Επιστολή των Γαλαξιδιωτών προς τους Αχαιούς οπλαρχηγούς για τη μάχη των Βασιλικών στις 25/8/1821
Γράφει ο Γεώργιος Σούλιος
Ομότιμος Καθηγητής Α.Π.Θ.
τέως πρόεδρος Φθιωτών
Μακεδονίας-Θράκης
Η μάχη των Βασιλικών ήταν μία καθοριστική μάχη για την εξέλιξη του εθνικού απελευθερωτικού αγώνα του 1821. Ήταν η πρώτη εκ παρατάξεως, εκ του συστάδην μάχη που έδωσαν τα Ρουμελιώτικα επαναστατικά σώματα εναντίον πολλαπλασίων Οθωμανικών δυνάμεων, τις οποίες ενίκησαν κατά κράτος και έτρεψαν σε φυγή.
Η νίκη αυτή ενδυνάμωσε το ηθικό των επαναστατημένων Ελλήνων. Εμπόδισε τις οθωμανικές δυνάμεις να περάσουν στην Πελοπόννησον που ήταν η Εστία της Επανάστασης και την σβήσουν. Έτσι η Ελληνική Επανάσταση εδραιώθηκε, η Τριπολιτσά σε λίγο απελευθερώθηκε, ο επαναστατικός αέρας κυριάρχησε. Να σημειώσουμε ότι για τη νίκη αυτή βασικό ρόλο έπαιξαν δύο Ρουμελιώτες οπλαρχηγοί: ο Ιωάννης Δυοβουνιώτης που πρότεινε τη διάταξη των ελληνικών δυνάμεων και ο Ιωάννης Γκούρας που την κατάλληλη στιγμή βρέθηκε στο κύριο σημείο της μάχης και με την απαράμιλλη μαχητικότητά του αντιμετώπισε και νίκησε τους Οθωμανούς.
Οι ηρωικοί Γαλαξιδιώτες που είχαν πάντα μία ναυτική παράδοση και στόλο, ύστερα από μία συγκινητική επιστολή του μεγάλου ηγέτη Οδυσσέα Ανδρούτσου μπήκαν στον αγώνα και με το στόλο τους ήλεγχαν τον Κορινθιακό κόλπο. Όταν έμαθαν τη μεγάλη νίκη των Βασιλικών με επιστολή τους προς Αχαιούς Οπλαρχηγούς και ιδιαίτερα τον Ανδρεά Λόντο, τους ενημέρωσαν. Η επιστολή τους δείχνει τον ενθουσιασμό τους για τη νίκη και το επαναστατικό τους πνεύμα. Η επιστολή αυτή δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «ΣΑΛΠΙΞ ΕΛΛΗΝΙΚΗ», που εκδιδόταν τότε στην Καλαμάτα.
Παραθέτουμε αυτούσια την επιστολή αυτή.
Γαλαξίδι
Εὐγενέστατοι ἄρχοντες Κύριε Ἀνδρέα Λόντε καὶ λοιποὶ ἀδελφοὶ, ἀσπαζόμεθά σας.
Σᾶς δίδομεν τὴν χαροποιὰν εἴδησιν, ὅτι ἀπὸ τοὺς τέσσαρας πασσάδας, οἱ ὁποῖοι ἤρχοντο εἰς τὴν Πελοπόννησον καὶ ἀνταμώθησαν εἰς Λάρισσαν, ὁ χατζῆ Μπεκὴρ πασσᾶς ἀπέθανεν εἰς τὴν πόλιν αὐτὴν εὐθὺς μετὰ τὴν ἒλευσίν του, τὸ δὲ στράτευμά του ἐκ τεσσάρων χιλιάδων συνιστάμενον ἀνεχώρησεν ὀπίσω· οἱ δὲ ἄλλοι τρεῖς, ὁ Πεχρὲμ πασσᾶς, ὁ Μεμὴς πασσᾶς καὶ ὁ Σαημ Ἀλῆ πασσᾶς μετὰ πέντε χιλιάδων στρατεύματος ἐξεκίνησαν καὶ ἔφθασαν εἰς Ζητοῦνι· καὶ μετὰ τρεῖς ἡμέρας ἐκίνησαν διὰ νὰ περάσωσι τὴν Φοντάναν εἰς Λειβαδίαν καὶ Δερβένια· ἔφθασαν εἰς Θερμοπύλας, ἐκοιμήθησαν εἰς τὸ χωρίον Μόλον, καὶ τὸ πρωΐ ἔστειλαν τοὺς δελιμπασάδας μὲ 300 ἄνδρας νὰ ὑπάγωσιν εἰς έξέτασιν τῶν δρόμων, ἄν ἦναι ἀφύλακτοι. Εἰς τὰς 23 τοῦ παρόντος τοὺς καρτέρησαν οἱ γενναῖοι Ἓλληνες, καὶ τοὺς ἐκτύπησαν τόσον κακὰ, ὥστε μόνον 60 ἐσώθησαν ἐκ τῶν 300 καὶ ἐπέστρεψαν ὀπίσω. Τῆν δευτέραν ἡμέραν, εἰς τὰς 24 τοῦ παρόντος, ἠθέλησαν μὲ ἀπόφασιν νὰ περάσωσι καὶ ὅλον τὸ στράτευμά των, ἀλλ’ οἱ ἡμέτεροι τοὺς καρτέρησαν πάλιν, καὶ ἡ μάχη ἔγινε πεισματώδης ἐκ μέρους τῶν Ἑλλήνων, καὶ τόσον ὥστε μὲ τὰς χεῖρας αὐτὰς κατέσφαζαν τοὺς έχθροὺς τῆς πίστεως καὶ πατρίδος· τὸ αἷμα ἔτρεχεν ἀπὸ τὴν Φοντάναν καὶ τὰ Βασιλικὰ ἕως εἰς τὸ χωρίον Μόλον.
Ἕως χθὲς χιλίας καὶ διακοσίας κεφαλὰς εἶχαν οἱ ἡμέτεροι· ἑβδομήκοντα πέντε ζωντανοὶ μᾶς ἦλθον· ἓξ ἡμᾶς ἔστειλαν ἐδῶ οἱ ἰδικοί μας· 300 ἁμάξια μὲ ζωοτροφίας, 7 κανόνια, ὅλα τὰ πολεμικὰ ἐφόδια, 17 σημαίας, ὅλα τὰ τύμπανα, ἄτια, γεντίτζια, ἐν ἑνὶ λόγω ἄπειρα λάφυρα ἔπεσαν εἰς τὰς χεῖρας τῶν Ἑλλήνων, καὶ γρόσια ἐπῆραν οἱ ἡμέτεροι ὅσα ἤθελαν. Τὸν Μεμῆν πασσᾶν ἐσκότωσεν ὁ γενναῖος καπετάνιος Γούρας, καὶ ὁ Σαήμ πασσᾶς ἐπληγώθη· καὶ ἀκόμη ἕως χθὲς εὑρίσκοντο εἰς τὰ δάση, εἰς τὰ ῥεύματα καὶ πεδιάδας· ἀποθαμμένοι, πληγωμένοι, καὶ γεροὶ κρυμμένοι ἀπὸ τὸν φόβον των, καὶ ἄν θέλῃ ὁ Θεὸς θέλουν τελειώσει οἱ ἡμέτεροι καὶ τοὺς ἐναπολειφθέντας ἐντὸς ὁλίγου.
Οἱ Ἕλληνες ἔχουν σκοπὸν νὰ ἐκστρατεύσωσιν εἰς Ζητοῦνι. Ἀπὸ τοὺς ἰδικοὺς μας ἔπεσαν κατ’ ἐκείνην τὴν μάχην μόνον 32, καὶ 8 ἤ 10 ἐπληγώθησαν. Τὸν Ἀρβανίτην μπολούμπασην Φράσαρην, τὸν ὁποῖον ἐδώκαμεν πρὸ ἡμερῶν εἰς ἀλλαγὴν ὁμοῦ μὲ τὸν Σουμὴν μπέην, καὶ ἐπήραμεν τὸν γενναῖον καπετάνον Γεωργάκην, τὸν υἱὸν τοῦ Διοβουνίτη, ἐπίασαν πάλιν οἱ ἰδικοί μας Γωριανῖται, ἐπειδὴ ἠθέλησε νὰ ἐκβῃ καὶ εἰς αὐτὴν τὴν ἐκστρατείαν, ζωντανὸν πληγωμένον καὶ τὸν ἔκδειραν. Εἴθε ἐντὸς ὀλίγου νὰ μᾶς χαροποιήσητε καὶ ἀπὸ τὴν Πελοπόννησον μὲ τὸν ἀφανισμὸν τῶν τυρράνων· ἐλπίζομεν νὰ σᾶς ξαναχαροποιήσωμεν καὶ μὲ δεύτερον. Τώρα λοιπὸν ἐλπίζομεν ὅτι δὲν θέλουν καταίβη ἄλλοι ἐχθροὶ, καὶ μὴν ἔχετε κἀνένα φόβον· μόνον θαρυνθῆτε καὶ ἀνδρειωθῆτε, νὰ ἐξολοθρεύσωμεν τοὺς ἐχθροὺς τῆς πίστεως καὶ πατρίδος ὅσον τάχιστα καὶ ἀπὸ τὰς Ἀθήνας. Ταύτα καὶ μένομεν.
Οἱ δούλοι σας
Κάτοικοι τοῦ Γαλαξιδίου.
Γαλαξίδι 1821 Αὐγούστου 28.