Καθημερινή Αδέσμευτη Εφημερίδα

« Παλαμάς Δομοκού» - Η Αγία Λαύρα της Φθιώτιδας

Γράφει η Ευαγγελία Δημοπούλου
Ιστορικός - Αρχαιολόγος

 

 

Στις 7 Μαρτίου του 1878, ξεκινά από τον Παλαμά Δομοκού ένα κίνημα από λιποτάκτες στρατιωτικούς, που έμελλε να μεταμορφωθεί σε επανάσταση και μετά από τρία χρόνια (1881) θα αποτελούσε την αρχή της ενσωμάτωσης της Θεσσαλίας και της Άρτας στον κορμό της Ελλάδος. 

Την εποχή εκείνη, όλη η Βαλκανική χερσόνησος ήταν ένα καζάνι που κόχλαζε, με επαναστατικές εστίες να ξεπροβάλλουν η μία μετά την άλλη. Ήδη από την 11η Σεπτεμβρίου του 1877, η Ρωσία βρισκόταν σε πόλεμο με την Τουρκία, τον 12ο κατά σειρά, πράγμα που αναπτέρωνε τις ελπίδες των υπόδουλων Ελλήνων για ελευθερία και για ένωση με τον μικρό ακόμη εθνικό κορμό.

Η περιρρέουσα ατμόσφαιρα, οδηγεί την κυβέρνηση του Αλέξανδρου Κουμουνδούρου να διατάξει τα ελληνικά στρατεύματα να εφορμήσουν στην Θεσσαλία σε μια προσπάθεια να διώξουν τους Τούρκους και να απελευθερώσουν τους αλύτρωτους αδερφούς τους, παράσχοντας έτσι, βοήθεια στα ήδη υπάρχοντα επαναστατικά κινήματα.

Στις 21 Ιανουαρίου του 1878 στη μεθόρια τότε πόλη της Λαμίας συγκεντρώθηκαν  25. 000 στρατιώτες μαζί με τους  αντάρτες υπό τις διαταγές του υποστράτηγου  Σκαρλάτου Σούτσου  και εισέβαλαν στην επαρχία Δομοκού όπου άρχισαν τις εκκαθαριστικές επιχειρήσεις στα χωριά της περιοχής, ενώ οι Τούρκοι παρέμειναν  κλεισμένοι στο φρούριο της πόλης του Δομοκού, χωρίς να βγουν και να τους αντιμετωπίσουν.

Τα ελληνικά στρατεύματα σταθμεύουν στον Παλαμά Φθιώτιδος με το χωριό να αποτελεί επαναστατικό κέντρο από την αρχή τής εξέγερσης, αφού εκεί γινόταν ο ανεφοδιασμός των στρατευμάτων, σε πολεμοφόδια.

Στις 4 Φεβρουαρίου 1878 τα στρατεύματα αναχωρούν από τον Παλαμά, αφού ενισχύθηκαν και με άλλους  εθελοντές, φτάνοντας στο χωριό τής Λίμνης Ξυνιάδας, Δερελί (Περιβόλι). Την επόμενη ημέρα, το επαναστατικό σώμα, συνεχίζοντας την πορεία του εισήλθε στο χωριό Δρανίστα (Κτιμένη) Καρδίτσας, όπου και ενώθηκαν με το σώμα του Δημητρίου Σούτσου, υιό του  υποστρατήγου Σκαρλάτου Σούτσου, αποτελούμενο από 200 περίπου εθελοντές.

Τελικός προορισμός και των δύο σωμάτων ήταν το Σμόκοβο, το οποίο είχε απελευθερωθεί από τις 19 Ιανουαρίου από τα σώματα των Γαλή, Ζουλούμη, Σισμάνη και Κοντογιάννη. Την επόμενη ημέρα τα ίδια σώματα πολιόρκησαν τη φρουρά της Ρεντίνας, η οποία συνθηκολόγησε στις 24 Ιανουαρίου.

Με την παρουσία των στρατιωτικών σωμάτων στη Θεσσαλία οι επαναστατικές εστίες πολλαπλασιάζονται. Στις 13 Φεβρουαρίου στα Ραδοβίζια της Άρτας υψώνεται η ελληνική σημαία, ενώ μετά από δύο ημέρες, στις 15 Φεβρουαρίου στο Πήλιο. Στις 19 Φεβρουαρίου 1878   λήγει  ο ρωσοτουρκικός πόλεμος και τον Μάρτιο υπεγράφη η Συνθήκη του Αγίου Στεφάνου. Με παρέμβαση της Αγγλίας διετάχθη ο ελληνικός στρατός να υποχωρήσει στη Λαμία. Ο στρατός επέτρεψε στους στρατώνες του στη Λαμία, γιατί η παραμονή του σε οθωμανικό έδαφος θα αποτελούσε casus belli (αιτία πολέμου) ανάμεσα στις δυο χώρες.

Όμως ο επιλοχίας Δημήτριος Τερτίπης,  ο  λοχίας Γεώργιος Λάϊος, άλλοι  δώδεκα λοχίες, εφτά δεκανείς και εκατόν εβδομήντα στρατιώτες λιποτακτούν, δημιουργώντας αντάρτικες ομάδες συνεχίζοντας τον αγώνα. Έτσι, ύψωσαν την επαναστατική σημαία την 7η Μαρτίου 1878 στον Άγιο Αθανάσιο του Παλαμά δείχνοντας απαράμιλλο ηρωικό σθένος, αφού ως λιποτάκτες δε μπορούσαν να γυρίσουν πίσω και θα τιμωρούνταν από το στρατοδικείο με θάνατο και φυσικά χωρίς καμία βοήθεια από το ελληνικό κράτος.

Ο Τερτίπης, έχοντας απόλυτη επίγνωση ότι το τόλμημα τους,  ήταν ευθεία πειθαρχική στρατιωτική παραβίαση, έστειλε αναφορά στον υποστράτηγο Σκαρλάτο Σούτσο και αιτιολόγησε τη στάση του:

«..Θα μείνωμεν ίνα κατά δύναμιν προστατεύσωμεν τους κατοίκους κατά των εξαγριωμένων μουσουλμανικών ορδών μέχρις ου εν Ευρωπαϊκώ Συνεδρίω, διατεθήσεται η τύχη των δούλων ημών αδελφών, θέλομεν δε ευπειθώς προσέλθη εις τας ημετέρας αρχάς πρόθυμοι να υποστώμεν οιανδήποτε επιβληθησομένην ποινήν…».

Η συνέχιση του αγώνα από αυτούς τους πατριώτες στρατιωτικούς ήταν κομβικής σημασίας, αφού κατάφεραν να συνεχιστούν οι προσπάθειες σε διπλωματικό επίπεδο παρά την απόσυρση του τακτικού στρατού. Τέσσερεις μήνες μετά την ανεφάρμοστη Συνθήκη του Αγίου Στεφάνου του Φεβρουαρίου 1878, τον Ιούνιο του ιδίου έτους συνήλθαν οι Μεγάλες Δυνάμεις στο Συνέδριο του Βερολίνου, όπου η απόφασή τους υλοποιήθηκε το 1881 με την προσάρτηση των εδαφών στο νεοσύστατο ελληνικό κράτος,  όπου είχαν απελευθερωθεί από τους επαναστάτες.

 

Βιβλιογραφία

  • Κ. Παπαρρηγόπουλος "Ιστορία του Ελληνικού Έθνους" τομ.9, - Αθήναι 1925, τομ.8ος, σελ.410.
  • Χρ. Νάλτσας "Η συνθήκη του Αγίου Στεφάνου και ο Ελληνισμός" Θεσσαλονίκη 1954, σελ.60.
  • Ν. Βλάχος "Το Μακεδονικόν ως Φάσις του Ανατολικού Ζητήματος 1878-1908" Αθήναι 1954, σελ.93.
  • Γ. Ασπρέας "Πολιτική Ιστορία της Νεοτέρας Ελλάδος", τόμοι 2, Αθήναι 1963, τομ.1ος, σελ.98-101.
  • Χαρ. Νικολάου "Διεθνείς Συνθήκες" Αθήνα 1996, σελ.131-135.
  • "Εγκυκλοπαίδεια Πάπυρος Larousse Britannica" τομ.1ος, σελ.465.