Καθημερινή Αδέσμευτη Εφημερίδα

 

ΘΕΜΑΤΑ ΤΟΠΙΚΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΤΟ ΠΑΛΟΥΚΩΜΑ Ο τρόπος, η γνώση, η τεχνική του πλέον ειδεχθούς τρόπου θανάτωσης

Γράφει ο Νίκος Ταξ. Δαβανέλλος

Ο τρόπος, η γνώση, η τεχνική του πλέον ειδεχθούς τρόπου θανάτωσης


Τούτο τον ανοιξιάτικο μήνα, τον  Απρίλη, συμπληρώνονται  202 χρόνια από το 1821, στιγμές ανάμνησης του τραγικού, βδελυρού, απάνθρωπου, ταπεινωτικού, ευτελιστικού και μαρτυρικού θανάτου του Θανάση Διάκου, του μοναδικού ήρωα που θανατώθηκε με το Παλούκωμα, τον ανασκολπισμό ως πιο εύηχη και ευγενέστερη λέξη! Οθωμανικός, κτηνώδεις τρόπος  θανατικής ποινής! Το κείμενο που ακολουθεί, κείμενο αυθεντικό, ίσως σου δώσει, αγαπητέ αναγνώστη  να καταλάβεις τι σημαίνει παλούκωμα.

«Ο Αμπιντάγκα, όταν του στείλανε μήνυμα πως ήταν όλα έτοιμα, πετάχτηκε για μια φορά ακόμα ως την καλύβα. Στο πάτωμα βρισκόταν απλωμένη μια σούβλα από βαλανιδιά, γύρω στους τέσσερις πήχες, μυτερή όπως έπρεπε, με σιδερένια άκρη, λεπτή, κοφτερή κι αλειμμένη πέρα για πέρα με ξίγκι. Εκεί πάνω στις σκαλωσιές είχαν καρφωθεί τα δοκάρια όπου ανάμεσα τους θα στερέωναν τη σούβλα και θα την κάρφωναν  κι ήταν ακόμα κι ένα ξύλινο σφυρί για το σπρώξιμο της σούβλας, σκοινιά κι ό,τι άλλο χρειαζούμενο… Άκου με, μωρέ, αν όλα δε  γίνουν κατά πώς πρέπει κι αν με ρεζιλέψεις, μη φανείτε μπροστά μου, ούτε συ ούτε κείνος ο αχαϊρευτος ο γύφτος, θα σας πνίξω στο Δρίνο σαν τυφλοκούταβα. Και γυρίζοντας στο γύφτο που τον είχε πιάσει τρεμούλα, πρόσθεσε –έξι γρόσια έχεις για τη δουλειά κι άλλα έξι για να μείνει ζωντανός μέχρι να νυχτώσει…ανάμεσα σε μια δεκάδα σεϊμένηδες ο Ράντισαβ περπατάει με τη μακριά άσπρη και μυτερή σούβλα στην πλάτη του, πίσω του ο Μερτζιάν με δύο ακόμα γύφτους, βοηθούς του… εκεί πάνω από το νερό, είχε στηθεί κάτι σαν εξέδρα,  σαν σκηνή θεάτρου βρίσκονταν οι τρείς γύφτοι, ένώ οι υππόλοιποι σκόρπισαν γύρω από τη σκαλωσιά… πρόσταξαν το Ράντισαβ να ξαπλώσει… οι γύφτοι άρχισαν να τον ξεντύνουν… ξάπλωσε με το πρόσωπο καταγής. Οι γύφτοι συνεχίζοντας τη δουλειά τους, του έδεσαν πρώτα τα χέρια πισθάγκωνα και μετά ένα ένα τα πόδια γύρω από τον αστράγαλο, με ξεχωριστά σκοινιά. Τέντωσαν το κάθε σκοινί από την κάθε μεριά και του άνοιξαν όσο έπαιρνε τα πόδια. Στο μεταξύ ο Μερτζιάν τοποθέτησε τη σούβλα πάνω σε δυό μικρά ξύλινα στηρίγματα, έτσι ώστε η μύτη της να βρεθεί ανάμεσα στα πόδια του χωριάτη.  Ύστερα άβγαλε από το ζουνάρι του ένα κοντόφαρδο μαχαίρι, γονάτισε κοντά στον ακίνητο μελοθάνατο κι έσκυψε να του κόψει  το ύφασμα του παντελονιού του ανάμεσα στα πόδια και να φαρδύνει το άνοιγμα  όπου η σούβλα θα έμπαινε στο κορμί. Αυτό το φρικτότερο μέρος του έργου του δημίου ήταν, ευτυχώς, αόρατο για τον κόσμο που παρακολουθούσε, κατάλαβαν μονάχα το αναπήδημα του δεμένου κορμιού από το ταχύ βύθισμα του μαχαιριού… μόλις ο γύφτος τελείωσε αυτή τη δουλειά, πήδηξε κι έπιασε το ξύλινο σφυρί κι άρχισε μ’ αυτό να χτυπάει το πίσω μέρος της σούβλας με ανάλαφρα και καλά υπολογισμένα χτυπήματα. Ανάμεσα σε δύο χτυπήματα σταματούσε λίγο κι εξέταζε πρώτα το κορμί όπου μπηγόταν η σούβλα κι ύστερα γύριζε  κι ορμήνευε τους δύο γύφτους  να τραβάνε απαλά κι ισόμερα το σκοινί.  Το κορμί του χωριάτη με τα τεντωμένα σκέλια συσπόταν  και με κάθε χτύπημα η ραχοκοκαλιά του μαζευόταν και διπλωνόταν, αλλά τα σκοινιά την ίσιωναν ξανά. Η σιωπή και στις δύο όχθες ήταν τέτοια, που ξεχώριζε καθαρά το κάθε χτύπημα, αλλά κι ο αντίλαλός του… ολάκερο εκείνο το τεντωμένο και βασανισμένο κορμί έβγαζε από μέσα του κάτι σαν τρίξιμο, σαν σπάσιμο, όπως ακούγεται ένας φράχτης που τσαλαπατιέται  ή ένα δένδρο που τσακίζεται… ο γύφτος πλησίαζε το τεντωμένο σώμα  και κοίταζε αν η σούβλα προχωράει σωστά, κι όταν βεβαιωνόταν πως δεν χάλασε κανένα από τα βασικά εσωτερικά όργανα, γύριζε   και συνέχιζε τη δουλειά του… σε κάποια στιγμή τα χτυπήματα σταμάτησαν. Ο Μερτζιάν πρόσεξε πως η κορυφή της δεξιάς πλάτης τεντώνεται και το δέρμα ανασηκώνεται. Πλησίασε γρήγορα και πάνω στο σημείο  εκείνο χάραξε με το μαχαίρι την πλάτη σταυρωτά. Ένα ανοιχτόχρωμο αίμα έτρεξε από την πληγή, δύο τρία ανάλαφρα και προσεκτικά χτυπήματα  και άρχισε να φαίνεται η σιδερένια μύτη της σούβλας… μερικά ακόμα χτυπήματα και η μύτη έφτασε στο ύψος του δεξιού αφτιού. Ο άνθρωπος σουβλίστηκε σαν αρνί, μόνο που η άκρη δεν βγήκε από το στόμα αλλά από την πλάτη και δεν πειράχτηκαν  τα σπλάχνα, η καρδιά και τα πνευμόνια. Ο Μερτζιάν εξέτασε το ακίνητο σώμα, οι άλλοι δύο γύφτοι γύρισαν ανάσκελα το άκαμπτο σώμα κι άρχισαν να του δένουν τα κάτω μέρη των ποδιών πάνω στη σούβλα. Ο Μερτζιάν κοίταζε να δεί αν ο άνθρωπος είναι ακόμα ζωντανός και παρατηρούσε προσεκτικά το πρόσωπό του που ξαφνικά φούσκωσε, πλάτυνε και μεγάλωσε. Τα μάτια του ήταν ορθάνοιχτα  κι ανήσυχα, τα βλέφαρα όμως ακίνητα, το στόμα χαλαρωμένο και τα χείλη του πετρωμένα… η καρδιά του όμως χτυπούσε σιγανά και τα πνευμόνια του δούλευαν … οι δύο γύφτοι τον σήκωσαν σαν κριάρι στη σούβλα, κάρφωσαν τη σούβλα με μεγάλα καρφιά, με ένα πέταυρο  στήριξαν το πίσω μέρος… όταν τελείωσαν τραβήχτηκαν πιο πέρα… στον άδειο χώρο έμεινε μόνος του, δύο πήχες ψηλά, ολόισιος, τεντωμένος και γυμνός ως τη μέση , ο παλουκωμένος. Βουητό κι αναταραχή δημιουργήθηκε από το πλήθος… μερικοί χαμήλωσαν το βλέμμα τους, ενώ άλλοι πήραν το δρόμο για τα σπίτια τους χωρίς να κοιτάζουν πίσω… ο τρόμος πάγωνε τα σωθικά και λύγιζε τα γόνατά τους, ανήμποροι να κουνηθούν… Πάνω στη σούβλα  έτρεχε ένα αχνό αυλάκι από αίμα. Ήταν ζωντανός, είχε τις αισθήσεις του. Τα πλευρά του ανεβοκατέβαιναν, οι φλέβες του λαιμού του χτυπούσαν, τα μάτια του στριφογύριζαν αργά χωρίς σταματημό… οι γύφτοι μάζεψαν τα σύνεργά τους κι όλοι μαζί  πέρασαν από τη σκαλωσιά στην όχθη… ο ντιλάλης ακούγονταν να διαλαλεί για τη σκληρή τιμωρία του κακούργου…».

Με ποιο τρόπο θα τιμηθεί ετούτος ο τρανός ήρωας;

Με ένα λογίδριο, μια επιμνημόσυνο δέηση και ένα δάφνινο;

Μήπως του αξίζουν περισσότερες τιμές, τιμές ανάλογες με τη θυσία του και τον ολέθριο θάνατο;


«Το γεφύρι του Δρίνου» του Ίβο Άντριτς, εκδ. ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ, 1997.

    

 

Απόψεις

➥ Eικόνες από τις όμορφες εκδηλώσεις, που διοργάνωσαν οι Σύλλογοι Γυναικών Αμφίκλειας, Ελάτειας και Κάτω Τιθορέας για να τιμήσουν την γιορτή της Μητέρας.
randomness