Καθημερινή Αδέσμευτη Εφημερίδα

 

Το ποιημα του Σαββατου - Ανθη της γραφης : ΑΝΑΣΤΑΣΗ

Ανθολόγηση Mαρία Σκουρολιάκου

 

«– Ανάσταση στα έαρα! –
Επανάσταση στα έαρα!»,
(Ν. Καρούζος)

Πάσχα εφέτος με μια πληγωμένη άνοιξη, με ατέλειωτους σταυρούς κι επιτάφιους θρήνους στη γη κι η ανάσταση, λέξη στις ευχές που έχουν χάσει το νόημά τους μέσα στην ατελεύτητη προδοσία… Σ’ έναν κόσμο πονεμένο, λυπημένο που του στερούν το γέλιο, το τραγούδι, τις αγκαλιές και μονάχα ο φόβος αγέρωχος και τρομακτικός ξεπηδάει απ’ τις οθόνες, τις ανόσιες αποφάσεις, το ψέμα.
Ο Χριστός, της Σταύρωσης και της Ανάστασης, που έκαμε σύμβολο τη θυσία του για να σώσει τον άνθρωπο για να νοιώσει ο όχλος τι σημαίνει συνείδηση, επ-ανάσταση κι αγώνας για την ισότητα και τη δικαιοσύνη, προδομένος αιώνες τώρα, έρχεται κάθε Απρίλη και κηρύττει την Αγάπη σε πόρτες κλειστές και ποιος θα πάρει το φραγγέλιο για τους εμπόρους των εθνών, για το ακατάσχετο αίμα;
Η έννοια του Θείου Δράματος τόσο βαθιά και καταλυτική, έρχεται κάθε φορά να καταδείξει τη διαχρονική μάχη του πνεύματος και της ύλης. Το όραμα και την ουτοπία, το φως του λόγου και τον Γολγοθά που συνεπάγεται κάθε υπέρβαση.
Η ποίηση έχει άμεση σύνδεση με τον σταυρό, καθώς ο δρόμος της προς την πνευματικότητα είναι επώδυνος κι είναι χρέος της να μεταδίδει τα μηνύματα που προσκρούουν στην ύλη και τους στόχους της. Η ποίηση είναι αίμα, είναι επανάσταση και είναι ανάσταση όταν εκπληρώνει τον προορισμό της μέσα στον άνθρωπο και ταυτόχρονα στον κόσμο.
Ευχή, η λέξη της Ανάστασης να αληθέψει κάποτε στον φρικτά βασανιζόμενο κόσμο.

Καλή Ανάσταση με ποιήματα
από το περιβόλι
της ελληνικής ποίησης.
Μαρία Σκουρολιάκου  

Οἱ πόνοι τῆς Παναγιᾶς
Ποῦ νὰ σὲ κρύψω, γιόκα μου, νὰ μὴ σὲ φτάνουν οἱ κακοί;..
Σὲ ποιὸ νησὶ τοῦ Ὠκεανοῦ, σὲ ποιὰν κορφὴν ἐρημική;..
Δὲ θὰ σὲ μάθω νὰ μιλᾷς καὶ τ’ ἄδικο φωνάξης.
Ξέρω πὼς θάχης τὴν καρδιὰ τόσο καλή, τόσο γλυκή,
ποὺ μὲ τὰ βρόχια τῆς ὀργῆς ταχιὰ θενὰ σπαράξεις.
Σὺ θάχης μάτια γαλανά, θάχης κορμάκι τρυφερὸ-
θὰ σὲ φυλάω ἀπὸ ματιὰ κακὴ κι ἀπὸ κακὸν καιρό,
ἀπὸ τὸ πρῶτο ξάφνισμα τῆς ξυπνημένης νιότης.
Δὲν εἶσαι σὺ γιὰ μάχητες, δὲν εἶσαι σὺ γιὰ τὸ σταυρό.
Ἐσὺ νοικοκερόπουλο – ὄχι σκλάβος ἢ προδότης.
Τὴ νύχτα θὰ σηκώνωμαι κι ἀγάλια θὰ νυχοπατῶ,
νὰ σκύβω τὴν ἀνάσα σου ν’ ἀκῶ, πουλάκι μου ζεστό,
νὰ σοῦ τοιμάζω στὴ φωτιὰ γάλα καὶ χαμομῆλι,
κ’ ὕστερ’ ἂπ’ τὸ παράθυρο μὲ καρδιοχτύπι νὰ κοιτῶ
πού θὰ πηγαίνῃς στὸ σκολειὸ μὲ πλάκα καὶ κοντύλι…
Κι ἂν κάποτε τὰ φρένα σου μ’ ἀλήθεια- φῶς τῆς ἀστραπῆς-
χτυπήσει ὁ Κύρης τὰ’ οὐρανοῦ, παιδάκι μου νὰ μὴν τὰ πεῖς!
Θεριὰ οἱ ἄνθρωποι – δὲν μποροῦν τὸ φῶς νὰ τὸ σηκώσουν!
Δὲν εἶναι ἀλήθεια πιὸ χρυσὴ σὰν τὴν ἀλήθεια τῆς σιωπῆς…
Χίλιες φορὲς νὰ γεννηθῆς, τόσες θὰ σὲ σταυρώσουν!
  Κώστας Βάρναλης
‘’Σκλάβοι πολιορκημενοι’’ , 1927
 «Το Πάσχα των Πιστών»
“Κύριε λάμπρυνόν μου την στολήν της ψυχής.
Άστρα και χώμα σε βαστάζουν….
Μεριάζουν άφωνα τα σκότη και διαβαίνεις,
ανέγγιχτη τον κόσμον αγγίζει μουσική
και της καρδιάς τα πέταλα ροδίζουν,
άνθος όμορφο ζεσταίνεται στον ήλιο.
Λευκάνθηκαν οι άνθρωποι στο αίμα του αρνίου.
Θεέ μου ανέρχεσαι λυπημένος,
αν και για όραση εξακολουθείς να έχεις τη συγχώρηση.
Ω θλίψη των ματιών του Κυρίου μου,
της αιωνιότητας ο κάματος,
έχω πολύ συνεργήσει για να υπάρχεις,
είναι πολύ σ᾽ εμένα το μερίδιο της ανομίας.
Ανοίγει ένα τριαντάφυλλο, πάω και το ρωτώ:
Πού έκρυψαν τον ήλιο;
Πλησιάζω τη θάλασσα και της λέω:
Είσαι βαθειά και με τα μυστικά μεγάλη σου η σχέση.
Λυτρώνεται ο άνθρωπος;
Απαντά το λουλούδι: «Θα χαθούμε»
κι η θάλασσα με αχ αναταράζεται.”
(Νίκος Καρούζος, Το Πάσχα των Πιστών,
Νέες Δοκιμές, 1954)

«Πάσχα προς Σούνιο»
«Η θάλασσα ψύχραιμη και ασύσπαστη
λες κι απ’ τις άκρες της σφιχτά
την έπιασ’ η στεριά και την τεντώνει.
Στην άκρη του γκρεμού,
που συγκρατεί το θέαμα,
ευωδιάζει ο ίλιγγος
κατρακυλούν αυτοκτονίες…
Αριστερά, η εποχή,
Σε μια ακατάσχετη επιφοίτηση χρωμάτων.
Κι εκεί, προσκυνητάρι κατηφές,
έναν Χριστό, μη αναστάντα προφανώς, εγκλείει.
Γιατί στεφάνι εκ πλαστικού
επάνω του ακόμη ξεχασμένο
το πάθος της σταυρώσεως παρατείνει.
Περί διαγενομένου του Σαββάτου,
Μαγδαληνής, Σαλώμης, και αρωμάτων
ιδέαν δεν έχει.
Σύμπτωσις:
Κι απ’ την καρδιά μου ο λίθος
Ουκ αποκεκύλισται
Ην γαρ μέγας σφόδρα.»
   (Κική Δημουλά,
Ποιήματα, εκδ. Ίκαρος)
 
Ὁ λῃστὴς
τοῦ ἀριστεροῦ σταυροῦ
[ ]
Καὶ μόνο ὁ λῃστὴς τοῦ ἀριστεροῦ σταυροῦ
ποὺ εἶχε τόση πεῖρα ἀπὸ θανάτους
πού εἶδε λόφους σταυρωμένων στὸν ὁρίζοντα
τὸν περιπαίζει ὡς τὸ τέλος δίχως ἔλεος
Χωρὶς νὰ καταδέχεται τὰ μνήσθητι τοῦ ἄλλου.
Μ’ αὐτὸς πού στὰ βαθιά Του μάτια
ἡσύχαζε τῶν ἡμερῶν ἡ τάξη
πού ἤδη μετ’ ἀνόμων ἐλογίσθη
καὶ τώρα πιὰ τὴ μοναξιὰ Του ταξιδεύει
μὲ ἄλλα πουλιὰ πού ‘χασαν τὸν ὁρίζοντα
ἦχος πού μάταια γιὰ ὅμοιον ἦχο ἀκροᾶται,
τὸ βέβαιο εἶναι πώς θὰ τὸν εἶχε συμπαθήσει
(καὶ ἴσως ἂν θὰ μπορέσει θὰ μεσολαβήσει)
κι ὅσο γιὰ τ’ ἄλλα πού εἶπε
ἄσε τὸν ὄχλο νὰ πιστεύει
πώς στὸν ἐκ δεξιῶν ἀνήκει ἡ βασιλεία…
(Τάσος Ζερβός, «Τὰ ποιήματα» [ἅπαντα],
Ροδακιό, 2004, συλλ. «Ἡ μεγάλη ἔρημος», 1961-1962)
 
Ἑσπερινός της ἀγάπης
Ἡ πόλη μὲ ὀβελίες ἀλλοῦ γιορτάζει./ Σταθμὸς Πελοποννήσου/κι ἀπομεσήμερο τοῦ Πάσχα σὲ παγκάκι/ μόνον ἐσὺ κι ἐγὼ καθόμαστε, μητέρα./ Εἴμαστε γέροι πιὰ κι οἱ δυὸ/ κι ἐγὼ ποὺ γράφω ποιήματα πιὸ γέρος/.
Ἀλλὰ ποῦ πήγανε τόσοι δικοί μας;/ Μέσα σὲ μιὰ ἑβδομάδα δὲν ἀπόμεινε κανείς./Ἦταν Μεγάλη βέβαια/ γεμάτη πάθη, προδοσίες, σταυρώσεις/ θέλουν πολὺ γιὰ νὰ ὑποκύψουν/ οἱ κοινοὶ θνητοί;/ Ἔτσι ἀκριβῶς, ἀπὸ τὰ Βάγια μέχρι σήμερα/ θὰ ’πρεπε κάπως νὰ ’χαμε κι ἐμεῖς χωρέσει./ Ὅμως τὸ Πάσχα τέλειωσε, μητέρα/ Κι ἐμεῖς τί θ’ ἀπογίνουμε/ σ’ ἕνα παγκάκι/ ἀθάνατοι/ καθὼς νυχτώνει;
(«Ὁ ἄνθρωπος μόνος», ἔκδ. Κέδρος
Θρῆνος
 Γιὰ τὴν ἀνάσταση πεθαίνουμε ὅλοι/-κι ὁ ἀδελφός μου κεῖται δῶ/καὶ περιμένει ἄταφος,/καθισμένος σὲ μιὰ καρέκλα καφενείου,/ἀνάμεσά σε καπνοὺς/καὶ χτύπους ἀπὸ τραπουλόχαρτα!.
(Μαρία Αγαθοπούλου – κέντρου)
(Ποιητικὴ ἀνθολογία Ἀποστολίδη, σ.593)

 Πάσχα Κυρίου!
(ἀπόσπασμα)
-Γιατί χτυπᾶτε ἀγγελικὲς καμπάνες
σὰν νάναι τούτη ἡ γῆ μας ὁ παράδεισος;
–Πάσχα Κυρίου!
-Ἄσπρα μου προβατάκια, ποῦ σᾶς πᾶνε ἀχάραγα;
Ἀμνάδες μου, γιὰ ποῦ σᾶς ὁδηγᾶνε;..
-Μέσα ἀπὸ τὶς μαῦρες λαγκαδιὲς
μέσα ἀπὸ τὰ ποροφάραγγα*
κεῖ ποὺ τὸ πράσινο χορτάρι τῆς βοσκῆς
γίνεται κόκκινο χορτάρι τῆς σφαγῆς!..
–Πάσχα Κυρίου!
ΜΕΛΙΣΣΑΝΘΗ («Ἐκλογὴ 61-65», 1970)
(*ποροφάραγγο: ἡ εἴσοδος στὸ φαράγγι)
 
 Ὄρθρου ξεκίνημα
Ὄρθρος βαθύς, Μαγδαληνή, Μαρία, Σαλώμη,
φέρτε τὰ μύρα νὰ γιορτάσουν πάλ’ οἱ δρόμοι.
Ρήμαξαν ὅλα, καὶ καρδιὰ καὶ νοῦς καὶ πόθοι·
ἕνας δὲν εἶναι – πλῆθος εἶναι ποὺ ἐσταυρώθη.
Ροδίζει αὐγή, Μαγδαληνή, Μαρία, Σαλώμη,
κεραυνωμένα εἶναι τὰ δάση- κ’ οἱ λοτόμοι
φύγαν μαζὶ μὲ τὰ πουλιά· σὰν παραμύθι
Μοιάζ’ ἡ παλιά μας ἡ χαρὰ ποὺ ἀπεκοιμήθη.
Μᾶς παίδεψαν, Μαγδαληνή, Μαρία, Σαλώμη,
σχήματα κι ἄπονοι ἀριθμοὶ κι ἄδικοι νόμοι.
Φωτιὰ τὴν πότισαν τὴ γῆ κ’ αἷμα τοῦ ἀνθρώπου·
σταυροὶ καὶ μνήματα ἡ σοδειὰ τοῦ κάθε τόπου.
Πᾶμε, λοιπόν, Μαγδαληνή, Μαρία, Σαλώμη,
φέρτε τὰ μύρα, φέρτε τὴν ἀγάπη..- ἀκόμη
μένει μιὰ πίστη ποὺ βαθιά μας δὲ δουλώθη.
Ἕνας δὲν εἶναι – πλῆθος εἶναι ποὺ ἐσταυρώθη
Χαράλαμπος Βάϊος (Νέα Ἑστία, 1949)
 
«Εαρινή Συμφωνία»
(αποσπασμα)
Ακου τα σήμαντρα
των εξοχικών εκκλησιών.
Φτάνουν από πολύ μακριά
από πολύ βαθιά.
Απ’ τα χείλη των παιδιών
απ’ την άγνοια των χελιδονιών
απ’ τις άσπρες αυλές της Κυριακής
απ’ τ’ αγιοκλήματα και τους περιστεριώνες
των ταπεινών σπιτιών.
 
Άκου τα σήμαντρα
των εαρινών εκκλησιών.
Είναι οι εκκλησίες
που δε γνώρισαν τη σταύρωση
και την ανάσταση.
 
Γνώρισαν μόνο τις εικόνες
του Δωδεκαετούς
που ‘χε μια μάνα τρυφερή
που τον περίμενε τα βράδια στο κατώφλι
έναν πατέρα ειρηνικό που ευώδιαζε χωράφι
που ‘χε στα μάτια του το μήνυμα
της επερχόμενης Μαγδαληνής.
 
Χριστέ μου
τι θα ‘τανε η πορεία σου
δίχως τη σμύρνα και το νάρδο
στα σκονισμένα πόδια σου;».
Γιαννης, Ριτσος,
«Εαρινή Συμφωνία» (αποσπασμα)