Καθημερινή Αδέσμευτη Εφημερίδα

59. ΘΕΜΑΤΑ ΤΟΠΙΚΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ: ΤΟ ΜΟΝΑΣΤΗΡΙ ΤΗΣ ΑΝΤΙΝΙΤΣΑΣ, 12 Ιουλίου 1888

Γράφει ο Νίκος Ταξ. Δαβανέλλος.

 

    Το μοναστήρι της Αντίνιτσας σου έφερνε εικόνες του Μεσαίωνα. Φτάνουμε μπροστά στη μεγάλη τοξοειδή πύλη, με τα βαριά της φύλλα κλειστά: ο Αλέξανδρος Δουμάς* θα είχε θελήσει να τη βάλει στην αρχή ενός περιπετειώδους μυθιστορήματος. Η νύχτα είχε πέσει, απαλείφοντας τις αποχρώσεις, σβήνοντας τα χρώματα, απλώνοντας μια βαθειά σιωπή, που την διαπερνούσαν μόνο μακρινά γαβγίσματα. .. Το σκοτάδι αφαιρούσε από τις μορφές μας τις λεπτομέρειες που προδίδουν τη χρονικά στιγμή, το συγκεκριμένα κοινά χαρακτηριστικά που τοποθετούν το πρόσωπο στον καιρό  του και στο περιβάλλον του. Ο αγωγιάτης, ο Βασίλης ανέβαινε πρώτος. Διακρίναμε μόνο τη σκυφτή φιγούρα του με τη φουστανέλα του να πηγαινοέρχεται, την ανάλαφρη και νωχελική περπατησιά του, το χαρακτηριστικό λίκνισμα του Παλικαριού: τίποτα δεν έδειχνε πως είναι ψηφοφόρος και πως ζει υπό το συνταγματικό σκήπτρο το βασιλιά Γεωργίου.

Τα καχεκτικά άλογά μας άρχισαν να φαίνονται πιο όμορφα, από την ώρα που χάθηκε το φως. Κι εμείς οι ίδιοι δεν είχαμε πλέον τόσο αίσθηση της ασχήμιας, της πολύ σύγχρονης, των κουστουμιών μας , τα ευρωπαϊκά μας «έτοιμα ενδύματα» άρχισαν να μοιάζουν με εκείνα τα κοντά και στενά σακάκια του παλιού καιρού.  Θα μπορούσαν να μας περάσουν, τουλάχιστον, για προσκυνητές που ταξιδεύουν σε «τόπους ξένους» που ζητούν από καλοσυνάτους καλογέρους ένα κατάλυμα.

Σε αυτή τι μικρή αυλή του μοναστηριού με κάποια σκορπισμένα φώτα να τρεμοπαίζουν και την καμπύλη του βυζαντινού τρούλου της εκκλησίας να ξεχωρίζει  κάτω από τα αστέρια, αναρωτιέσαι μήπως έγινες, ξαφνικά, σύγχρονος του Ισαάκιου  Κομνηνου *ή του Θεόδωρου Λάσκαρη.*

    Καθώς τον σήκωσαν άρον άρον  στον πρώτο του ύπνο, ο πάτερ Ιάκωβος τρέχει, φορώντας ένα σκουφί σαν εκείνα των μουζίκων, τυλιγμένος σε ένα καφετί ράσο, πολύ κοντά και δεμένο στη μέση με ένα σκοινί απ’ όπου κρέμονταν, σαν κουδουνάκια, ούτε κι εγώ ξέρω πόσες αρμαθιές κλειδιά. Η πρώτη αντίδραση ήταν μια επίπληξη αυστηρή και έξω από τα δόντια, ένα πατρικό μάλωμα, γι’ αυτές τις νυχτερινές περιπλανήσεις στο έρημο βουνό.

    -Παιδιά μου, τι πράγματα είναι αυτά; Χριστιανοί δεν είστε; Πως τρέχετε στους δρόμους τέτοια ώρα! Πως θα σας φαινόταν αν σας έκλεινα την πόρτα στα μούτρα;  Αλλά, για να δούμε: πρώτα πρώτα από ποια χώρα έρχεστε και τι έθνος είστε;

    - Είμαστε Γαλάτες.

    - Πολύ καλά, παιδιά μου. Είστε άρχοντες Γαλάτες. Εξαιρετικά. Προστάξτε, σαν στο σπίτι σας. Οι Γαλάτες έκαναν το λάθος, πριν από πολλά πολλά χρόνια να θελήσουν να λεηλατήσουν το ιερό των Δελφών. Αλλά αυτά είναι πια ξεχασμένα. Τώρα, οι Γαλάτες και οι Έλληνες είναι αδέλφια.

    Και με μια χειρονομία οικία στους ανθρώπους της Ανατολής, ενώνει το δείκτη του δεξιού χεριού με το δείκτη του αριστερού για να υποδηλώσει αυτή τη στενή φιλία, αυτή την άρρηκτη ένωση. Έπειτα, συνεχίζει ζωηρά : Όμως, φάγατε τίποτα;

-Εξαρτάται.  Μη νοιάζεσαι, άγιε ηγούμενε. Καλά είμαστε

-Μα φάγατε ή δεν φάγατε; Πείτε μου ναι ή όχι. Βλέπω από τα ρουφηγμένα πρόσωπά σας πως κάνετε νηστεία.

    Τότε ακολουθεί μια έκρηξη από φωνές και διαταγές, με μια φωνή βροντερή, όπως τον καιρό που ο ηγούμενος ήταν καπετάνιος των ξεσηκωμένων. Όλοι όσοι του παραστέκονται έρχονται τρεχάτοι. Ο πάτερ Ιάκωβος κατευθύνει σαν να είναι τάγμα τους τρείς-τέσσερις άντρες που έχουν στο μοναστήρι αδιευκρίνιστα καθήκοντα και που είναι κατά κάποιον τρόπο υπηρέτες αφού δεν μπορούν πια να είναι ανιχνευτές. «Δημήτρη! Κωστή! Νικολάκη!» Και όλοι σπεύδουν, σπρώχνονται, φέρνουν ποτήρια νερό, πιάτα, σιδερένια πιρούνια και όλα τα κατσαρολικά που είναι δυνατό να βρει κανείς στην  Όθρυ.

Σε λίγο μια μεγάλη ομελέτα καπνίζει πάνω στο τραπέζι, και, ενώ μας κοιτάζει να τρώμε, ο Ιάκωβος κουβεντιάζει. Η συζήτηση, όπως πάντα, περιστρέφεται γύρω από τα πολιτικά. Τα θέματα είναι πάντα τα ίδια. Σχεδόν δεν ξεφεύγουμε από το ζήτημα της Ανατολής, υπολογίζουμε τις πιθανότητες των Αυστριακών και των Ρώσων.  Αναρωτιόμαστε αν η Αγγλία θα καταφέρει να πάρει την Κρήτη και αν η Ευρώπη θα την αφήσει. Ένας μικρός λαός που έχει τόσο ισχυρούς γείτονες θέλει πάντα να ξέρει ποιος είναι εκείνος που έχει την πιο γερή όρεξη και τη μεγαλύτερη επιθυμία να τον φάει.

Η Γαλλία δεν εμπνέει τέτοιους φόβους, τι τους νοιάζει τους Έλληνες που εγκαθίστανται στη Συρία; Και έπειτα, η ανιδιοτέλειά μας είναι γνωστή. Έτσι, σε όλη την Ανατολή, όταν έρχεται η κουβέντα στην Αίγυπτο, βλέπετε μια μεγάλη στεναχώρια, «γιατί έφυγε η Γαλλία;» Η ερώτηση αυτή μας φέρνει σε δύσκολη θέση. Πρέπει να αφήσουμε τον διεισδυτικό κύριο Φρενισέ να λύσει την απορία.

    Ο ηγούμενος τρέφει μεγάλο θαυμασμό για τρεις: τον Γκαμπετά*, τον Γκαριμπάλντι* και τον Γουαντιγκτόν.* Δεν έχουν τελειωμό οι έπαινοί του προς τον εκπρόσωπό μας στο Συνέδριο του Βερολίνου, «Τι καλός άνθρωπος! Τι φιλέλληνας. Εκείνος είναι που μας έδωσε όλα αυτά τα εδάφη!» Και με μια κίνηση που πάει να κάνει με το χέρι, ψάχνει, από το ανοιχτό παράθυρο, μέσα στα λαμπερά αστέρια της νύχτας, τον ορίζοντα προς τη Θεσσαλία.

    Την επομένη, όταν ξυπνήσαμε, έπρεπε να δούμε καλά ολόκληρο το μοναστήρι. Η μικρή εκκλησία, που τη χρύσιζε ο ήλιος, είναι όμορφη με τα χαμηλά της τόξα, τις φαρδιές της κολόνες, στη μέση της αυλής, κάτω από τα δέντρα, δίπλα στην κρήνη με καθαρό νερό, που λάμπει και τραγουδάει. Ο πάτερ Ιάκωβος μας ξεναγεί στο μοναστήρι του, με κάτι το απότομο στον τρόπο του σαν να είναι στο στρατό. Μας δείχνει, στο φως μιας λαμπάδας, μια παλιά επιγραφή που σπεύδουμε να την αντιγράψουμε.

Πολύ ιδιαίτερος, πράγματι, αυτός ο αγράμματος και πνευματώδης μοναχός, με μια άξεστη οικειότητα, χωρίς ίχνος γλυκύτητας, μισός καλόγερος, μισός οπλαρχηγός. Είναι ερημίτης του βουνού και Παλικάρι, που το ράσο του δεν τον ενοχλεί, ούτε το κομποσκοίνι του, και που ζητάει μόνο μια νέα ευκαιρία για να φύγει για τον πόλεμο. Έχει ένα πραγματικό οπλοστάσιο με τουφέκια και περίστροφα. Στο δωμάτιό του, κρέμεται ένα μεγάλο γιαταγάνι, πάνω από το ευαγγέλιο. Αυτό είναι σχεδόν ολόκληρη η βιβλιοθήκη του.

    Τον καιρό του πολέμου της Ανεξαρτησίας, ο ηγούμενος της Αντίνιτσας θα μπορούσε να είχε γίνει ήρωας όπως ο Διάκος που ήταν κι εκείνος ιερωμένος. Τώρα θα πρέπει να αρκεστεί να κυβερνάει ειρηνικά το μοναστήρι του, τους υπηρέτες του και το κοτέτσι του, απολαμβάνοντας όσο θέλει το τοπίο με τα βουνά που απλώνεται κάτω από το παράθυρά του.

    Σε λίγα χρόνια οι αρματολοί και οι καπετάνιοι ενόπλων ομάδων θα έχουν περάσει πλέον στην ιστορία. Πρόκειται για μια φυλή που φεύγει πια, και που ο τακτικός στρατός του κυρίου Τρικούπη θα την καθιστά όλο και πιο άχρηστη και παρωχημένη.

      ΓΚΑΣΤΟΝ  ΝΤΕΣΑΝ,-«Η  ΕΛΛΑΔΑ ΤΟΥ ΧΑΡΙΛΑΟΥ ΤΡΙΚΟΥΠΗ».

      Μετάφραση : Aριστέα Κομνηνέλλη, Μεταίχμιο.

Σημ:

*    Αλέξανδρος Δουμάς, (1802-1870) Γάλλος συγγραφέας, γνωστός από τα ιστορικά του μυθιστορήματα, Ο Κόμης Μοντεχρήστος, Οι Τρείς Σωματοφύλακες, Μετά Είκοσι Έτη, κ. α.

*    Ισαάκ Κομνηνός (1007-1061) Βυζαντινός αυτοκράτορας από το 1057 μέχρι το 1059. Θεόδωρος Λάσκαρης (1175-1222) ήταν ιδρυτής και πρώτος αυτοκράτορας της Νίκαιας (1205-1221) της Μικράς Ασίας μετά την κατάληψη της Πόλης από τους Φράγκους το 1204.

*    Λεόν Γκαμπετά ή Λέων Γαμβέτας, γάλλος πολιτικός και φιλέλληνας, υπερασπιστής του έθνους στη διάρκεια του γαλλορωσικού πολέμου το 1870, μεταρρυθμιστής. Διατέλεσε πρωθυπουργός της Γαλλίας, (1881 1882).

*    Τζουζέπε Γκαριμπάλντι, γνωστός ως Πεπίνο 91879-1950), Ιταλός επαναστάτης, αξιωματικός, το 1897, μαζί με τον πατέρα του και με άλλους εθελοντές, πήρε μέρος στο πλευρό των Ελλήνων στον Ελληνοτουρκικό πόλεμο.

*    Γουίλιαμ Γουαντνγκτόν (1826-1894) ήταν Γάλλος πρωθυπουργός, βρετανικής καταγωγής, και υπουργός εξωτερικών.

 

 

 Το προεπανασατικό Μομαστήρι της Αντίνιτσας, το οποίο πυρπολήθηκε από τα στρατεύματα της Γερμανικής κατοχής , τη δεύτερη ημέρα του Πάσχα το έτος 1944,μαζί με το παρακείμενο Σανατόριο στο οποίο έχασαν τη ζωή τους 36 ασθενείς.

                                                                                                                                                                                                                                               

                                             

 

    

 

randomness