Μουσειο…λόγος: «Μια σπουδαία ανακάλυψη για την ιστορία των εκλογών!»
Γράφει η Ηλιάνα Ζιώγα
Μουσειολόγος
- Επιμελήτρια Εκθέσεων
Υπ. Διδάκτωρ Μουσειολογίας
& Επικοινωνίας της Επιστήμης
Στη δεκαετία του 1960, έγινε μια σπουδαία ανακάλυψη για την ιστορία των εκλογών, βρέθηκαν περίπου 8.500 ‘ψηφοδέλτια’, πιθανότατα από το 471 π.Χ., σε μια χωματερή στην Αθήνα. Τα όστρακα, όπως ονομάζονται είναι σπασμένα κομμάτια κεραμικής, σε κάθε κομμάτι ήταν χαραγμένο το όνομα ενός υποψηφίου που ο ψηφοφόρος ήθελε να δει εξόριστο από την πόλη για τα επόμενα 10 χρόνια. Περίπου από το 487 έως το 416 π.Χ., ο εξοστρακισμός ήταν μια διαδικασία με την οποία οι Αθηναίοι πολίτες μπορούσαν να διώξουν κάποιον χωρίς δίκη.
Οι Αθηναίοι θα πραγματοποιούσαν πρώτα ψηφοφορία για το αν θα έπρεπε να γίνουν εκλογές για εξοστρακισμό. Αν συμφωνούσαν τότε όριζαν ημερομηνία για τη νέα ψηφοφορία. Ένας υποψήφιος έπρεπε να έχει τουλάχιστον 6.000 ψήφους εναντίον του για να εξοστρακιστεί και σύμφωνα με ιστορικά αρχεία αυτό συνέβη τουλάχιστον δώδεκα φορές.
Όστρακα εμφανίστηκαν κατά την περίοδο ακμής της αθηναϊκής δημοκρατίας, που επέτρεψε την άμεση συμμετοχή στη διακυβέρνηση των πολιτών της πόλης-κράτους, ενός πληθυσμού που απέκλειε τις γυναίκες, τους σκλάβους εργάτες και τους κατοίκους που γεννήθηκαν έξω από την πόλη.
Αν και ο αριθμός των πολιτών μπορούσε μερικές φορές να φτάνει τους 60.000, μια πολύ μικρότερη ομάδα ανδρών συμμετείχε ενεργά στην αθηναϊκή πολιτική.
Ο εξοστρακισμός, ως θεσμός θεσπίστηκε από τον Κλεισθένη το 508/7 π.Χ. και θα μπορούσε να είναι μια προστασία ενάντια σε οποιονδήποτε αποκτήσει υπερβολική δύναμη και επιρροή. Σχεδόν όλοι οι πολιτικοί της Αθήνας ήταν στόχοι, ακόμη και ο Περικλής.
Ο μεγάλος πολιτικός και ρήτορας , ήταν κάποτε υποψήφιος, αν και ποτέ δεν εξοστρακίστηκε.
Οι κάλπες με την τοποθέτηση γραπτών ψηφοδελτίων ήταν ασυνήθιστες στην αθηναϊκή δημοκρατία. Με κλήρωση επιλέχθηκαν υποψήφιοι για πολλές επίσημες θέσεις. Κατά τη διάρκεια των συνελεύσεων όπου οι πολίτες ψήφιζαν νόμους, τα ‘ναι’ και τα ‘όχι’ μετρούσαν συνήθως με ανάταση του χεριού. Το όστρακα, λοιπόν, είναι το αποτέλεσμα της πραγματικής δημοκρατικής διαδικασίας και έχουν τη δυνατότητα να αποκαλύψουν κρυμμένα κομμάτια της ιστορίας που παραλείφθηκαν από τους αρχαίους χρονικογράφους και να προσφέρουν μια εικόνα για τη συμπεριφορά και τις προτιμήσεις των ψηφοφόρων που διαφορετικά θα χάνονταν στο πέρασμα του χρόνου.
Το πρώτο όστρακο αναγνωρίστηκε το 1853 και τον επόμενο αιώνα, περίπου 1.600 καταμετρήθηκαν από διάφορα σημεία στην Αθήνα, συμπεριλαμβανομένων ορισμένων από την Αθηναϊκή Αγορά.
Αξιοσημείωτο είναι όταν μια γερμανική ομάδα αρχαιολόγων άρχισε να βρίσκει χιλιάδες όστρακα στον Κεραμεικό στην Αθήνα το 1966. Ο Κεραμεικός ήταν ακριβώς βορειοδυτικά των τειχών της αρχαίας πόλης και διάσημος για τα εργαστήρια κεραμικής του όπου καλλιτέχνες δημιουργούσαν αττικά αγγεία με τα χαρακτηριστικά τους μαύρες και κόκκινες φιγούρες.
Αυτά τα ψηφοδέλτια, τα οποία είχαν φτιαχτεί από θραύσματα διαφόρων τύπων οικιακών αγγείων, ακόμη και κεραμίδια στέγης, είχαν πεταχτεί μαζί με σωρούς άλλων σκουπιδιών για να γεμίσουν ένα εγκαταλελειμμένο κανάλι του Ηριδανού ποταμού.
Οι ανασκαφές συνεχίστηκαν εκεί μέχρι το 1969 και μερικές από τα όστρακα μελετήθηκαν τις επόμενες δεκαετίες, αλλά μόλις το 2018 ο Stefan Brenne του Πανεπιστημίου του Giessen της Γερμανίας δημοσίευσε έναν πλήρη κατάλογο που περιγράφει και τα 9.000 όστρακα που αποκαλύφθηκαν στον Κεραμεικό από το 1910 έως και το 2005.
Από αυτή τη συλλογή οστράκων, οι περισσότερες ψήφοι δόθηκαν εναντίον του Αθηναίου πολιτικού Μεγακλή, που προφανώς μισούνταν από πολλούς για τον επιδεικτικό και πολυτελή τρόπο ζωής του.
Τα ιστορικά αρχεία δείχνουν ότι ο Μεγακλής είχε εξοστρακιστεί το 486 π.Χ., αλλά αυτή η ημερομηνία δεν φαινόταν να ταιριάζει με τα αρχαιολογικά στοιχεία: Άλλα ψηφοδέλτια που βρέθηκαν στον θησαυρό του Κεραμεικού περιείχαν ονόματα ανδρών που δεν ξεκίνησαν την πολιτική τους σταδιοδρομία μέχρι τη δεκαετία του 470 π.Χ. κάποια όστρακα ταιριάζουν με μεταγενέστερους τύπους αγγειοπλαστικής. Αυτές οι ενδείξεις οδήγησαν τους αρχαιολόγους στο συμπέρασμα ότι ο Μεγακλής επέστρεψε στην Αθήνα και εξοστρακίστηκε ξανά το 471 π.Χ.
Οι ψήφοι συχνά συγκεντρώνονταν γύρω από δύο ή τρία άτομα, αλλά και σε άτομα, τα οποία οι μελετητές δεν γνώριζαν την ύπαρξη τους. Οι συγγραφείς από την αρχαιότητα επικεντρώνονται σε λίγους μεγάλους άνδρες σύμφωνα με τους μελετητές. Η ιστορία, ήταν η ιστορία ηγετικών μορφών, ισχυρών προσώπων, στρατηγών και πολιτικών, αλλά βρέθηκαν και αρκετές αναφορές σε λιγότερα σπουδαία πρόσωπα, τα οποία θεωρούσαν άξια να εξοστρακιστούν.
Εκτός από τα ονόματα σπουδαίων Αθηναίων ανδρών, τα όστρακα αποκαλύπτουν επίσης τη στάση των Αθηναίων απέναντι στους συμπολίτες τους. Ορισμένα χρησιμοποιούν άσχημα επίθετα: « Λέαγρος Γλαύκωνος, συκοφάντης», «Καλλίξενος ο προδότης», «Ο Ξάνθιππος, ο γιος του Αρίφρονα», παρουσιάζεται στο όστρακο ως ο νικητής μεταξύ των καταραμένων αμαρτωλών». Άλλοι θίγουν την προσωπική ζωή των υποψηφίων. Ένα ψηφοδέλτιο, για παράδειγμα, που ψηφίστηκε το 471 π.Χ., ήταν κατά του « Μεγακλή Ιπποκράτους, μοιχός». (Η μοιχεία ήταν την εποχή εκείνη ένα ποινικό αδίκημα, αλλά μπορεί να είχε χρησιμοποιηθεί ως πολιτική επίθεση). Ένας άλλος στο ψηφοδέλτιο δήλωσε: «Κίμων Μιλτιάδου, πάρε Ελπινίκε και φύγε!».
Η αναφορά του ονόματος της ερωμένης του είναι μια από τις λίγες περιπτώσεις, όπου το όνομα μιας γυναίκας εμφανίζεται σε ένα όστρακο.
Οι ασυνήθιστες παρατηρήσεις στα όστρακα, όπως ορθογραφικά λάθη και διαγραμμένα γράμματα, δείχνουν ότι δεν είχε καθοριστεί αυστηρή μορφή για τα ψηφοδέλτια. Φαίνεται ότι οι ψηφοφόροι δεν χρειάστηκε να γράψουν στα δικά τους ψηφοδέλτια. Οι μελετητές βρήκαν αρκετά παραδείγματα που ταιριάζουν μεταξύ τους, σαν να είναι σπασμένα από το ίδιο αγγείο, με αντίστοιχη γραφή, υποδεικνύοντας ότι κάποιοι Αθηναίοι βοήθησαν τους φίλους ή και τους γείτονές τους να γράψουν την ψήφο τους.
Οι ερευνητές ανακάλυψαν επίσης ένα πλήθος φαινομενικά αχρησιμοποίητων αλλά μαζικής παραγωγής ψηφοδελτίων κατά του στρατηγού Θεμιστοκλή σε ένα πηγάδι στη βόρεια πλαγιά της Αθηναϊκής Ακρόπολης.
Ο αρχαίος συγγραφέας Πλούταρχος αναφέρει ότι ο τελικός εξοστρακισμός έλαβε χώρα το 416 π.Χ. όταν οι πολιτικοί αντίπαλοι Αλκιβιάδης και Νικίας, συνειδητοποιώντας ότι και οι δύο αντιμετώπιζαν εξοστρακισμό, ενώθηκαν για να στρέψουν τις ψήφους των συμπολιτών τους εναντίον ενός άλλου υποψηφίου, του Υπέρβολου, ο οποίος εξορίστηκε.
Το αποτέλεσμα προφανώς δυσαρέστησε αρκετούς Αθηναίους και έτσι αυτή η πρακτική σταμάτησε.