Καθημερινή Αδέσμευτη Εφημερίδα

  Αριθμός Πιστοποίησης: Μ.Η.Τ. 242014

ΑΝΔΡΕΙΑΣ ΕΓΚΩΜΙΟ

Γράφει ο Αθαν. Δημ. Γκίκας, Μαθηματικός

 

Υπάρχει χώρα των ζωντανών και χώρα των νεκρών. Το γεφύρι που τις συνδέει είναι η στοργική μνήμη των ζωντανών για τους νεκρούς, που γίνεται μοναδικός δρόμος επιβίωσης και μοναδικό νόημα.

Στις 28 Οκτωβρίου του 1940 η Ελλάδα τινάχτηκε όρθια και λογαριάστηκε στους μεγάλους. Γρήγορα όμως τα μεγαλεία ξεχάστηκαν. Η κατοχή έφερε τα πάνω-κάτω. Πολλών η αξιοπρέπεια έγινε κουρέλι. Όμως το Μήτσο το ζευγά και τη γυναίκα του Βασιλική, όταν τους φώναζαν οι συγχωριανοί έβαζαν μπροστά το «κύριε» κυρ Μήτσο και κυρά Βασιλική τους έκραζαν. Τους τίτλους αυτούς τους κέρδισαν με την αξιοπρέπεια, την παλληκαριά και τη σωφροσύνη τους.

- Πολέμησες παππού στην Αλβανία;Ρώτησε ένα από τα εγγόνια του, που φέρνει και τ’ όνομά του, ανήμερα 28 Οκτωβρίου και έκανε με την ερώτησή του τα άλλα να σταματήσουν το παιχνίδι. Ποτέ δεν μας είπες κάτι απ’ τον πόλεμο. Πες μας για μια νίκη, για μια ήττα.

- Ο πόλεμος δεν έγινε μόνο στ’ Αλβανικά βουνά . γινόταν κάθε μέρα της κατοχής. Σηκώθηκε, γύρισε την πλάτη κι απομακρύνθηκε.

-                Αφήστε τον παππού . θα σας πω εγώ μια αληθινή ιστορία, χωρίς φαντασία, αλλά και λίγη φαντασία να είχε δε θα έβλαπτε. Η φαντασία μας επιτρέπει να βλέπουμε τα πράγματα, τόσο στις πραγματικές, όσο και στις ιδανικές τους διαστάσεις.

Εκείνος που ήταν πρωταγωνιστής της ιστορίας, ίσως συντριβόμενος από το μεγαλείο της, μιλούσε σπάνια για το κατόρθωμά του. Σχεδόν ποτέ δεν άκουσα κάτι από τα χείλη του . από τον μπάρμπα-Σταμάτη το έμαθα.

Σ’ εκείνους που δεν έζησαν τα δύσκολα χρόνια της κατοχής θα φανεί απίστευτη, γιατί αδυνατούν να παραδεχτούν ότι απλοί άνθρωποι τίμησαν μερικές σταθερές αξίες, χωρίς να έχουν πολυαναλύσει το νόημά τους, όπως την Ελευθερία, την Οικογένεια, την Πατρίδα, και η τιμή γύρισε απάνω τους.

Μετά ήρθαν οι «σύνθετοι» άνθρωποι, οι σπουδαγμένοι που μίλησαν γι’ αυτές και το βαθύτερο νόημά τους, τις τύλιξαν με κριτικά σχόλια, ώσπου χάθηκαν οι αξίες και η δική τους αξιοσύνη.

-Ήταν παιδιά, Αύγουστος του 1943. Ο Ήλιος είχε από ώρα τσακίσει πίσω από τις κορυφές του Τυμφρηστού κι έβαφε ρόδινη τη Δύση. Για το ζευγά το Μήτσο η δουλειά δεν είχε τελειώσει. Απεναντίας, ερμηνεύοντας, το ρόδισμα της Δύσης ως σημάδι , ότι θα σηκωθεί εκείνος ο ζεστός Δυτικός άνεμος, ο λίβας, που ξεδροσίζει τα χωράφια, βάλθηκε να συνεχίσει το όργωμα, όσο το μάτι των αλόγων δε θα έχανε την αυλακιά, κι ας γνώριζε ότι παράβαινε την διαταγή του κατακτητή για «απαγόρευση της κυκλοφορίας μετά τη Δύση του Ήλιου».

Με το καμτσίκι φοβέριζε τα άλογα ν’ αλλάζουν γρήγορα τα ποδάρια τους . αυτός με το ένα χέρι κρατά το χερούλι από το αλέτρι και με το άλλο τα γκέμια και τρέχει ασταμάτητα ξοπίσω τους.

Το κουράγιο του ζευγαριού εξαντλήθηκε. Την ψαριά  φοράδα την τσάκισε ο ιδρώτας της κόπωσης, οι λαιμαργίες άφρισαν. Έδωσαν όλη την ικμάδα τους, από πολύ νωρίς πριν ο Ήλιος ανατείλει. Πάλι παραβάτης της κατοχικής εντολής ήταν, αλλά δεν τα λογάριαζε αυτά.  Ο μόνος που δεν είχε αποκάμει ήταν ο ζευγάς. Έπρεπε με την σκληρή εργασία του να εξασφαλίσει τα αναγκαία στην οκταμελή φαμελιά του.

Ξέζεψε τα ζωντανά καταμεσής στην αυλακιά, άφησε τεντωμένες τις αλυσίδες για να είναι έτοιμες για το ζέψιμο της επόμενης μέρας. Δεν παρέλειψε να τροχίσει το υνί για να σκίζει ευκολότερα το χώμα.  

-                Να ξέρετε καλά ότι όποιος τροχίζει το ατσάλι ακονίζει και το θάρρος του, που του ήταν απαραίτητο για ν’ αντιμετωπίσει αυτά που τον περίμεναν στο γυρισμό.

Σαμάρωσε το μεγαλόσωμο «ντορί» κρέμασε στο «κοτσάκι» του σαμαριού το τράστο, έτσι ανέπαφο, όπως του το ετοίμασε η κυρά του, η Βασιλική την αυγή. Που να βρει καιρό για κολατσιό ! Βιαζόταν να τελειώσει πριν ξεγρασίσει το χωράφι.

Σέρνει από το καπίστρι τ’ αποσταμένα άλογα αυτός που απαιτούσε να εξαντλήσουν και την τελευταία ικμάδα τους στο χωράφι, έδειχνε τον απαιτούμενο σεβασμό στην κόπωσή τους. Δεν μπήκε καβάλα . τ’ άλογα είχαν αποκάμει, αυτός άντεχε ακόμα. Φιλόζωος, υπολογιστής; πέστε τον όπως θέλετε . ήταν πάντως αληθινός.

Τάχυνε το βήμα του, για να φτάσει μια ώρα αρχύτερα στο σπίτι. Όχι τόσο γιατί ήταν παραβάτης της διαταγής του κατακτητή, αλλά γιατί τον περίμενε η κυρά του η Βασιλική με το τσουκάλι νερό στο χέρι, να του γείρει τις ροζιασμένες παλάμες του, για να διώξει τον ιδρώτα και τη σκόνη από πάνω του.

Η κυρά Βασιλική, πρόσωπο όμορφο, ή προσωποποίηση της ομορφιάς και της αλήθειας σε ομορφιά . τόσο ζεστή που έκανε τις καρδιές να ραγίζουν από αγάπη, σεβασμό και δέος.

Αξιαγάπητο πρόσωπο . σε καθησύχαζε αν τυχόν φοβόσουν με καλοσύνη και ειλικρίνεια. Ένα τέτοιο πρόσωπο να υπάρχει μέσα σε μια οικογένεια, σε κάνει ν’ αγαπήσεις και τα υπόλοιπα μέλη.

Αυτή η ομορφιά υπήρχε διπλά στην οικογένεια όλη την ώρα και για τα επόμενα της κατοχής χρόνια. Πολλοί δεν την καταλάβαιναν.

-Η φανέλλα και το σώβρακο καθαρά, τον περίμεναν ακουμπισμένα στην ψάθινη καρέκλα ν’ αντικαταστήσουν τα νοτισμένα από τον ιδρώτα, που ανακατεμένος με τη σκόνη, είχαν γίνει λάσπη στους μηρούς και τη μέση. Τον ξεκούραζε αυτή η αλλαγή και τον έκανε πάλι έτοιμο να ριχτεί στη δουλειά.

Βάδιζε προς το σπίτι σκυφτός και σχεδίαζε πως θα ξαυλακίσει το διπλανό χωράφι 25 στρέμματα μονοκόμματο. 

-Τι θα πει ξαυλακίσει;

-Να τραβήξει την πρώτη αυλακιά είναι το δύσκολο. Μετράς δρασκελιές για να βρεις τη μέση, πρέπει ύστερα να πειθαρχήσεις το ζευγάρι για να βαδίσει ευθεία, ώστε να είναι αυτή η αυλακιά οδηγός για τις πολλές άλλες που θ’ ακολουθήσουν.

Η πρώτη αυλακιά παιδιά είναι σαν τον αριθμό «ένα», αυτόν άμα κατανοήσεις, κατανοείς και τους άλλους αμέτρητους που ακολουθούν χωρίς πέρας.

-Με αυτές τις σκέψεις ο Μήτσος ο ζευγάς χωρίς να το καταλάβει έφτασε στο δρόμο, φάτσα στο δίπατο σπίτι του με τα δυο λυγερόκορμα κυπαρίσσια με το μαυροπράσινό τους πένθιμο χρώμα, ταιριαστό στην κατάσταση που βίωνε ο τόπος.

Το πεπόνι που κρατούσε παραμάσκαλα μοσχομύριζε και σκεφτόταν τη χαρά που θα έπαιρναν τα 6 παιδιά του, όταν θα το τεμάχιζε στο τραπέζι. Ήταν το πρώτο που έδωσε τούτη η χρονιά.

-Στην αυλή είδε αναστάτωση. Σαν το σκυλί που οσμίζεται τον κίνδυνο προσπάθησε να ταχύνει το βήμα του. Τα ζώα δεν τον ακολουθούσαν. Τα παράτησε καταμεσίς του δρόμου και έφτασε ασθμαίνοντας στην αυλή.

Στρατιώτης του κατακτητή έβαλε στο μάτι τη μεγάλη κόρη ζευγά. Έτσι όμορφη και γαλανομάτα που ήταν. Πίστεψε ότι όλα του ανήκουν, αφού εξέφραζε τη δύναμη με το όπλο που είχε κρεμασμένο τον ώμο του.

Τα μικρότερα από τα 6 παιδιά του οσμίζονται τον κίνδυνο, χωρίς να τον πολυκαταλαβαίνουν και άρχισαν να φωνάζουν τη μάνα, που εκείνη την ώρα έλειπε στο αμπέλι, καμμμία πενηνταριά μέτρα μακρύτερα.

-Σαν είδε ο ζευγάς τη σκηνή τα μηνίγγια του άρχισαν να σφυροκοπούν και ξύπνησε μέσα του τον θηρίο.

-Τι πράμα είναι αυτό το θηρίο; ρώτησαν τα εγγόνια.

-Κάθε άνθρωπος έχει μέσα του τον καλό και τον κακό εαυτό του. Από την ώρα που ετοιμάζεται να ορμήσει στον εχθρό, αφήνει κατά μέρος τον καλό δηλ. εκείνο το κομμάτι του εαυτού του, που τον κάνει να παίρνει χαρά από τα παιδιά του, να τραγουδά, να χαίρεται το οικογενειακό τραπέζι, να καμαρώνει βλέποντας τα παιδιά του να προκόβουν.

Έδιωξε από τη μασχάλη το πεπόνι που τον βάραινε, όπως έδιωξε απ’ την καρδιά του την τρυφερότητα, το φόβο, την καλοσύνη και χωρίς να χάσει καιρό αρπάζει το νεαρό παιδόπουλο με το ένα χέρι από το λαιμό και με το άλλο του παίρνει το τουφέκι.

Που να παραβγεί το παιδαρέλι των 20-25 χρόνων μπροστά στον ψημένο άντρα, τον πολυδουλεμένο, τον φαμελίτη, που την δύναμή του εκείνη την ώρα πολλαπλασίαζε όχι μόνο το άδικο που του γινόταν, αλλά και τα βλέμματα των μελών της οικογένειας, που ήταν καρφωμένα απάνω του.

Η σύγκρουση ασφαλώς ήταν άνιση. Το παιδαρέλι έκανε βόλτα με το τουφέκι στον ώμο και ο Μήτσος ο ζευγάς, που για 6 χρόνια ήταν εύζωνας σε Ουκρανία και Μικρασία, έκανε βόλτα με το θάνατο, με το όπλο όχι κρεμασμένο, αλλά με το δάχτυλο στη σκανδάλη.

Τον κόλλησε στον τοίχο, χωρίς τα ποδάρια του ν’ ακουμπάνε στη γη, όπως ο Ηρακλής τον Ανταίο. Έβγαλε τη γλώσσα έξω ο στρατιώτης και τα μάτια του έτοιμα να πεταχτούν έξω από τις κόγχες.

Πόσο τον κράτησε έτσι; Η φωνή της γυναίκας του Βασιλικής, που έφτασε λαχανιασμένη ήλθε στην κατάλληλη στιγμή ως συμβουλή.

-Καλά θα τον πνίξεις, που θα τον θάψεις καψερέ και ’μεις τι θ’ απογίνουμε άμα σε στήσουν στο απόσπασμα;  

-Έπαιρνε γρήγορα τις αποφάσεις. Τον άφησε να πατήσει στη Γη και αμέσως του κολλάει το όπλο στα πλευρά κι άρχισε να τον σπρώχνει.

Τον έσπρωχνε με το τουφέκι του . τον πήγαινε γραμμή στο διοικητή του. Θα καταλάβαινε άραγε ο διοικητής το άδικο, ή πήγαινε μόνος του στο στόμα του λύκου;

Αυτά σκέπτονταν οι γείτονες, που κοίταζαν πίσω από τα κουρτινάκια των σφαλιστών παραθύρων, χωρίς να κάνουν κάτι. Μέσα τους ίσως θαύμαζαν τον άντρα, τα γόνατά τους όμως δε βάσταγαν για συνδρομή. «Η μεν καρδιά πρόθυμος η δε σάρξ ασθενής».

-Ίσως και η καρδιά τους να μην ήταν τόσο πρόθυμη. Μπορεί να ζήλευαν τον καλό νοικοκύρη, τον οικογενειάρχη, τον προκομμένο στη ζωή. Η ζήλια είναι κακός σύμβουλος. Η αγάπη μπορεί να πεθαίνει με το θάνατο, η ζήλια όμως ποτέ.

Μέσα τους τον παραδέχονταν, αλλά πάντα κρατούσαν άμυνα για να μην τον αποδεχτούν. Ήταν γι’ αυτούς ό,τι πιο πολύ εκτιμούσαν και συγχρόνως ότι ανέχονταν λιγότερο. Ήταν ο καθρέφτης τους. Κανένας δεν αγαπάει τον καθρέφτη που του δείχνει τις ρυτίδες του.

-Έσπρωχνε με το τουφέκι το φαντάρο, αλλά συγχρόνως έσπρωχνε στην άκρη το λιγοστό του φόβο, που προερχόταν από τη σκέψη μη συναντήσει στο δρόμο εχθρική περίπολο, η οποία από συναδελφική αλληλεγγύη του ανάψει πισώπλατα μπαταρία, για να ελευθερώσουν το θρασίμι.

Όσο για το διοικητή πίστευε ότι θα τον καταλάβαινε. Έφερνε στο νου το δικό του δ/τη στη Μικρασία, τον Πλαστήρα, τον μαύρο καβαλάρη, που τηρούσε καταγράμμα το στρατιωτικό κώδικα. 

Τι είπε στο Δ/τή ο Μήτσος, πως του εξήγησε τα γεγονότα και πως συνεννοήθηκαν κανένας άλλος δε γνωρίζει. Το μόνο βέβαιο είναι ότι του έδειξε την πόρτα για να φύγει ελεύθερος.

Μπορεί απ’ το χρώμα του στρατιώτη, που ήταν άσπρο σαν το χασέ, να κατάλαβε το άδικο, μπορεί να είχε και αυτός αρχές και κώδικες συμπεριφοράς.

Μπορεί εκείνη τη στιγμή να έσμιξαν στα εσώτερα τον Δ/τή τα δυο μισά του καλού και κακού εαυτού. Αυτό το σμίξιμο της συμπόνιας και του μίσους κάνει τον άνθρωπο να σκέφτεται σωστά και ν’ αποδίδει δικαιοσύνη.  

-Στο σπίτι η γυναίκα του Βασιλική μάζευε τα απαραίτητα και έδινε οδηγίες στα μεγαλύτερα να πάνε να κρυφτούν στο αμπέλι πριν ξεσπάσει το κακό. Ενημέρωσε δε τη συννυφάδα της να έχει τον νου της στα μικρότερα. Η ίδια θα πήγαινε στη Λαμία. Η γυναίκα του γιατρού που την ξεγένναγε ήταν Γερμανίδα. Θα της ζητούσε τη μεσιτεία της, αν το μοιραίο δεν είχε συμβεί στο διάστημα των 3 ωρών, που χρειαζόταν για να φτάσει ποδαράτο στη Λαμία.

-Το χλιμίντρισμα όμως της φοράδας που οσμίστηκε τον αφέντη της, έκανε τη φαμίλια να πεταχτεί έξω από το σπίτι. Ο Μήτσος γύριζε σκυφτός και γαλήνιος με τις  παλάμες σταυρωτές πίσω στη μέση.

Μόλις διάβηκε το κατώφλι έκανε το σταυρό του. «Ε Παναγία μου δόξα να ‘χεις». Την ίδια Παναγιά άλλοτε τη δόξαζε και άλλοτε τη βλαστήμαγε, αν το ζευγάρι δεν όργωνε καλά την αυλακιά, ή η Γη δεν έδινε τόσα όσα ο ίδιος περίμενε για να θρέψει την φαμελιά του. Δεν ήταν άγιος . άνθρωπος ήταν και αυτός με τα ελαττώματά του.

-Άντε Βασιλική φέρε το τσουκάλι να πλύνω το πρόσωπο και τα χέρια. Αυτά είχαν περισσότερο ανάγκη μια και ήρθαν σ’ επαφή με το κακό.

-Ήταν ψηλός, λεπτός, λεβέντης . όμως, τότε, στα παιδικά μας μάτια, φάνηκε σα να ψήλωσε κι άλλο και ας ήταν σκυφτός από την κούραση και το βάρος της κατάστασης που πρωταγωνίστησε πριν λίγο. Στο μέτωπό του δυο ζάρες και το αριστερό του φρύδι ανασηκωμένο, δείγμα ότι είχε μέσα του ακόμα φουρτούνα και ας προσπαθούσε να φανεί ήρεμος.

Πάντα, όταν θύμωνε, ανασηκωνόταν το αριστερό του φρύδι και δε βρισκόταν σε αρμονία με το όμορφο σταράτο πρόσωπό του με τα πράσινα μάτια.

Ο ίδιος, όπως σας είπα στην αρχή, ποτέ δεν μίλησε για το συμβάν . και ξέρετε παιδιά γιατί;

-Μας το είπες και το θυμόμαστε: Οι πραγματικοί πρωταγωνιστές τέτοιας ιστορίας, συντριβόμενοι από το μεγαλείο της μιλούν σπάνια, είπε το παιδί που φέρνει και το όνομά του.

-Πλύθηκε, άλλαξε και βγήκε έξω να δώσει τριφύλλι στα ζωντανά, για να είναι την επαύριο έτοιμα να βγάλουν τη σποριά με μια ανάσα. Ο ίδιος καταπιάστηκε πάλι με το τρόχισμα του δεύτερου υνιού.

-Τρόχιζε και πάλι το θάρρος του είπαν τα παιδιά.

-Την άλλη μέρα, την ώρα που γύριζε από το χωράφι, δυο τρεις κατακτητές οπλισμένοι πυροβόλησαν και σκότωσαν 4-5 κότες και το γουρούνι που το έτρεφε η οικογένεια για τα Χριστούγεννα.

Ήταν ξέσπασμα της ντροπής τους στα ζωντανά ή σχέδιο πρόκλησης, για να τον βγάλουν από τη μέση σε περίπτωση βίαιης αντίδρασής του;

-Ζάρωσε το μέτωπο, τ’ αριστερό του φρύδι ανασηκώθηκε, όπως του λύκου η τρίχα, όταν οσμίζεται τον κίνδυνο, πήρε βαθειά ανάσα απ’ τα ρουθούνια που σφύριξαν και μούγγρισε με σφιχτά τα δόντια:

«… τα καντήλια σας».

Πρόλαβε όμως και τον άρπαξε η γυναίκα του Βασιλική. Δεν ήταν κατάλληλη στιγμή για άλλους ηρωισμούς. Η φαμελιά τον χρειαζόταν περισσότερο ζωντανό παρά ήρωα και νεκρό. Τον έσπρωξε μέσα στο κουζινάκι της αυλής.

Εκεί βολτάριζε, μούγγριζε και βλαστήμαγε που δεν μπόρεσε να πολεμήσει άλλη μια φορά το άδικο που του γινόταν.

Ανάμεσα στις βλαστήμιες στράφηκε προς τα παιδιά του και τους είπε:

-Ακούτε καλά . το άδικο να το πολεμάτε όπου και να το βλέπετε, τότε θα γίνεται σωστοί άνθρωποι

-Αυτή η συμβουλή άνοιξε στις καρδιές των παιδιών καινούργιες διαστάσεις του κόσμου και ώριμοι πια, πασχίζουν να πορεύονται σύμφωνα με την πατρική εντολή.

-Αυτή ήταν η ιστορία που είχα να σας πω μέρα που είναι σήμερα. Αυτός ο άνδρας υπερασπίστηκε την οικογένειά του βάζοντας σε ύψιστο κίνδυνο τη ζωή του. Υπερασπίστηκε και την τιμή ολόκληρου του χωριού. Δεν έταξε κανένα κοινωνικό σκοπό στην πάλη αυτή. Πάλεψε για να διατηρήσει στη ζωή ακεραία την αξιοπρέπεια της οικογένειας.

Δυστυχώς η ατομικότητα δεν διαμορφώνεται σήμερα από ιστορικά, οικογενειακά, επιστημονικά πρότυπα, αλλά από πρωταγωνιστές της TV που συγκροτούν με την καθολική τους αναγνωρισιμότητα, τα τρέχοντα παραδείγματα προς μίμηση. Αυτό δε σημαίνει ότι η κοινωνία μας πηγαίνει προς το μηδενισμό . σίγουρα όμως ο άξονάς της γέρνει προς το ελαφρύ και το ασήμαντο, παραγκωνίζοντας θεμελιώδεις αξίες ζωής και πολιτισμού.

Δυστυχώς αξιολογικό κριτήριο είναι η οικονομική μεγαλοσύνη του ατόμου, δείγμα της χαμηλής στάθμης των καιρών. Αυτό είναι το χειρότερο αξιολογικό κριτήριο, γεμάτο μωρία.

-Εγώ παιδιά τιμώ σήμερα τον απλό ζευγά. Αξίζει σας λέω τον κόπο να τον τιμήσετε και ’σεις.

-Άσε καταλάβαμε ! Οι πρωταγωνιστές της ιστορίας ήταν ο παππούς ο Μήτσος ο Γκίκας και η γιαγιά Βασιλική είπαν με ένα στόμα τα παιδιά.

 

 

 

 

Απόψεις

☛ Στη βιβλιοθήκη του Γενικού Νοσοκομείου Λαμίας βρέθηκε ταξιδεύοντας για τη Θεσσαλονίκη η γραμματέας εθελοντισμού της ΝΔ Πίστη Κρυσταλλίδου.Η κ. Κρυσταλλίδου παρέδωσε...

Ενημερωτικά δελτία

Ενημερωθείτε άμεσα από την εφημερίδα μας για τις τελευταίες ειδήσεις μέσα από την ηλεκτρονική σας διεύθυνση.

Μηνιαίο αρχείο ειδήσεων

randomness