Καθημερινή Αδέσμευτη Εφημερίδα

 

Κωστής Παλαμάς - Ο ποιητής του καιρού του και του γένους του

Πέρασαν εβδομήντα ένα χρόνια από τότε που ο "ελέω θεού ποιητής" ταξίδεψε για τη "χώρα της σιωπής", στις 27 του Φλεβάρη, δέκα πέντε μέρες μετά το ταξίδι προς την αιωνιότητα και της συνομίληκης γυναίκας του Μαρίας. Ήταν το 1943 και μόλις είχε καβαντζάρει το 84ο έτος της ηλικίας του.

Χύθηκε πολλή μελάνη πάνω στο χαρτί για τη ζωή και το έργο αυτού του εθνικού ποιητή. Εμείς θα κάνουμε μια συντομότατη αναφορά, κι ας είναι αυτή ψυχοκέρι στη μνήμη του. Οφείλουμε να θυμούμαστε τους ανθρώπους που πρόσφεραν πολλά στον τόπο τους — στενότερο και ευρύτερο — και σε όλη γενικά την κοινωνία.

Ο ποιητής κατάγεται από μια πολύκλαδη Μεσολογγίτικη οικογένεια, που ανέδειξε πολλούς αγωνιστές κατά την επανάσταση του 1821 και πολλούς των γραμμάτων θεράποντες.
Αρχίζει με τον Αλέξιο Παλαμά και συνεχίζεται με το γυιό του Παναγιώτη που ίδρυσε στο μικρό λιμνοχώρι το 1760 την περίφημη «Παλαμιαία Σχολή», η οποία λειτούργησε ακόμα και κατά την περίοδο των πολιορκιών. Από αυτήν αποφοίτησαν άνδρες φωτισμένοι που διέδωσαν τα πνευματικά φώτα σε πολλά μέρη της Ελλάδας. Ας μη διαφεύγει απ' τη μνήμη μας ότι με την έναρξη της επανάστασης του 1821 οι Μεσολογγίτες ηγήτορες ήταν αρκετά μορφωμένοι, πολλοί ως απόφοιτοι της Σχολής.

Πατέρας του ο Μιχαήλ, εγγονός του Παναγιώτη, δικαστικός. Απεβίωσε ενωρίς το 1865, σαράντα μέρες μετά τον θάνατο της συζύγου του και μητέρας του Κωστή, Πηνελόπης.
Αδερφός του πατέρα του ο Δημήτριος, σχολάρχης της Παλαμιαίας Σχολής μετά την απελευθέρωση. Τον αναφέρουμε, γιατί υπήρξε προστάτης του ποιητή, στο σπίτι του οποίου μεγάλωσε, από της ηλικίας των 6 ετών που έμεινε πεντάρφανος μέχρι της ηλικίας των 17 ετών που τελείωσε το γυμνάσιο. Ο ποιητής τον χαρακτηρίζει «περισπούδαστον όνομα,φιλόσοφο, θεολόγο και ποιητή εξαιρετικό για την εποχή του και το Μεσολόγγι (περί. "Ν. Εστία" τ.51/1952, σ. 324). Ένας άλλος αδερφός του πατέρα του, ο Νικόλαος, ακολούθησε το στρατιωτικό επάγγελμα.

Ο ποιητής γεννήθηκε στην Πάτρα το 1859, δυο χρόνια μετά τον θάνατο του Διονυσίου Σολωμού. «Γεννήθηκα στην Πάτρα στα 1859, απομεσήμερο, στις δύο η ώρα, δεκατρείς του Γενάρη», θα μας πει ο ίδιος. (Άπαντα, εκδ. Μπίρη τ.-4ο σ. 295).

Προστάτης του αναδείχτηκε, εκτός από τον θείο του Δημήτριο, ο κατά δέκα χρόνια μεγαλύτερος του αδελφός Χριστάκης (γεν. 1849), αξιόλογος αργότερα θεμιστοπόλος και συγγραφέας. Όταν ο Κωστής τελείωσε το γυμνάσιο τον πήρε κοντά του στην Αθήνα και τον ενέγραψε στη Νομική Σχολή, τον Οκτώβριο του 1875, και φυσικά δεν την τελείωσε, όπως πολλοί άλλοι ποιητές (Μαλακάσης κ.ά.) που τους απορρόφησε η ποίηση.

Έναν άλλο μικρότερο αδελφό του, τον Νίκο (γεν. 1861), τον πήρε η Καλλιόπη Δ. Καρούσσου, αδελφή της μητέρας του, στην Τεργέστη και τον μεγάλωσε με τα τρία παιδιά της. Αργότερα θα τον συναντήσουμε νομομηχανικό.

Ο θείος του είχε πέντε παιδιά, τρία κορίτσια και δυο αγόρια. Ένα απ' τα αγόρια ήταν ταλαντούχος ζωγράφος, αλλά τρελός, τον οποίο αγαπούσε υπερβολικά ο ποιητής, ενώ ένα άλλο αγόρι του, ο Παναγιώτης πέθανε νέος, όντας φοιτητής της ιατρικής. Αξιόλογη υπήρξε η μια απ' τις ξαδέρφες του η Μάσιγγα. με την οποία αργότερα αλληλογραφούσε ο Παλαμάς: Συγκάτοικοι ακόμα στο ίδιο σπίτι η γιαγιά απ' τη μητέρα του, Αλτάνη και η «σαλεμένη στα λογικά της» απ' την περιπέτεια της εξόδου αδελφή της, «θεία Βγενούλα».

Όλο αυτό το οικογενειακό και σπιτικό περιβάλλον μαζί με την ορφάνια του και τον αποχωρισμό του από τον μικρότερο αδερφό του, καταλαβαίνουμε πόσο επέδρασαν στην εύπλαστη παιδική ψυχή του. Γράφει στο ποίημα «το σπίτι μας»;

«... Κ' η σιωπή στο σπίτι μας είναι γιομάτη από 'ναν αξεδιάλυτο πνιγμένο βόγγο περασμένων καιρών και αγέννητων αιώνων. Στο σπίτι μας ψυχές γεννιούνται και πεθαίνουν».
Όμως το Μεσολόγγι το αγάπησε και το τραγούδησε. Το βίωσε ως «πόνο και γλυκασμό», όπως μας λέει η καθηγήτρια στο Πανεπιστήμιο της Αθήνας Παλαμίστρια Ελένη Πολίτου — Μαρμάρινου, πράγμα που το βλέπουμε κυρίως στις συλλογές του: «Ασάλευτη Ζωή» και «Οι καημοί της λιμνοθάλασσας».

Παρακολουθεί τα εγκύκλια μαθήματα στο Μεσολόγγι. «Άτακτο παιδί στο σπίτι, μα άγγελος στο σχολείο». Θα γράψει στα «Χρόνια μου και στα Χαρτιά μου» (Άπαντα ο.π. σελ. 166): Α! Ο περίφημος λόγος του Καραϊσκάκη: «Όταν θέλω γίνομαι άγγελος κι όταν θέλω γίνομαι δαίμονας»: Α! μακάρι να την είχα στη ζωή μου τέτοια δύναμη! Μα πάντα ένας άγγελος πάλευε από πάνω σα να ήθελε να με σκεπάσει με τα φτερά του και πάντα ένας δαίμονας προφταίνοντας τον έδιωχνε και πάντα αθέλητα.

Ήταν αριστερόχειρας. Τώρα γιατί έγραφε με το δεξί, ίσως να πιέστηκε απ' τους δασκάλους, ενέργεια: αντιπαιδαγωγική. Γράφει ο ίδιος: «Είμουνα ζερβοχέρης. Κι ακόμα το ζερβό χέρι, σε πόσα που είναι αποκλειστικά του δεξιού, το μεταχειρίζομαι! Το δεξί, μόνο για το κοντύλι, για τ' άλλα ατροφικό».

Ο Παλαμάς υπήρξε ερωτικός με πρώτη αγάπη την ξανθομάλλα συμμαθήτρια του στο δημοτικό σχολείο, για την οποία αργότερα (1884) θα γράψει το ποίημα «Το Σχολείο», ποίημα από 123 δεκαπεντασύλλαβους στίχους. Μαθητής γυμνασίου ερωτεύεται τη γειτόνισσα του Ιουλία Δεσποτόπουλου, η οποία έμεινε ανύπαντρη και πέθανε στα τέλη του μεσοπολέμου σε μεγάλη ηλικία. Της αφιέρωσε το ποίημα «Το γιούλι» (1870).

Στην Αθήνα, βέβαια, έχει τις μούσες του (Φωτεινή Οικονομίδη, (1875), Μάγδα. αγνώστου επωνύμου, νέα αστικής οικογένειας από τη Μεσσηνία (1916), Λιλή/=Κλενη Ζηρίνη (1917), Ραχήλ (Ελένη) Ελενίτσα Κορτζά) (1917), Στέλλα Διαλέτη (1929-1933), στις οποίες απηύθυνε πλείστες επιστολές.

Εγκαταστάθηκε στην Αθήνα το 1879 και το 1887 νυμφεύτηκε τη Μαρία Βάλβη, αριστοκράτισσα Μεσολογγιτοπούλα, ύστερα από οχτάχρονο κρυφό έρωτα: «Τη λιγνόμεση, σγουρομάλλα μεστή, περδικοστήθω» για την οποία θα γράψει «τον Ύμνον εις την Αθηνάν» και πολλά άλλα ποιήματα.

Απέκτησε τρία παιδιά: τον Λέανδρο (1891-1958), τη Ναυσικά και τον Αλκή (Μιχαήλ), που πέθανε το 1898 σε ηλικία 4 ετών. Τότε ο ποιητής συνέθεσε το ποίημα των 222 στίχων «Ο Τάφος» (24 Δεκ. - 9 Μάρτ.) και αργότερα (18-1-1906) του αφιέρωσε τη συλλογή: «Ο Παράδεισος).

Διορίστηκε το 1897, τιμής ένεκεν, μια και μεσουρανούσε τότε ως ποιητής. Γραμματέας στο Πανεπιστήμιο, όπου υπηρέτησε επί 31 χρόνια μέχρι το 1928. Έτυχε πολλών τιμητικών διακρίσεων, αλλά και διώξεων. Έλαβε το «Αριστείο Γραμμάτων και Τεχνών» (1915) και υπήρξε ιδρυτικό μέλος της Ακαδημίας Αθηνών το 1926 και πρόεδρος της το 1930.

Απεβίωσε, όπως προαναφέραμε στις 27 Φεβρουαρίου του 1943, όταν η Ελλάδα βρισκόταν κάτω από την «μπότα του Γερμανού κατακτή»; Ο θάνατος του τράνταξε συθέμελα τη χωρά, πέρα ως πέρα, γιατί κατά τον Άγγελο Σικελιανό που απήγγειλε πάνω στον τάφο του το ποίημα, κείνη την ώρα, «στο φέρετρο του ακουμπούσε όλη η Ελλάδα».

Ο Παλαμάς υπήρξε «Δόξα ζωής» και «Δόξα θανάτου». Όλα τα τραγούδησε ωραία και αθάνατα, ο αθάνατος τραγουδιστής. Τραγούδησε τις νίκες μας και θρήνησε τους χαλασμούς μας, ουρανοΰψωσε τις δόξες μας και μοιρολόγησε τους ξεπεσμούς μας.

Ένας γείτονας μας, ο Αλβανός Φίστα θα μας πει: «Τραγούδησε τη μικρή πατρίδα του και την ανθρωπότητα. Τα χτεσινά και τα αυριανά. Το φιλί της χαράς και το δάκρυ της πίκρας. Τον έρωτα και τον θάνατο, το άτομο και την κοινωνία...». Κι ο δικός μας Γρηγόριος Ξενόπουλος θα τον αποκαλέσει «Εθνικό ποιητή», γιατί «όλα τα Εθνικά μας τα απέδωσε γνήσια: Γλώσσα, ιστορία, έθιμα, ήθη, παραδόσεις, θρύλους, παλμούς, ελπίδες, όλα...»

Είναι ο ποιητής του καιρού του και του γένους του. Αλλά και γιατί όχι του καιρού μας και κάθε εποχής! Γράφει στον πρόλογο του «Δωδεκάλογου του Γύφτου» ποίημα, που το χαρακτήρισαν ως «Ποίημα της Φυλής»:

Μα η ψυχή μου
είναι πολυπρόσωπη,
κι αν ίσως και στοχάζεται μοναχική,
τον κόσμο κλει στο λογισμό της,
χίλιες οι αγάπες τις,
μπορώ να κράξω με τον ποιητή....
χίλιες χρυσές λιανοκάμωτες
αλυσίδες με δένουνε
με την πραγματικότητα.

Είμαι ο ποιητής που θέλει να κλείσει μέσα στο στίχο του, τους πόθους και τα ρωτήματα του παντοτινού ανθρώπου [...].
Είμαι ο ποιητής του καιρού μου και του γένους μου. Κι ό,τι μέσα μου κρατώ, δεν μπορεί να χωριστεί από την έξω πλάση. (τ.Γ'σελ. 291-292).

Μας λέει πως έγραψε αυτό το ποίημα: «Ποιος ξέρει ποια τσιγγάνα να μίλησε της καρδίας μου — εδώ και πόσα χρόνια! — και φύτρωσαν από την καρδιά μου οι τέσσεροι πρώτοι στίχοι:
Περδικόστηθη τσιγγάνα, ώ μαγεύτρα, που μιλείς τα μεσάνυχτα προς τ' άστρα γλώσσα προσταγής.

Ποιος ξέρει, αν η Τσιγγάνα δεν ήταν καμία γύφτισα του δρόμου που καμιά μέρα ηλιολουσμένη χειμωνιάτικη έβγαινε από το τσαντήρι της, στον Ελαιώνα Αττικής, στυλωμένη, χυτή, χαλκοπράσινη. σφίγγοπρόσωπη, από εκείνες που συχαίνονται οι νοικοκυράδες και που γοητεύουν τον ποιητή. Κι ύστερα η ομορφιά της γύφτισσας με βύθιζε ολοένα στην ιδέα της γυφτιάς. Κι από τη γυφτισσα πέρασα στο γύφτο, ο ζουρνάς, το σφυρί, το φυσητήρι, το μουλάρι, το βιολί, η τέντα, οι μοίρες, τα μάγια, τ' άγρια, τ' αναρχικά, τ' ανυπόταχτα πάντα στον ελεύθερο αέρα, η γύφτικη ζωή η πλανεύτρα και πολυπλανεμένη.
Πάνω σ' αυτά τα θέμελα χτιζόταν το έργο μου κι ένιωσα κι εγώ γύφτος».

Έτσι, λοιπόν, τραγούδησε τις περιπέτειες της φυλής εκφράζοντας τις αγωνίες του και τους αγώνες του για να βγει το Έθνος από τα τραγικά αδιέξοδα, που επέφερε η ήττα του 1807.

Γράφει σχετικά: «Το πρώτο ίσως που κοίταξα ν' αλαφροδέσω μαζί επικά, λυρικά και δραματικά και παίρνοντας απ' όλα τα στοιχεία του ποιητικού λόγου κι από της ιστορίας τα παραδομένα κι από του φιλοσόφου τη σκέψη κι από τη ζωή κι από το όνειρο, κάποια οράματα του νου και κάποια καρδιοχτύπια...».

Τον κατηγόρησαν ως εθνικιστή, λόγος για τον οποίο δεν του έδωσαν το βραβείο Νόμπελ το 1928, ενώ υπήρξε πανεθνιστής. Δικοί του είναι τούτοι οι στίχοι:
«Η Αθήνα δεν υπάρχει πια
υπάρχει η Ευρώπη...» κι ακόμα:
«Πλατιά είναι η γη μας
για το τράνεμα όλων μας»
(φλογέρα του Βασιλιά, τ.Ε'σ. 138 και 503 αντίστοιχα).
Ο ίδιος θα εξομολογηθεί:
Στο αίμα μου κρατώ κι από μια στάλα
ξένες κι οχτρές κάθε λογής πατρίδες
και Βουλγάρα η ψυχή μου
και Τουρκάλα [...]. Βέβαια υμνολογεί και την πατρίδα του το Μεσολόγγι:
«Κόβω για σε τα βάγια
του τραγουδιού ιερά
στο μέτωπο στα πλέκω
στεφάνια γιορτινά». κι αναθυμάται τους ένδοξους προγόνους του: προτρέποντας τη νέα γενιά:
«Ένα τραγούδι θα σας πω,
δεν έχω άλλο κανένα
μεθύστε με τ' αθάνατο
κρασί του εκοσιένα...» Κατακεραυνώνει τους άρχοντες και τους εξουσιαστές.
Παίρνω   τους   σκληρούς   στίχους   απ'   τα   «Σατιρικά   Γυμνάσματα 1912)»,
πούναι «φασκέλωμα στα μάτια των ανθρώπων»:
Στ' ακάθαρτα κυλήστε μας του βούρκου
και πιο βαθιά- Πατήστε μας με κάτι
κι από το πόδι πιο σκληρό του Τούρκου-
Διαβασμένοι, ντοτόροι, σπιρουνάτοι,
ρασοφόροι, δάσκαλοι, ρουσφετλήδες,
οικοπεδοφαγάδες, αβοκάτοι,
κομματάρχηδες και κοτζαμπασήδες,
και της γραμματικής οι μανταρίνοι
και της πολιτικής οι φασουλήδες,
ταρτούφοι, ραμπαγάδες, ταρταρίνοι!
Αμάν! Αγά στα πόδια σου! Άκου! Στάσου!
Βυζαντινοί — Γασμούλοι — Λεβαντίνοι.
Ρωμαίικο, να! Με γεια σου. με χαρά σου.

Κι έρχεται να ορμηνέψει τη νέα γενιά με τούτες τις προτροπές των στίχων του ποιήματος «Οι Πατέρες» απ' τη συλλογή «Οι Βωμοί».
Παιδί το περιβόλι μου που θα κληρονομήσεις,
όπως το βρης κι όπως το δης να μην το παρατήσεις...
... κι αν έρθουν χρόνια δίσεχτα, πέσουν καιροί ωργισμένοι
(καλ' ώρα όπως σήμερα)
μη φοβηθείς το χαλασμό. Φωτιά! Τσεκούρι! Τράβα.
ξεσπέρμεψέ το, χέρσωσε το περιβόλι, κόφ' το,
και χτίσε κάστρο απάνου του και ταμπουρώσου μέσα,
για πάλεμα, για μάτωμα, για την καινούρια γέννα
π' όλο την περιμένουμε κι όλο νικάει για νάρθει, κι όλο συντρίμμι χάνεται στο γύρισμα των κύκλων... και να γράψει στους «Δειλούς και Σκληρούς Στίχους» "για τους εργάτες":
Εμείς οι εργάτες είμαστε που με τον ιδρώτα μας
ποτίζουμε τη γη για να γεννά
καρπούς, λουλούδια, τ' αγαθά του κόσμου ολόγυρα μας.
φτωχή, αλουλούδιαστη. άκαρπη, μονάχα η αργατιά.
Εμείς οι εργάτες είμαστε που με τον ιδρώτα μας ζυμώνουμε του κόσμου το ψωμί. πιο δυνατά κι απ' τα σπαθιά τα χέρια τα δικά μας, και μ' όλο το αλυσόδεμα, σκάφτουν, και η γη πλουτεί.
Στου κόσμου τους θησαυρούς το βίος σου. εργάτη, νομοί στο τρώνε αδικητές χωρίς ντροπή.
Αγκαλιαστήτε, αδέρφια, ορθοί! Με μια καρδιά, μια γνώμη.

Δικαιοσύνη, βρόντηξε, και λάμψε, Προκοπή! Διαβάζουμε στην «Τρισεύγενη», στο μόνο θεατρικό του έργο και στον πρόλογο της:
«Στοιχεία λογής — λογής θυμικά και εικόνες, ιδέες και καημοί, σημάδια κάποιου τόπου, που έζησαν, κάποιου καιρού, που πέρασε και δακρίων και θυμών και προσώπων που αγάπησα και φρονημάτων, που αγκάλιασα. Μαζί το στενό χωριό που με γέννησε και η πλατιά πατρίδα που με κλεί. (Τ.Δ'σ. 187):

Όλα τον συγκίνησαν. Η παιδεία η μεγάλη του έγνοια και οι δάσκαλοι. Συνεχίζει στον ίδιο πρόλογο: «Και μονάχα ο νους μου κρατιέται και τώρα και πάντα στα μαθήματα κάποιων αγαπημένων μου δασκάλων και σεβάσμιων που ή τη φαντασία μου τη ρύθμισαν ή τη γλώσσα μου γενναία την οδήγησαν» θα μας το πει και ποιητικά:

«Λιτά χτίστε τα σχολεία, απλόχωρα,
μεγάλα κι ο δάσκαλος,
ποιητής και τα βιβλία
να είναι σαν τα κρίνα...»
για να φτάσει στο αποκορύφωμα της δύναμης της αγωγής και του δασκάλου στην ποιητική του σύνθεση «Στο δάσκαλο»:
Σμίλεψε δάσκαλε ψυχές,
κι ό,τι σ' απόμεινε ακόμα
στη ζωή σου,
μην τ' αρνηθείς, θυσίαστο,
ως τη στερνή πνοή σου».

Μίλησε για το «αρχαίο πνεύμα αθάνατο» στον Ολυμπιακό Ύμνο, που με περηφάνεια ακούμε στους Ολυμπιακούς αγώνες, Ύμνος που εξόργισε τους ταγούς της Εκκλησίας και τον κατηγόρησαν, ποιον, αυτόν που μας λέει πως: «... Ολίγη σοφία απομακρύνει τον άνθρωπο από τον θεό, πολλή σοφία τον επαναφέρει κοντά στο θεό» και στους «Δειλούς και Σκληρούς στίχους»: «Ύστερα απ' την αγάπη του θεού είναι η αγάπη της πατρίδας, η πατρίδα». Ας ακούσουμε και τον ύμνο προς τη μητέρα του θεού στους στίχους της «Φλογέρας του Βασιλιά»:

«Ω Στρατηλάτισσα κυρά,
σ' εσέ τα νικητήρια!
Λαοί τον ύμνο πλέκουνε
σαν το στεφανοπλόκο».

Πονούσε η ψυχή του που ήταν κλεισμένος μέσα σ' ένα γραφείο και δεν μπορούσε ν' απολαύσει  την  πλάση  τη  «λεβέντρα»  που  του  στάθηκε πηγή  έμπνευσης. Εκεί  μέσα μεγάλωσε, γέρασε, πέθανε.

«Μέσα στο σιωπηλό πρόσωπο της νύχτας, της άγρυπνης, της προχωρημένης νύχτας του δημιουργού, στοχάστηκε, φαντάστηκε, έγραψε, κίνησε έναν κόσμο ολόκληρο» θα μας πει ο Στρατής Μυριβήλης. Κι ο ίδιος, με παράπονο θα γράψει στο «Κελί»:
Τριάντα χρόνια εδώ μέσα στο κελί
το σκοτεινό, έμπασα την πλάση,
πέλαο, γης; ουρανό. (τ7ος σ. 219).

Και σε ένα άλλο ποίημα του:
«ο πιο τρανός καημός μου»:
«ο πιο τρανός καημός μου,
θα είναι πως δεν δυνήθηκα μ' εσέ,
ω, πλάση.
πράσινη απάνου στα βουνά,
στα πέλαγα, στα δάση,
θα είναι πως δε σε χάρηκα,
σκυφτός μέσ' στα βιβλία,
ω. φύση, ολάκερη ζωή κ' ολάκερη σοφία»!

Λυτός ο ποιητής ο «πολυταξιδεμένος αταξίδευτος» πολυτάξιδος, γιατί γνώριζε όλα τα ρεύματα και τις ιδέες που επικρατούσαν στο εξωτερικό κι ακόμα γιατί ξεκίνησε απ' τα χαμηλότερα κι ανέβηκε και μίλησε με το θείον και αταξίδευτος αφού έμενε μόνιμα στην Αθήνα κάνοντας μόνο, κάπου-κάπου, κανένα ταξιδάκι στην πατρίδα του στο Μεσολόγγι, υπήρξε λυρικός και στοχαστής, προφήτης και ενορατικός, φιλόσοφος και ιστορικός.

Το έργο του είναι μεγάλο και εκδόθηκε από τις εκδόσεις «Μπίρη» σε 8.300 σελίδες και 16 τόμους, «Υπήρξε ακόμα σοβαρός κριτικός και με το διήγημα του "Ο θάνατος του παλληκαριού" με βασικό θέμα την υπεράσπιση της λεβεντιάς και της αξιοπρέπειας, έστω και με τίμημα το θάνατο δημιουργεί μια δραματουργία απ' τις καλύτερες, που έχει η διηγηματογραφία μας» θα σημειώσει ο νεοέλληνας λογοτέχνης Χρ. Κορέλας.

Ο Παλαμάς κυριάχησε στο ποιητικό στερέωμα από το 1880, που άλλαξε την ποίηση της εποχής του. μέχρι το 1930 που εμφανίστηκε η γενιά του '30.

Ανέσυρε   από   την   αφάνεια   Κάλβο   και  Σολωμό,   φύλαξε   Καρυωτάκη, Βηλαρά   και Κρυστάλλη και επηρέασε τους νεότερους του: Σικελιανό, Βάρναλη, Σεφέρη, Ρίτσο, Ελύτη.
Έγραψε για ό,τι αγάπησε με πάθος. Δοξολόγησε την πατρίδα, ύμνησε τη φύση, επαίνεσε τους νέους, όπως το Ρίτσο και τον Καζαντζάκη κι επικρίθηκε γι' αυτό.

Όταν το 1937 ο Γιάννης Ρίτσος έγραψε «το τραγούδι της αδερφής μου» ο Παλαμάς αναγνωρίζοντας την ποιητική του αξία, έγραψε γι' αυτόν τους γνωστούς στίχους:

«Γρήγορο αναφλοίβισμα / της γαλάζιας πλάσης,
να παραμερίσουμε / για να περάσεις».

Γράφει η ζακυνθινή λόγια Μαριέττα Γιαννόπουλου — Μινώτου: «.Είχε πάντα την καρδιά του ανοιχτή στους πρωτόβγαλτους δίχως τις μικροπρέπειες και τις οπισθοβουλίες μερικών φίλων — φιδιών της εποχής, τότες». Η ίδια όταν ρωτήθηκε ποιους άνδρες προτιμά από το Λογοτεχνικό κύκλο είπε...». Ο Παλαμάς μου θυμίζει τον στίχο του θανάτου για τον Όμηρο: Απάνω απ' όλους σαν αετός πετώ».

Τον Δεκέμβριο του 1950 συστάθηκε το «Ίδρυμα Κ. Παλαμά» με μέλη του πρώτου συμβουλίου τους: Γ. Κατσίμπαλη, Κ. Τσάτσο, Ηλ. Βενέζη, Ξ. Ζολώτα, Γ. Αθανασιάδη -Νόβα, Εθ. Παπανούτσο, Α. Καραντώνη, Γ. Συριώτη, Γ. Κουρνούτο και Δ. Συναδινό. Στεγάζεται στην οδό Ασκληπιού 3, όπου έμεινε για 40 χρόνια ο ποιητής σε διαμέρισμα που αγόρασε και δώρισε ο Γ Κατσίμπαλης.

Ακριβώς απέναντι στήθηκε ο ανδριάντας του ποιητή. Μια άλλη προτομή του στήθηκε στο Μεσολόγγι, εκεί που έζησε τα πρώτα του χρονιά τ' αξέχαστα, κοντά στ' ακρογιάλι:
«στη θάλασσα εκεί τη ρηχή
και την ήμερη,
στη θάλασσα εκεί την πλατιά
και μεγάλη»
κι ο ταπεινός προσκυνητής και περιπατητής θα διαβάσει τα λόγια, που ο Παλαμάς απάγγειλε το 1937 σε μια εκδήλωση που έγινε προς τιμήν του: «Σας βλέπω με τα ονείρατα τα πλάνα του και με της μέρας τους σκληρούς καθημερινούς αγώνες, νερά ίερά της κλείσοβας και του βασίλαδιού, μικρή πατρίδα, που με ζεις μεγάλη στους αιώνες». Το έργο του Παλαμά βρέθηκαν και μερικοί που το κατηγόρησαν, όπως κυρίως ο Γιάννης Αποστολάκης, καθηγητής στο Πανεπιστήμιο της Θεσσαλονίκης και ο Πάνος Καραβιάς.

Δημιούργησε καμία «σχολή» ο Αποστολάκης; Ο Παλαμάς όμως υπήρξε δημιουργός δικής του σχολής. Ήταν η εποχή που πολλοί νεοελληνιστές κριτικοί και ποιητές απέφευγαν να αναφέρουν και τ' όνομα του, μην και μειωνόταν η κριτική τους ικανότητα κι έκαναν ένα μεγάλο άλμα σε μήκος και ύψος. που κατάφερναν να υπερπηδήσουν την Παλαμική δημιουργία. Έκαναν τις απαριθμήσεις του τύπου: « ο Σολωμός, ο Κάλβος, ο Σικελιανός, ο Βάρναλης, ο Καβάφης, ο Καρυωτάκης, ο Σεφέρης, ο Ελύτης, ο Ρίτσος...» πουθενά ο Παλαμάς. (Ελ. Πολίτου).

Όμως πριν από είκοσι πέντε περίπου χρόνια έχουμε αλλαγή στάσης απέναντι στο Παλαμικό έργο.

Στις 8 του Γενάρη του 1914 μιλώντας για το Βαλαωρίτη στον «Εκπαιδευτικό Όμιλο», έλεγε ο Παλαμάς:
«Κάπου παρατηρήθηκε πως η δόξα ενός ποιητή συχνά - πυκνά περνά τρία στάδια. Το πρώτο: Παθητικός θαυμασμός, η λατρεία. Το δεύτερο: Παραμέρισμα του Ποιητή, κάτι σαν καταφρόνηση. Το τρίτο: Η δικαιοσύνη. Ο ποιητής ξαναγυρίζει θριαμβευτής. Ξαναθαυμάζεται. Μα ο θαυμασμός τότε μέσα στο εργαστήρι της κριτικής μετρημένος, ενεργός».

Κάπως έτσι έγινε και με τον Παλαμά. Πιστεύω πως δίκαια αξίζει το θαυμασμό μας. Οφείλουμε πολλά στον Παλαμά, γιατί υπήρξε ανανεωτής της νεοελληνικής ποίησης και υπερασπίστηκε τη δημοτική γλώσσα. Όταν τον ρώτησαν ποια είναι η ωραιότερη λέξη της ελληνικής γλώσσας είπε: «Ο Δημοτικισμός».

Ο γλωσσοπλάστης Παλαμάς είναι ο άρχοντας της ελληνικής γλώσσας, θα μας πει ο Σεφέρης στις «Δοκιμές» του (Α' σ.203): «... από τους τέσσερες ποιητές πρώτου μεγέθους, που ακμάσανε, κι άρχισαν να γραφούν τον περασμένο αιώνα, τον Κάλβο, τον Σολωμό, τον Παλαμά και τον Καβάφη, ο ένας μονάχα είναι ο άρχοντας της ελληνικής γλώσσας, ο Παλαμάς».

Τον είπαν μεγάλο ποιητή. Είναι; Με τη φωνή μου θα μιλήσουν για τον Παλαμά μερικοί απ' τους κορυφαίους των γραμμάτων. Δανείζομαι τα λόγια τους.
«Ο ποιητής είναι ο μεγαλύτερος ποιητής της σημερινής Ευρώπης»: Ρομαίν Ρολάν. Νομπελίστας.

«Η φοινικιά», μιλάει για το καλύτερο ποίημα του Παλαμά, παράγει την αξία της με την ποιότητα του στίχου της, ο οποίος αποτελεί μιαν από τις υψηλότερες κατακτήσεις της νεοελληνικής προσωδίας», θα μας πει ο Ν. Βαγενάς.

Κι ο Γιάννης Συκουτρής, ο άριστος των φιλολόγων με τα άδοξο τέλος του, σχολιάζοντας τον «Δωδεκάλογο του Γύφτου» λέει «πως η φιλολογική ερμηνεία θα διαπίστωνε με ακριβολογίαν πόσα στοιχεία από την περιοχή της επιστήμης περιέλαβεν ο ποιητής εις ένα έργο το οποίον παρουσιάζει ως έπος της ελληνικής και της ανθρώπινης ψυχής, πόσον έζησε και πόσον επότισε με αίσθημα και με πάθος ό,τι ως ιστορικόν γεγονός ή ως ξηράν επιστημονικήν γνώσιν ήντλησεν από τα βιβλία, δια να τ' αναχωνεύσει εις σκέψεις πρωτοτύπους, να τα μετουσιώσει εις υλικόν καλλιτεχνικής δημιουργίας, να τα συντονίσει εις αποτελέσιν έργου ενιαίου και κατά τον τόνον και κατά το ήθος».

Ο Στρατής Μυριβήλης γράφει πως μετά τον ενταφιασμό του Παλαμά στεκόταν με ένα φίλο του απόμακρα κάπου «και κεί προς τα χαμηλώματα ένας μικρό τάφος. Ήταν η στιγμή που διάβαινε από κοντά μας με αργά βήματα η ιστορία. Ένας μικρός τάφος, κι ο μεγάλος ποιητής».

«Ο Παλαμάς εμόχθησε, ίδρωσε, έλπισε, αγάπησε, αιμάτωσε, αγωνίστηκε, ενίκησε, για μας. Ο Παλαμάς, λοιπόν, είναι ένας άγιος»: Άγγελος Σικελιανός το 1936 στον Παρνασσό.

Όταν τέθηκε το ερώτημα στον κριτικό της λογοτεχνίας Τέλο Άγρα, αν ο Παλαμάς είναι μεγάλος, είπε: «Δεν ξέρω, μα τρέμω να φανταστώ τι θα ήταν η νεοελληνική ποίηση χωρίς το ανάστημα του: Ένα παραμύθι χωρίς γίγαντα. Μια χώρα, δίχως βουνό. Μια θρησκεία δίχως προφήτη. Μια ιστορία δίχως ήρωα. Είναι μεγάλος; Θα μπορούσε να ήταν ακόμα πιο μεγάλος; Είναι αυτός!». Και μένει το ερώτημα: Διαβάζεται σήμερα ο Παλαμάς και οι άλλοι ποιητές; Πρέπει να διαβάζονται και γιατί; Την απάντηση τη δίνει ο ίδιος ο ποιητής. Αναφέρει πως κάποια κοπέλα ρώτησε τον Ανατόλ Φρανς: «και σε τι τάχα χρησιμεύουν οι ποιητές»; Κι αυτός της απάντησε: «να μας βοηθούν να αγαπάμε»!

Κυρίες και Κύριοι, Έγραψε κάπου ο Παλαμάς τούτους τους στίχους:

«βασανισμένε, ταπεινέ
και λυτρωμένε και ίσε!
Σε ξέρω... Είναι το στόμα σου
της αρμονίας κρουνιά!
Θνητέ, αν δεν έγινες θεός,
άνθρωπος πια δεν είσαι,
γιατί νοείς τ' αθάνατα
και ζεις μαζί μ' αυτά...!»

Γεγονός είναι ότι, είναι βαθύτατη η τομή που τράβηξε στην πνευματική μας πορεία, κατά τον Κων/νο Τσάτσο.

Αφιερώνεται από το Δ.Σ. του «Συλλόγου Αιτωλοακαρνάνων Νομού Φθιώτιδος» στα εβδομήντα ένα χρόνια από το θάνατο του Κ. ΠΑΛΑΜΑ:

Το Δ. ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ
Τριαντάφυλλου Γεώργιος
Παππάς Χριστόφορος
Σαρανταυγάς Φώτιος
Αναγνωστοπούλου Χρυσούλα
Βλαχογιάννης Βασίλειος
Κοπάνης Γεώργιος
Μπράζας Ελευθέριος


    

 

randomness