Καθημερινή Αδέσμευτη Εφημερίδα

Χάγη: Η πολιτική ατολμία ως απόρροια της χαοτικής ρητορείας

Με αφορμή τα όσα λέγονται και γράφονται για τις ελληνοτουρκικές σχέσεις, που έχουν υπεισέλθει, πλέον, σε ένα άλλο - μη φιλικό επίπεδο - λόγω των συνεχών προκλήσεων των γειτόνων μας, με τις παράλογες, άλλα όχι όλες ενάντιες στο διεθνές δίκαιο απαιτήσεις τους, σκόπιμο είναι να εισφέρουμε στη δημόσια σφαίρα, αλλά και να εμπλουτίσουμε τον δημόσιο διάλογο, ο καθένας μας με τις γνώσεις του, τις πτυχές του φλέγοντος αυτού ζητήματος, ζωτικής σημασίας, όχι μόνο για τα οικονομικά μας συμφέροντα, αλλά per se για την υπόσταση και κρατική κυριαρχία μας.

Είναι γεγονός, απ’ όσα οι δημοσιολογούντες και δημοσιογραφούντες λένε και γράφουν, αντίστοιχα, ακούγοντας από υπεύθυνα και αρμόδια στόματα ότι ο τουρκικός επεκτατισμός - που φυσικά δεν ξεκίνησε τώρα - έχει λάβει επικίνδυνες διαστάσεις κι ότι σε κάθε περίπτωση η χώρα μας πρέπει να αντιμετωπίσει την πρόκληση. Οι προβληματισμοί, όμως, εστιάζονται στο ποια οδός είναι η ενδεδειγμένη για την Πολιτεία, που εκπροσωπείται από την εκάστοτε Κυβέρνηση, προκειμένου να αντιμετωπίσει την κατά καιρούς κλιμακούμενη, ανώμαλη και ουδέποτε εκτονωθείσα κατάσταση, η οποία έγκειται στην ευθεία αμφισβήτηση της κρατικής κυριαρχίας και των κυριαρχικών δικαιωμάτων μας. Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή. Οι σχέσεις μας με την Τουρκία ήταν ανέκαθεν προβληματικές, αφού η εκάστοτε ηγεσία της αναπολούσε τις μεγάλες στιγμές της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.

Ειδικότερα, την αρχή της διατάραξης των μεταξύ μας σχέσεων στη σύγχρονη ιστορία, σηματοδότησε  η αντιπαράθεση, κατά τα έτη 1954 – 1958, έχουσα ως επίκεντρο την Κύπρο, για την οποία η Ελλάδα είχε αναπτύξει μια στρατηγική ενώσεως, ενώ αντιθέτως η Τουρκία διχοτόμησης. Έπειτα, από την εξομάλυνση της κατάστασης που είχε δημιουργηθεί το έτος 1960, η αντιπαράθεση επανήλθε και πάλι μεταξύ της δεκαετίας 1964-1974, κατά την οποία η Τουρκία υπέβαλε κι επίσημα, πλέον, διαμαρτυρία για το καθεστώς στρατιωτικοποίησης των νησιών του ανατολικού Αιγαίου κατά παράβαση των Συμφωνιών, εκτοξεύοντας συγχρόνως και απειλές για επέμβαση στην Κύπρο. Ωστόσο, τον Δεκέμβριο του 1973 έλαβε η χώρα η Τρίτη Συνδιάσκεψη του Ο.Η.Ε. για το Δίκαιο της Θάλασσας, η οποία κατέληξε στη Σύμβαση του Δικαίου της Θάλασσας, υπογραφείσα την 10η Δεκεμβρίου 1982 στο Montego Bay της Τζαμαϊκα. Με αφορμή λοιπόν ότι με την εν λόγω σύμβαση θεσμοθετήθηκε, αν και υφίστατο εθιμικά, η δυνατότητα των κρατών για επέκταση των χωρικών υδάτων (αιγιαλίτιδα ζώνη) μέχρι και 12 ν.μ., η ανησυχία της Τουρκίας εντάθηκε, επειδή σε αυτή την περίπτωση το Αιγαίο θα καταλαμβανόταν από εμάς.

Άλλωστε, οι σοβαρές ελληνοτουρκικές κρίσεις, αναφορικά με τα δικαιώματα του κάθε κράτους στο Αιγαίο, συμπυκνώνονται στην κρίση του 1976 με το ωκεανογραφικό Χόρα, που παραβίασε στις 6 Αυγούστου 1976 τα ελληνικά χωρικά ύδατα, πλέοντας βορειοανατολικά της Λέσβου, οπότε και εξ αυτού του λόγου, αυτό που έχει μείνει από εκείνη την κρίση είναι αφενός η φράση του Ανδρέα Παπανδρέου «Βυθίσατε το Χόρα», η οποία χρησιμοποιήθηκε ποικιλοτρόπως, αφετέρου ότι η τότε Κυβέρνηση του Κωνσταντίνου Καραμανλή, προσέφυγε στο Διεθνές Δικαστήριο το οποίο όμως το 1978 έκρινε ότι είναι αναρμόδιο, ακολούθησε η κρίση του 1987 με το Σισμίκ, το οποίο σύμφωνα με τους Τούρκους εξήλθε για να κάνει έρευνες για πετρέλαιο και την υφαλοκρηπίδα, κατά την οποία, όπως προκύπτει από απόρρητα έγγραφα των αμερικανών, οι τελευταίοι συνέδραμαν την Τουρκία κι είχαν προετοιμαστεί για έναν πόλεμο μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας που θα διαρκούσε λίγες ημέρες και τελευταία ήταν η κρίση των Ιμίων το 1996, οπότε και η Τουρκία ανέδειξε για πρώτη φορά τον όρο των «γκρίζων ζωνών», σύμφωνα με τον οποίο πρόκειται για ύδατα και νησίδες του Αιγαίου στα οποία η Τουρκία αμφισβητεί την παραδεδεγμένη κυριαρχία της Ελλάδος. Έκτοτε, φοβούμενη μην τυχόν και επεκτείνουμε την αιγιαλίτιδά μας ζώνη στα 12 ν.μ., όπως άλλωστε έχουμε μονομερώς το δικαίωμα να πράξουμε, μας απειλεί με το περίφημο casus belli, το περιεχόμενο του οποίου συνίσταται ότι επέκταση των χωρικών μας υδάτων στο μέγιστο νόμιμο με το διεθνές δίκαιο όριο θα σημάνει και την κήρυξη πολέμου εναντίον μας. Επιπροσθέτως, προβαίνει σε καθημερινές πλέον παραβιάσεις του εναερίου μας χώρου, αλλά και των χωρικών μας υδάτων.

Ωστόσο, ενώ όλα αυτά τα χρόνια η Πολιτεία πρόβαλε ως μοναδική διαφορά που είχε με την Τουρκία την υφαλοκρηπίδα, που ούτως ή άλλως τα δικαιώματα εξ αυτής υφίστανται ipso facto και ab initio, όπως άλλωστε έχει τονίσει το Διεθνές Δικαστήριο στην υπόθεση Υφαλοκρηπίδας Βόρειας Θάλασσας, αφού τα δικαιώματα του παράκτιου κράτους επί της υφαλοκρηπίδας υπάρχουν από τότε που υφίσταται η κυριαρχία του Κράτους στο παράκτιο έδαφος, καθώς και ότι δεν είναι απαραίτητη η άσκηση υλικών πράξεων για τη διατήρηση των δικαιωμάτων αυτών, και μολονότι γνώριζε (η Πολιτεία) τις επεκτατικές βλέψεις της Τουρκίας, εντούτοις, το 1997 στη Μαδρίτη, αλλά και το 1999 στο Ελσίνκι ανοίξαμε τους ασκούς του Αιόλου και ενισχύσαμε μόνοι μας τις ολοένα και αυξανόμενες απαιτήσεις της Τουρκίας στο Αιγαίο και όχι μόνο.

Ειδικότερα, ο τότε πρωθυπουργός της χώρας Κώστας Σημίτης, το μεν 1997  υπέγραψε κοινό ανακοινωθέν με τον Σουλεϊμάν Ντεμιρέλ, τότε Πρόεδρο της Τουρκικής Δημοκρατίας σύμφωνα με το οποίο «Οι δύο χώρες θα αναλάβουν προσπάθεια να προωθήσουν διμερείς σχέσεις που θα βασίζονται μεταξύ άλλων σε (…) Σεβασμό στα νόμιμα, ζωτικά συμφέροντα και ενδιαφέροντα της κάθε χώρας στο Αιγαίο, τα οποία έχουν μεγάλη σημασία για την ασφάλεια και την εθνική κυριαρχία τους και δέσμευση αποφυγής μονομερών ενεργειών, στη βάση του αμοιβαίου σεβασμού και της επιθυμίας, ώστε να αποτραπούν συγκρούσεις, οφειλόμενες σε παρεξήγηση, το δε 1999 και στο κείμενο των συμπερασμάτων του Ελσίνκι αναφέρεται σχετικά με την Τουρκία και τις υπόλοιπες υποψήφιες χώρες προς ένταξη στην Ε.Ε. ότι η Ε.Ε. «παροτρύνει τα υποψήφια κράτη να καταβάλουν κάθε προσπάθεια για την επίλυση κάθε εκκρεμούς συνοριακής διαφοράς και άλλων συναφών θεμάτων». Καλεί δε να φέρουν τη διαφορά ενώπιον του Διεθνούς Δικαστηρίου και επισημαίνει ότι το αργότερο στα τέλη του 2004, το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο θα επανεξετάσει την κατάσταση ως προς κάθε εκκρεμή διαφορά.

Συνεπώς, γιατί απορούμε με τις προκλητικές ενέργειες της Τουρκίας; Γιατί πρέπει διαρκώς να είμαστε ένα πιόνι στη διεθνή σκακιέρα, το οποίο κινείται πάντα με τα συμφέροντα των μεγάλων και αναζητεί διπλωματικές συμμαχίες για τα νόμιμα και δίκαια; Γιατί ξαφνικά πρέπει να πάμε στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης, όπως υποστήριξαν προχθές στο Ελληνικό Ίδρυμα Ευρωπαϊκής και Εξωτερικής Πολιτικής (ΕΛΙΑΜΕΠ) η Ντόρα Μπακογιάννη (πρώην Υπουργός Εξωτερικών) και ο Γιώργος Παπανδρέου (πρώην Πρωθυπουργός και πρώην Υπουργός Εξωτερικών), όταν οι ίδιοι που εκπροσωπούσαν κάποτε την Πολιτεία δεν το έκαναν;

Γιατί τόση παραπλάνηση και προπαγάνδα στον ελληνικό λαό;

Η Χάγη, τελικά, δεν μας συμφέρει κι ας λένε «φωστήρες» του ως άνω είδους σε παρόμοιες συζητήσεις ότι μας συμφέρει και θα αναλύσω κατωτέρω γιατί η προσφυγή στο Διεθνές Δικαστήριο μπορεί να δημιουργήσει περισσότερα προβλήματα απ’ αυτά που ενδεχομένως να περιμένουμε να επιλύσει. Επί του παρόντος δεν είναι τι συμφέρει εμάς, αλλά τι θα δεχθεί και η Τουρκία μέσω του συνυποσχετικού να φέρει ως διαφορά στο Διεθνές Δικαστήριο, λαμβανομένου υπ’ όψιν ότι εμείς θεωρούμε ως διαφορά μόνο την υφαλοκρηπίδα και η Τουρκία πληθώρα άλλων σοβαρών ζητημάτων, που αφορούν την οριοθέτηση των θαλάσσιων ζωνών, αλλά και ζητήματα εθνικής κυριαρχίας. Συνεπώς, απαραίτητη προϋπόθεση για την υποβολή της διαφοράς στο Διεθνές Δικαστήριο είναι πρωτίστως η συμφωνία με την Τουρκία, επειδή η τελευταία δεν έχει αποδεχθεί τη γενική υποχρεωτική δικαιοδοσία του Διεθνούς Δικαστηρίου,  κάτι που ισχύει μόνο για την Ελλάδα. Ως εκ τούτου, πρέπει να προηγηθούν διμερείς διαπραγματεύσεις, οι οποίες θα καταλήξουν σε συμφωνία για το ποια/ες διαφορά/ές θα υποβληθούν ενώπιον του Διεθνούς Δικαστηρίου.

Ας υποθέσουμε ότι τελικά η Τουρκία, μέσω συνυποσχετικού, δέχεται ως μοναδική διαφορά την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας και επιλαμβάνεται το Διεθνές Δικαστήριο για την επίλυσή της. Άραγε είναι θεμιτή και συμφέρουσα μια δικαστική κρίση αυτού του είδους; Πριν απαντηθεί αυτό το ερώτημα, ωφέλιμο είναι να δούμε ποιους κανόνες ακολουθεί το Διεθνές Δικαστήριο για την οριοθέτηση των θαλασσίων ζωνών. Κατ’ αρχάς οφείλω να αναφέρω ότι και για την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας εμείς επικαλούμαστε την αρχή της ίσης απόστασης, ενώ η Τουρκία την αρχή της ευθυδικίας σε συνδυασμό με σχετικές περιστάσεις.

Το άρθρο 15 της Σύμβασης του Δικαίου της Θάλασσας, που αναφέρεται στην οριοθέτηση της χωρικής θάλασσας (αιγιαλίτιδα ζώνη) ορίζεται ότι «Στην περίπτωση που οι ακτές δύο κρατών κείνται έναντι αλλήλων ή συνορεύουν, κανένα από τα δύο κράτη δεν δικαιούται, ελλείψει αντιθέτου συμφωνίας μεταξύ τους, να εκτείνει την χωρική του θάλασσα πέραν της μέσης γραμμής της οποίας όλα τα σημεία βρίσκονται σε ίση απόσταση από τα εγγύτερα σημεία των γραμμών βάσεως από τις οποίες μετράται το εύρος της χωρικής θάλασσας καθενός από τα δύο κράτη. Η παραπάνω διάταξη δεν εφαρμόζεται όμως, όπου λόγω ιστορικού τίτλου ή άλλων ειδικών περιστάσεων παρίσταται ανάγκη να οριοθετηθούν οι χωρικές θάλασσες των δύο κρατών κατά διαφορετικό τρόπο».

Αναφορικά δε με την οριοθέτηση της αποκλειστικής οικονομικής ζώνης (ΑΟΖ) και της υφαλοκρηπίδας, τα άρθρα 74 και 83 της Σύμβασης του Δικαίου της Θάλασσας, ορίζουν, αντίστοιχα «Η οριοθέτηση της αποκλειστικής οικονομικής ζώνης/υφαλοκρηπίδας μεταξύ κρατών με έναντι ή προσκείμενες ακτές πραγματοποιείται κατόπιν συμφωνίας με βάση το διεθνές δίκαιο, όπως αναφέρεται στο άρθρο 38 του καταστατικού του διεθνούς δικαστηρίου προκειμένου να επιτευχθεί μια δίκαιη λύση». Τελικός σκοπός στον οποίο πρέπει να καταλήξει η οριοθέτηση είναι μια δίκαιη λύση και σε αυτή προσβλέπουν τα δικαστήρια κατά τη διαδικασία της οριοθέτησης.

Η διεθνής νομολογία και ιδίως η νομολογία του Διεθνούς Δικαστηρίου, το 2009 στην υπόθεση της Μαύρης Θάλασσας  κωδικοποίησε για πρώτη φορά τα υπό διαμόρφωση στάδια της οριοθέτησης ως εξής:

α) χαράσσεται πρώτα μια προσωρινή γραμμή ίσης απόστασης, βασιζόμενη σε μεθόδους που είναι γεωμετρικά αντικειμενικοί,

β) εξετάζεται ύστερα αν υπάρχουν παράγοντες που επιτάσσουν την προσαρμογή της προσωρινής γραμμής  ίσης απόστασης, έτσι ώστε να επιτευχθεί ένα δίκαιο αποτέλεσμα και

γ) διαπιστώνεται ex post facto εάν η ανωτέρω γραμμή, ύστερα και από την προσαρμογή, δεν οδηγεί σε ένα δυσανάλογο αποτέλεσμα βάσει της διαφοράς μήκους ακτών και θαλάσσιας περιοχής.

Παρατηρούμε ότι έχει παγιωθεί μια σταθερή μέθοδος οριοθέτησης, που την ακολουθούν κατά κανόνα όλα τα διεθνή δικαστήρια, αλλά φυσικά δεν παρέχει απόλυτη ασφάλεια σχετικά με το αποτέλεσμα, αφού κάθε οριοθέτηση είναι ένα μοναδικό γεγονός.

Έτσι, στο πρώτο στάδιο, πριν τη χάραξη της προσωρινής γραμμής ίσης απόστασης, όλα τα Δικαστήρια προσδιορίζουν τις σχετικές ακτές και έπειτα τη σχετική θαλάσσια περιοχή. Οι σχετικές ακτές είναι εκείνες των οποίων η θαλάσσια προέκτασή τους αλληλεπικαλύπτεται  και άρα χρήζουν οριοθετήσεως. Ο προσδιορισμός τους είναι εξαιρετικά χρήσιμος, καθώς το μήκος της ακτογραμμής μπορεί να θεωρηθεί και ως σχετική περίσταση, αλλά κυρίως λαμβάνεται υπ’ όψιν κατά το τρίτο στάδιο της εξέτασης δυσαναλογίας ακτών – περιοχών υφαλοκρηπίδας/ΑΟΖ. Αφού το Δικαστήριο ολοκληρώσει τα δύο αυτά βήματα θα προχωρήσει στη χάραξη της προσωρινής γραμμής ίσης απόστασης. Σε αυτό το σημείο όμως, υποκρύπτεται μια πολύ σημαντική διαδικασία, η οποία επιδρά καταλυτικά στο τελικό αποτέλεσμα της οριοθέτησης και δεν είναι άλλη από την επιλογή των σημείων βάσης από τις οποίες θα χαραχτεί η προσωρινή γραμμή.

Σε αυτό το στάδιο το Δικαστήριο καλείται να αποφασίσει ποια σημεία των γραμμών βάσεων των κρατών (κανονικές ή ευθείες) και ενδεχομένως ποια νησιά θα ληφθούν υπ’ όψιν ως σημεία βάσης. Σημειώνω ότι οι ευθείες γραμμές βάσης από τα εξωτερικά όρια των οποίων μετρούνται τα χωρικά ύδατα (αιγιαλίτιδα ζώνη) δύνανται να οδηγήσουν σε αύξηση αυτής. Αυτό, φυσικά,  είναι κάτι που η Τουρκία φοβάται. Το Διεθνές Δικαστήριο στην υπόθεση Νικαράγουας κατά Κολομβίας τόνισε ότι δεν θα βασιστεί αποκλειστικά στην επιλογή των σημείων βάσης από τα μέρη, αλλά πρέπει το ίδιο να επιλέξει τα κατάλληλα με βάση τη φυσική γεωγραφία των σχετικών.

Υπήρξαν περιπτώσεις, όπως στην υπόθεση της οριοθέτησης μεταξύ Ρουμανίας και Ουκρανίας στη Μαύρη Θάλασσα, που αγνοήθηκαν νησιωτικοί σχηματισμοί, και εν προκειμένω το Διεθνές Δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη του τη νήσο των Όφεων, ένα μικρό νησάκι, αιτιολογώντας στην απόφασή του ότι «η χρήση του θα ισοδυναμούσε με την πρόσθεση ενός εξωτερικού στοιχείου στην ακτογραμμή της Ουκρανίας το αποτέλεσμα της οποίας θα ήταν ο δικανικός επαναπροσδιορισμός της γεωγραφίας, τον οποίο ούτε το δίκαιο ούτε η πρακτική των θαλάσσιων οριοθετήσεων δικαιολογεί».

Έπειτα κι αφού επιλεγούν τα σημεία βάσης το Δικαστήριο θα προχωρήσει στη χάραξη της προσωρινής/πλάγιας γραμμής, η οποία θα προσαρμοστεί αναλόγως εάν συντρέχουν σχετικές περιστάσεις. Είναι αυτονόητο ότι τα μέρη επικαλούνται σειρά σχετικών περιστάσεων, προκειμένου να ισχυροποιήσουν τα επιχειρήματά τους. Πρέπει ν’ αναφερθεί ότι τα νησιά γενικότερα, άλλοτε έχουν πλήρη, άλλοτε μειωμένη κι άλλοτε καθόλου επήρεια στην οριοθέτηση.

Ακολούθως το Δικαστήριο αφού εξετάσει τους σχετικούς ισχυρισμούς προβαίνει στην προσαρμογή της γραμμής ίσης απόστασης, λαμβάνοντας υπόψη τις σχετικές περιστάσεις προκειμένου να επιτευχθεί το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα της δίκαιης λύσης. Υπάρχουν, όμως και περιπτώσεις όπου το Δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη του καμία σχετική περίσταση, απορρίπτοντας τους ισχυρισμούς των διαδίκων μερών.

Ενόψει των ανωτέρω, η προσφυγή στη Χάγη δεν είναι και τόσο συμφέρουσα ή τουλάχιστον δεν είναι σίγουρο ότι θα αποφέρει τα επιθυμητά αποτελέσματα. Απεναντίας, μπορεί να δημιουργήσει τετελεσμένα τα οποία δεν ανατρέπονται. Ενδεχομένως ν’ αποτελέσει την έσχατη λύση, όταν όλα τ’ άλλα μέσα θα έχουν αποτύχει. Σε κάθε περίπτωση θα πρέπει να είμαστε πλήρως προετοιμασμένοι για όλες τις πιθανές εκβάσεις μιας τέτοιας δικαστικής κρίσης. Γιατί, λοιπόν, τόση πρεμούρα για τη Χάγη;

Η Τουρκία με τη συμπεριφορά της απέδειξε ότι δεν επιθυμεί τον δυτικό εναγκαλισμό, οπότε απομένει να δούμε αν θα στραφεί κι εναντίον αυτού, καταφεύγοντας στη χρήση βίας την οποία απαγορεύει ρητά ο Ο.Η.Ε. στον καταστατικό του Χάρτη, αν εμείς ως χώρα οριοθετήσουμε, αρχικά, στο νόμιμο όριο τα χωρικά μας ύδατα, ήτοι στα 12 ν.μ.

Πράγματι, θα ήταν ενδιαφέρον να δούμε μια τέτοια εξέλιξη, όπου η εφαρμογή των κανόνων του διεθνούς δικαίου θα λάβει σάρκα και οστά. Οι διπλωματικές φιλίες που αναζητούμε για την υποστήριξη των διεθνών συμφερόντων μας, κυρίως, από μεγάλες δυνάμεις, στο πνεύμα ειρήνης που Ο.Η.Ε. κατ’ εξοχήν πρεσβεύει, πρέπει να θεωρούνται αυτονόητες.

Η πολιτική τόλμη θ’ αναδειχθεί πράγματι σε αρετή για όποιον αποφασίσει να αντιμετωπίσει πραγματικά το πρόβλημα  κι όχι να καταφεύγει στην εύκολη ρητορεία της παραπλάνησης και της απόκρυψης της αλήθειας, επικαλούμενος επιλεκτικούς κανόνες διεθνούς δικαίου.

Παναγιώτης Λ. Κυριάκου
Δικηγόρος
LL.M. Δημοσίου Διεθνούς Δικαίου


    

 

Ενημερωτικά δελτία

Ενημερωθείτε άμεσα από την εφημερίδα μας για τις τελευταίες ειδήσεις μέσα από την ηλεκτρονική σας διεύθυνση.