Καθημερινή Αδέσμευτη Εφημερίδα

«Καμήλες και Ντιβιτζήδες» - Ένα μοναδικό πρωτοχρονιάτικο δρώμενο στον νομό Φθιώτιδας

Γράφει η Ευαγγελία Δημοπούλου,

Ιστορικός - Αρχαιολόγος

 

Το έθιμο της “Καμήλας και του Ντιβιτζή” είναι το πιο σημαίνον και το πλέον αγαπημένο των Ανατολικορωμυλιωτών προσφύγων, οι οποίοι προέρχονται από τα χωριά της επαρχίας Καβακλή της Ανατολικής Ρωμυλίας- Βόρειας Θράκης. Η περιοχή της Ανατολικής Ρωμυλίας που περιλαμβάνεται σήμερα στη Βουλγαρία, είχε κραταιό  το ελληνικό στοιχείο ως τις αρχές του 20ου αιώνα, όμως μετά από εκτεταμένες εκκαθαρίσεις οι Έλληνες της Βουλγαρίας οι Έλληνες πήραν τον δρόμο της προσφυγιάς.

Ένα από τα μέρη της εγκατάστασης τους ήταν και η Φθιώτιδα, ενώ οι απόγονοι τους σήμερα είναι εγκατεστημένοι στο Νέο Μοναστήρι του δήμου Δομοκού. Σχεδόν ένα αιώνα μετά οι κάτοικοι του Νέου Μοναστηρίου αναβιώνουν απαρέγκλιτα το δρώμενο με ιδιαίτερη ζέση αποτίοντας φόρο τιμής στις αλησμόνητες πατρογονικές τους πατρίδες και στους προγόνους τους.

Το έθιμο συμβάλλει έμπρακτα στην ανάδειξη της σημασίας της μακραίωνης λαογραφικής παράδοσης του ελληνισμού ενώ παράλληλα καλλιεργεί τον σεβασμό στην πολιτιστική ποικιλομορφία, αφού αποτελεί μοναδικό έθιμο για την περιοχή της Φθιώτιδας και εν γένει της περιφέρειας Στερεάς Ελλάδος. Επίσης, αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα στοιχεία συλλογικής ταυτότητας και αυτοπροσδιορισμού των απανταχού Ανατολικορωμυλιωτών.

Το έθιμό αυτό δεν συμβάλει μόνο στη διατήρηση της μνήμης των προσφυγικών και εκτοπισμένων πληθυσμών. Το συγκεκριμένο έθιμο αντανακλά όλες τις περίοδούς της ελληνικής ιστορίας από τα βακχικά δρώμενα της αρχαιότητας, τη συλλογικότητα των ελληνικών κοινοτήτων και τις χαμένες πατρίδες που ο πολιτισμός τους αναβιώνει από τους απογόνους των προσφύγων. Οι ρίζες του εθίμου χάνονται στο βάθος των αιώνων, αφού παραπέμπει στην αρχαιότητα και πιο συγκεκριμένα στις γιορτές προς τιμή του θεού Διόνυσου, όπου μεταμφιεσμένοι άνθρωποι χόρευαν σε φρενήρεις ρυθμούς.

Επίσης, έχει διττό χαρακτήρα, αφού είναι παράλληλα ευετηριακό (ευ+έτος), δηλαδή εξασφαλίζει την «καλοχρονία» αλλά είναι συνάμα και ψυχαγωγικό. Κατά την τέλεσή του εμπεριέχει συμβολισμούς γονιμότητας -ανθρώπων και γης- ενώ παράλληλα οι συμμετέχοντες στο δρώμενο καλούν τη φύση να ξυπνήσει από το χειμέριο ύπνο, δίνοντάς τους τα απαραίτητα για την επιβίωσή τους. 

Τέλος, το δρώμενο ανήκει στον κύκλο μεταμφιέσεων του δωδεκαήμερου (των δώδεκα ημερών από την εορτή των Χριστουγέννων έως τα Θεοφάνια).

Η πραγματοποίηση του  αρχίζει νωρίς το βράδυ παραμονής της Πρωτοχρονιάς και ολοκληρώνεται αργά το βράδυ ανήμερα της πρώτης ημέρας του χρόνου.

Τα εθιμοτυπικά στοιχεία κατά τη διάρκεια του διημέρου έχουν έντονο το λαογραφικό στοιχείο αλλά και συμβολισμούς οι οποίοι αντανακλούν την ουσία του δρώμενου με τους «πρωταγωνιστές» του εθίμου να έχουν έναν συγκεκριμένο ρόλο. Οι προετοιμασίες για την πραγματοποίηση του δρώμενου ξεκινούν από τις αρχές του Δεκέμβρη με τη συμμετοχή σύσσωμης της κοινότητας, ενώ εάν χρειάζεται μια καινούργια κατασκευή, τότε οι προετοιμασίες αρχίζουν πολύ νωρίτερα.

 


Οι Ντιβιτζήδες, προετοιμάζουν την ποικιλόμορφη φορεσιά τους, επιδιορθώνοντας φθορές που έχουν προκληθεί και συμπληρώνοντας στοιχεία τα οποία λείπουν, λόγω προηγούμενης χρήσης. 
Οι καμηλτζήδες επίσης επιθεωρούν και αποκαθιστούν τυχόν ζημιές που έχουν προκληθεί στο ομοίωμα της καμήλας, ελέγχουν, καθαρίζουν και γυαλίζουν με ιδιαίτερη προσοχή τα κουδούνια, τα οποία είναι κρεμασμένα στο σώμα της καμήλας, για να πετύχουν το δυνατότερο κτύπημα, δημιουργώντας έντονο θόρυβο.

Οι σάρτες (παρέες καλαντιστών) συναντώνται, ανασυγκροτούνται η συμπληρώνονται με νέα μέλη και με τις οδηγίες του Σταλονίκη η Σταλινίκη η Σταλνίκη (επικεφαλής των καλαντιστών) προβαίνουν σε επανειλημμένες δοκιμές και πρόβες, μαθαίνοντας και λέγοντας τα κάλαντα και τα τραγούδια του εθίμου.

Έπειτα από τις προετοιμασίες, το βράδυ της παραμονής, οι «Καμήλες» οι οποίες είναι ξύλινα ομοιώματα καμήλας, με κρεμασμένα κουδούνια μπιμπίκις (μεγάλα χαλύβδινα κουδούνια) και Τούτσια (Κυπριά, μεγάλα και μακριά στρογγυλά μπρούτζινα κουδούνια) στη βάση του πλαισίου, τα οποία με τον εκκωφαντικό θόρυβο που προκαλόυν, χρησιμεύουν  στο «ξύπνημα» της κοιμισμένης από τον χειμώνα φύσης.

Ακολουθούν οι «Ντιβιτζήδες» (καμηλιέρηδες, από τη τούρκικη λέξη  Deveci = Ντεβεντζή που είναι ο καμηλιέρης, Deve= Ντεβέ στα Τούρκικα είναι η καμήλα) οι οποίοι κρατούν το “τουπούζι” (ξύλινο ρόπαλο, τουρκικά topuz=ρόπαλο), φαλλόμορφο σύμβολο γονιμότητας, με το οποίο χτυπούν τη γη, εκβιάζοντας έτσι τη γονιμότητα της.

Τα δύο πρωταγωνιστικά στοιχεία του εθίμου πλαισιώνουν οι Σάρτες (παρέες που λένε τα κάλαντα) οι οποίες το βράδυ παραμονής, επισκέπτονται όλα τα σπίτια του χωριού, ψάλλουν τα παραδοσιακά κάλαντα, τραγουδούν επαινετικά- εγκωμιαστικά τραγούδια για τα μέλη της οικογένειας και ανταλλάσσουν ευχές για καλοχρονιά και υγεία, καθώς και οι Οργανοπαίχτες οι οποίοι τους συνοδεύουν με την παραδοσιακή μουσική κατά την διάρκεια της νύχτας, παραμονή Πρωτοχρονιάς.

Έτσι, νωρίς το βράδυ παραμονής βγαίνουν οι σάρτες από τις γειτονιές (μαχαλάδες), ακολουθούμενες από το ζευγάρι  ¨Καμήλας – Ντιβιτζή¨ και συνοδευόμενες από τους μουσικούς, φιουρτζή (αυτός που παίζει φλογέρα) η γκαϊτατζή και νταγουλτζή. Οι οικοδεσπότες και τα μέλη της οικογένειας, θα προσφέρουν στις σάρτες και στην καμήλα με τον ντιβιτζή, μαζί με τα γλυκίσματα, τα κρεατικά (λουκάνικα, τεμάχια κρέατος), τα ποτά και τον “πίτα τουν παρά” (το φλουρί της πίτας, φιλοδώρημα).    

Τη δεύτερη ημέρα, ανήμερα της Πρωτοχρονιάς στην πλατεία στο μεσοχώρι, μαζί με τις καμήλες, τους ντιβιτζήδες και τους μουσικούς, πρωταγωνιστικό ρόλο έχουν οι συμμετέχοντες κάτοικοι του χωριού, καθώς και οι επισκέπτες που παρευρίσκονται.

 Στο Μικρό Μοναστήρι στο δρώμενο έχει συμμετοχή και η “μπάμπου” (γριά), την οποία υποδύεται άνδρας φορώντας  Τσούκνα (γυναικεία παραδοσιακή φορεσιά), κρατώντας στο ένα χέρι το τουπούζι και στο άλλο χέρι σπαθί, όπως και ο ντιβιτζής που ονομάζεται και “παππούς”, έχοντας και οι δυο ως αποστολή την προστασία της καμήλας.
 

Έτσι, όταν έρθει η μέρα η ερώτηση είναι η συνήθης , θα πάμε σ΄ καμήλις; Θα πάμε σ΄ ντιβιτζήδις; Η απάντηση προφανής και αναμενόμενη, αυτό καϊτηρούμι (καρτερούμε) πως και πως ούλου του χρόνου κι δε θα πάμι;   

Σημείωση: Θα ήθελα να ευχαριστήσω τον κ. Γκανίδη Δήμο, αφού χωρίς την παραχώρηση των ερευνητικών του κόπων δε θα ήταν δυνατή η συγγραφή του εν λόγω άρθρου.