καταπληκτικό για μας φαινόμενο ότι εκτός από τον Ψυχάρη κανένας άλλος πνευματικός εκπρόσωπος εκείνης της εποχής δεν κατάλαβε τη λειψή ποιότητα του Σουρή πράγμα που αμφιβάλλομε πολύ αν θα γινότανε σήμερα, στην έκταση τουλάχιστον που έγινε τότε, γιατί σήμερα και το γενικό γούστο καλλιεργήθη και η στάθμη της κριτικής ανυψώθη, έχομε ένα αναμφισβήτητο γεγονός. Ότι το έργο του ποιητή του «Ρωμηού», άμα το ιδούμε χωρίς την αξία του σαν ηθογραφικού ντοκουμέντου, δεν αντιπροσωπεύει τίποτε. Ούτε μπορούσε ν’ αντιπροσωπεύει. Η σάτιρα, από τη φύση της, περισσότερο απ’ αυτό που λέμε ποίηση, είναι δραστηριότης της κριτικής. Και ξαίρομε πως μια τέτοια κριτική εκδηλώνεται σε χώρες που έχουν κάμει την κάθε λογής ζύμωσή τους και δείχνουν τις αλλοιώσεις της φθοράς. Τότε έρχεται ο Αριστοφάνης. Όπως τότε παρουσιάζεται κι’ ο Γιουβενάλης, όταν αρχίζει να προσφέρει στόχους ηθικούς στη σάτιρα η ρωμαϊκή κοινωνία. Θα μπορούσαμε να πούμε κάτι ανάλογο και για τον Λασκαράτο και για τις σατιρικές επιδόσεις που σημειωθήκανε στη Ζάκυνθο. Ότι δηλαδή το σατιρικό αυτό φαινόμενο προκαλείται από αίτια κοινωνικά, από το γεγονός μ’ άλλα λόγια πως η ζωή στις κοινωνίες της Επτανήσου είχε ξεπεράσει την πρωτόγονη φάση της, τότε που δεσπόζει σε κάθε λαό μόνο η ανάγκη του λυρικού λόγου. Η αθηναϊκή κοινωνία, με τη σύνθεσή της, δεν μπορούσε να βγάλει σάτιρα χολής. Εκείνο που χρειαζότανε ήταν απλώς το γέλιο. Κι’ αυτό ο Σουρής τής το εξασφάλισε, δίνοντας επί χρόνια και χρόνια στη σάτιρα έναν τόνο άκακο παρ’ όλες τις οξύτητές του, πολιτικοκοινωνικού κουτσομπολιού, κι’ αλλάζοντας, μαζί με τη θεματογραφία τους, σε Φασουλή και Περικλή τα ονόματα του Καραγκιόζη και του Χατζαϊβάτη.

 

Χωρίς εννοείται τούτο, άσχετα με την ποιητική αξιολόγηση, να ελαττώνει τον σεβασμό που οφείλεται στο ιστορικό πρόσωπο του Σουρή.

*Επιφυλλίδα του δημοσιογράφου, κριτικού και λογοτέχνη Γεωργίου Φτέρη (λογοτεχνικό ψευδώνυμο του μανιάτη Γιώργου Τσιμπιδάρου, 1891-1967) για τον Γεώργιο Σουρή. Το κείμενο του Φτέρη, που έφερε τον τίτλο «Η περίπτωση του Σουρή», είχε δημοσιευτεί στην εφημερίδα «Το Βήμα» την Κυριακή 9 Αυγούστου 1959.

Ο Γεώργιος Σουρής, πολυγραφότατος και ιδιαίτερα δημοφιλής σατιρικός ποιητής, συντάκτης και εκδότης της έμμετρης σατιρικής εφημερίδας «Ο Ρωμηός», γεννήθηκε στην Ερμούπολη της Σύρου στις 2 Φεβρουαρίου 1853 και απεβίωσε στο Νέο Φάληρο στις 26 Αυγούστου 1919.

ΠΗΓΗ ΙΝ.GR

    

 

randomness