Μάιος 1917 - Οι μαθητές θα διδάσκονται για πρώτη φορά στη δημοτική - Η περιπετειώδης διαδρομή της ελληνικής γλώσσας στους αιώνες
«Ο κύριος Κωνσταντίνος Παλαμάς τιμωρείται δια μηνιαίας προσωρινής απολύσεως, επειδή επιλαθόμενος της υπηρεσιακής αυτού ιδιότητος εξήνεγκε τας κοινωνικάς αυτούς περί γλώσσης πεποιθήσεις δημοσιογραφικώς προκλητικήν δεικνύων δι αυτάς υπερηφάνειαν, εξεγείρων δε ούτω επί ζημία της τάξεως τούς τ΄ αντίθετα γλωσσικώς φρονούντας...». Εν ολίγοις, ο Κωστής Παλαμάς παύεται για έναν μήνα από τα εργασιακά καθήκοντά του στη γραμματεία του Πανεπιστημίου Αθηνών, επειδή δήλωσε γραπτώς ότι είναι αδιαπραγμάτευτος οπαδός της δημοτικής γλώσσας.
Είναι Απρίλιος του 1911, Μ. Σάββατο, και η απόφαση του υπουργού Παιδείας, Απ. Αλεξανδρή (κυβέρνηση Βενιζέλου), φιλοξενείται στα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων. Ο ποιητής διέπραξε το μεγάλο ατόπημα σε περίοδο που το κλίμα μυρίζει μπαρούτι... Στην πραγματικότητα, ο Αλεξανδρής υποστηρίζει και ο ίδιος τη δημοτική και θαυμάζει την τόλμη του Παλαμά, αλλά ο θεσμικός ρόλος του στην κυβέρνηση Βενιζέλου, που προσπαθεί να κατευνάσει τα πνεύματα, του επιβάλλει να σταθεί απέναντι στον μεγάλο ποιητή.
Είναι η εποχή που ο παθιασμένος οπαδός της αρχαΐζουσας, καθηγητής Ελληνικής Φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, Γεώργιος Μιστριώτης, οργανώνει μικρές και μεγαλύτερες επαναστάσεις αντίδρασης στον δημοτικισμό, τον οποίο έχει εισαγάγει ως δυναμικό κίνημα ο Έλληνας της διασποράς, γλωσσολόγος Γιάννης Ψυχάρης, και ο Παλαμάς δημοσιεύει στο λογοτεχνικό περιοδικό των δημοτικιστών «Ο Νουμάς» άρθρο υπό τον τίτλο «Για να διαβάσουν και τα παιδιά», όπου φαρδιά πλατιά υπογράφει: «...στρογγυλά και χτυπητά μαλλιαρός...» προκαλώντας τεράστιο σάλο!
[Μαλλιαρούς αποκαλούν τους οπαδούς της δημοτικής. Κατά την ελκυστικότερη άποψη, ο χαρακτηρισμός οφείλεται σε ένα αστείο του χιουμορίστα λογοτέχνη και δημοσιογράφου Ιωάννη Κονδυλάκη. Είδε, λέει, κάποτε στον δρόμο δύο αδελφούς -ποιητές, δημοτικιστές- με χαρακτηριστική πλούσια κόμη και αναφώνησε: «Να και η μαλλιαρή λογοτεχνία!»]
ΟΙ ΠΡΩΤΕΣ ΑΝΤΙΔΡΑΣΕΙΣ ΓΥΡΩ ΑΠΟ ΤΗ ΓΛΩΣΣΑ
Δεν είναι καινούργιο το φαινόμενο της αντιπαράθεσης για τη γλώσσα. Οι ζωηρές συζητήσεις έχουν ξεκινήσει από προηγούμενο αιώνα! Από τότε που κατά την πρώτη μελέτη των γραπτών κειμένων από την πτώση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας ίσαμε τον 18ο αι. διαπιστώθηκε πως αρχαία ελληνική και «λόγια» χρησιμοποιούνταν ως γραπτές γλώσσες, αλλά υπήρχαν και αρχαιοελληνικές γραπτές ποικιλίες διανθισμένες με στοιχεία αττικής διαλέκτου και δημώδους, αποτυπωμένες σε θεολογικά κείμενα, σε νομικά έγγραφα και επιστημονικά συγγράμματα. Κι ακόμη περισσότερο, υπήρχε μία καθαρή δημώδης γραπτή παράδοση που εξελίχθηκε κυρίως μέσα από το δημοτικό τραγούδι και τη λογοτεχνία. Σ΄ αυτήν τη δημώδη γλώσσα, άλλωστε, γράφτηκαν τα έργα για τη διάδοση εγκυκλοπαιδικών γνώσεων την περίοδο του Νεοελληνικού Διαφωτισμού. Στον δε προφορικό λόγο, από όλες τις γλωσσικές ποικιλίες χρησιμοποιούνταν κατά κανόνα οι δημώδεις. Όμως, έως και ολόκληρο τον 19ο αι. το εθιμικό -και όχι μόνον- πρωτόκολλο υποδείκνυε ως ελληνική γλώσσα την αρχαία ελληνική. Οι άλλες ποικιλίες αποκαλούνταν γραικική, ρωμαίικη ή απλή/κοινή διάλεκτος.
Μετά την απελευθέρωση από τον οθωμανικό ζυγό, το ερώτημα που τέθηκε ήταν τι μορφή θα έπρεπε να έχει η επίσημη νεοελληνική γραπτή γλώσσα του κράτους. Δύο προτάσεις διαμορφώθηκαν. Η πρώτη ήταν των «γλωσσαμυντόρων», όσων, δηλαδή, υποστήριζαν πως ως πρότυπη γραπτή γλώσσα θα έπρεπε να καθιερωθεί η αρχαία αττική διάλεκτος, αφού -όπως έλεγαν- η κλασική Ελληνική έχει μακραίωνη γραπτή παράδοση και άρα αποτελεί κοινό κτήμα του έθνους. «Η αρχαία γλώσσα μας σηκώνει τα δουλικά φρονήματα, μας κάμνει ευδαίμονας, μας διακρίνει ως έθνος» έγραφε από το 1820 στο περιοδικό «Καλλιόπη» ο γλωσσολόγος της εποχής Στέφανος Κομμητάς, ο οποίος απέδιδε την ομιλουμένη νέα ελληνική στην πνευματική παρακμή που προκάλεσε η οθωμανική κατάκτηση και ως εκ τούτου δεν ήταν τίποτε περισσότερο από «χυδαίο προϊόν δουλείας και ξενοκρατίας»!
Η δεύτερη πρόταση αφορούσε την καθιέρωση της δημώδους γλώσσας ως ευκολότερης στην εκμάθηση από το σύνολο του ελληνικού λαού και καταλληλότερης για μετάδοση γνώσεων. Οι οπαδοί της άποψης υπογράμμιζαν ότι η γλώσσα είναι καθολικό μέσο επικοινωνίας, οπότε θα έπρεπε να είναι κατανοητή από όλους. Για τους δημοτικιστές το θέμα ήταν ουσιαστικό και πρακτικό. Στο επαγγελματικό πεδίο της καθημερινής συναλλαγής η δημοτική μετρούσε επικοινωνιακά πλεονεκτήματα. Αντίθετα, για τους αρχαϊστές η γλώσσα ήταν υπόθεση αίγλης εκπαιδευτικού εργαλείου και μόρφωσης, καθώς -όπως έλεγαν- μόνο με την αρχαία ελληνική μπορούσαν να μεταδοθούν γνώσεις με εννοιολογική ακρίβεια. Και τα δύο «στρατόπεδα», πάντως, συμφωνούσαν πως η συνοχή του ελληνισμού μέσα κι έξω από τα σύνορα έπρεπε να διασφαλιστεί κυρίως μέσω της γλώσσας. Αλλά ποιας γλώσσας;
Την τελευταία δεκαετία του 18ου αι., ο αρχιεπίσκοπος των νοτίων επαρχιών της ρωσικής αυτοκρατορίας, λόγιος και πολυγραφότατος Νικηφόρος Θεοτόκης, γράφει πως δεν πρέπει να προκριθεί ούτε η αρχαΐζουσα ούτε η χυδαία καθομιλουμένη, αλλά μία γλώσσα «καθαρεύουσα», δηλαδή μία γλώσσα καθαρισμένη από ξένες λέξεις και παρεφθαρμένους τύπους. Ο φιλόλογος και διαφωτιστής Κοραής τοποθετείται συγκεκριμενοποιώντας την άποψη του Θεοτόκη. Βάση της γραπτής γλώσσας -λέει- πρέπει να είναι η δημώδης, την οποία προσλαμβάνουμε όπως το μητρικό γάλα. Ωστόσο, η δημώδης χρειάζεται «διόρθωση» και «καλλωπισμό», που θα γίνει με βάση τον «ορθό λόγο», τους γλωσσικούς κανόνες και αναδρομή στα αρχαία ελληνικά. «Η γλώσσα είναι κτήμα του Έθνους, στην οποία μετέχει το Έθνος όλον με δημοκρατικήν ισότητα [...] Οι λόγιοι άνδρες του Έθνους είναι φυσικά οι νομοθέται της γλώσσης, αλλ΄ είναι νομοθέται δημοκρατικού πράγματος» σημειώνει. Όπως πολλοί διαφωτιστές, έτσι και ο ίδιος πιστεύει πως η παρακμή του ελληνικού πολιτισμού οδήγησε στον «εκβαρβαρισμό» γλώσσας και σκέψης άρα και στην παραμόρφωση της πραγματικής σημασίας των εννοιών, οι οποίες ευθύνονται για τη διάβρωση των ηθών της κοινωνίας. Συνεπώς, κατά τη σκέψη του Κοραή, η διόρθωση της γλώσσας, η «καθαρεύουσα», θα οδηγούσε και στη βελτίωση των ηθών. Μπροστά στην τοποθέτηση του Κοραή, οι γλωσσαμύντορες της αρχαΐζουσας ρίχνουν νερό στο κρασί τους...
ΣΤΑ... ΜΑΧΑΙΡΙΑ ΓΛΩΣΣΑΜΥΝΤΟΡΕΣ ΚΑΙ ΜΑΛΛΙΑΡΟΙ
Στο περιθώριο των καταιγιστικών εξελίξεων σε μία χώρα που προσπαθεί να στηθεί ελεύθερη στα πόδια της, οι ζυμώσεις για τη γλώσσα φουντώνουν, οι απόψεις μετατρέπονται σε δογματισμούς, οι αντιπαραθέσεις καλά κρατούν. Από τη μία ένας λαός με ποικιλία διαλέκτων προσπαθεί να συγκροτηθεί σε ομοιογενή πληθυσμό με κοινό γλωσσικό εργαλείο και από την άλλη ένα σύνολο λογίων, που η απειλή καθιέρωσης της «χυδαίας γλώσσας των αμόρφωτων και απαίδευτων», υπονομεύει την... ανωτερότητα και πρωτοκαθεδρία του.
Στο γύρισμα του αιώνα, η διαμάχη «γλωσσαμυντόρων» και «μαλλιαρών» βαίνει επιδεινούμενη. Τον πρώτο κιόλας χρόνο του 19ου αι., η κυβέρνηση Γεωργίου Θεοτόκη, παρ' ότι διαθέτει πλειοψηφία στη Βουλή, παραιτείται υπό το βάρος επεισοδίων για τη γλώσσα, που αφήνουν πίσω τους 10 νεκρούς και 70 τραυματίες. Τα επεισόδια πυροδοτήθηκαν από τη μετάφραση του Ευαγγελίου στη δημοτική, της οποίας την πρωτοβουλία πήρε η βασίλισσα Όλγα παρά την αντίθετη γνώμη Ιεράς Συνόδου και υπουργείου Παιδείας. Σε δύο χρόνια, τον Νοέμβριο του 1903, θα σημειωθούν νέα επεισόδια, με δύο νεκρούς και επτά τραυματίες, αυτήν τη φορά εξαιτίας της απόδοσης σε απλή καθαρεύουσα (και όχι στην πρωτόλεια αρχαϊκή μορφή της) της Ορέστειας του Αισχύλου! Δογματισμός και φανατισμός διαρρηγνύουν την κοινωνική συνοχή, αλλά κόμπος της γλώσσας δεν λύνεται. Επεισόδια, νεκροί, τραυματίες σημαδεύουν την πρώτη δεκαετία του 20ού αι. κι έρχεται η σειρά του Ελευθέριου Βενιζέλου να απειληθεί από τις Συμπληγάδες της οξείας αντιπαράθεσης. Ο πρωθυπουργός έχει, ήδη, από το 1899 τοποθετηθεί με επιφύλαξη απέναντι στη χρήση της καθαρεύουσας, αλλά δεν μπορεί να την αποκηρύξει απερίφραστα. Είναι, βλέπεις, η αρχαΐζουσα ματιά της κρατικής και εκκλησιαστικής ελίτ κι εκείνος δεν θέλει να υπονομεύσει το μεταρρυθμιστικό έργο των Φιλελευθέρων. Επιπλέον, στον κύκλο των βουλευτών του υπάρχουν δημοτικιστές και μη, οπότε οι ισορροπίες για τη σταθερότητα της κυβέρνησης είναι του τρόμου. Μάλιστα, ο ίδιος ο υπουργός Παιδείας, που έχει τιμωρήσει τον Παλαμά, είναι ιδρυτικό μέλος του Εκπαιδευτικού Ομίλου, που συγκρότησαν 36 δημοτικιστές, άνθρωποι των επιστημών, των γραμμάτων και της πολιτικής, αλλά δεν τόλμησε να βάλει την υπογραφή του στο ιδρυτικό καταστατικό. Από την άλλη, η αναθεωρητική επιτροπή της Βουλής έχει απορρίψει την πρόταση συνταγματικής κατοχύρωσης της καθαρεύουσας. Αν δεν το έκανε, θα έπρεπε να επιβληθούν αυστηρές πειθαρχικές διώξεις σε δημοσίους υπαλλήλους που χρησιμοποιούν τη δημοτική, όπως ο Παλαμάς. Η δημοτική, βέβαια, είναι γλώσσα που έχει βρει ήδη πρόσφορο έδαφος στην ποίηση χάριν τόσο της παράδοσης του δημοτικού τραγουδιού όσο και της προώθησής της από τον Σολωμό και τους άλλους Επτανήσιους ποιητές, αλλά ο Παλαμάς με την αδιαπραγμάτευτη γραπτή «ομολογία» του έχει προκαλέσει πολύ και η μηνιαία παύση του από τα καθήκοντά του στοχεύει στο να ηρεμήσει τα ταραγμένα πνεύματα των γλωσσαμυντόρων, σηκώνοντας, ωστόσο, ταραχή στους κύκλους των μαλλιαρών.
Η Πηνελόπη Δέλτα κυκλοφορεί διαμαρτυρία όπου, μεταξύ άλλων, σημειώνει: «...Το ζήτημα τώρα πια δεν είναι ούτε γλωσσικό, ούτε πολιτικό. Είναι ηθικό και κοινωνικό. Με αγανάκτηση θα σηκωθεί κάθε πολιτισμένου ανθρώπου η συνείδηση και θα αναστατωθεί εναντίον της αυθαιρέτου αυτής βίας που είναι καταπάτημα της ελευθερίας της σκέψεως. Κάθε Έλληνας θα αισθανθεί σαν δική του προσβολή το κτύπημα μιας εθνικής δόξας σαν τον Παλαμά...».
«ΕΙΣΑΙ ΠΡΟΔΟΤΗΣ! ΔΕΝ Σ΄ ΕΞΥΠΗΡΕΤΩ!»
Ψύχραιμες φωνές προσπαθούν να επιχειρηματολογήσουν υπέρ της μίας ή της άλλης εκδοχής, αλλά το γλωσσικό ζήτημα έχει πάρει διαστάσεις υστερίας. «Η χυδαία γλώσσα δύναται να χρησιμεύσει ως διεθνής των βλακών και ηλιθίων και ουχί των απογόνων του Περικλέους και του Πλάτωνος» διαρρηγνύει τα ιμάτιά του ο Μιστριώτης. «Παλιοί καιροί, παλιωμένες, αποπαλιωμένες ιδέες... Κι έρχουνται τώρα να μας πούνε πως μη προσέχοντας στους τύπους, θα βγη καλήτερη, θα βγη πιο πλούσια η ουσία. Παραμύθια που βλάφτουνε...» κηρύσσει ο Ψυχάρης.
Καθώς η πολεμική απλώνεται, ο Τύπος καταγράφει τραγελαφικά περιστατικά:
· Όταν ο εκδότης του περιοδικού των δημοτικιστών «Ο Νουμάς», Δ. Ταγκόπουλος, σπεύδει κάποτε στην τράπεζα για ανάληψη χρημάτων, ο ταμίας αρνείται να τον εξυπηρετήσει, λέγοντάς του ότι δεν δίνει χρήματα σε προδότες. Θα χρειαστεί η επέμβαση του διευθυντή της τράπεζας για να εξυπηρετηθεί ο πελάτης!
· Ο Κυριακούλης Μαυρομιχάλης υποβάλλει στη Βουλή αίτημα προς την κυβέρνηση να απευθυνθεί στις γαλλικές Αρχές για να μετονομαστεί η έδρα Νέων Ελληνικών, που κατέχει ο Ψυχάρης στο πανεπιστήμιο του Παρισιού! Η γλώσσα, που διδάσκει, λέει, δεν είναι ελληνική!
Το 1908, ο φιλόλογος Σταμάτης Σταματιάδης, γνωστός με το ψευδώνυμο Ελισαίος Γιανίδης, εκδίδει στην Αθήνα ένα φλογερό μαχητικό κείμενο για την υπεράσπιση της δημοτικής γλώσσας. «Κανένας ποτέ δεν έσχε δύο υιούς φονευθέντας εις τον πόλεμον. Μπορεί να έχασε δύο παιδιά ή να του σκοτώθηκαν δύο παιδιά στον πόλεμο. Κι εκείνο το "του" περιέχει όλο τον πόνο της πατρικής καρδιάς» επιχειρηματολογεί μεταξύ άλλων...
Σε ομιλία του ο Βενιζέλος αποδοκιμάζει ως «απόπειρες εξέγερσης» τις κινητοποιήσεις του Μιστριώτη και παίρνει αποστάσεις τόσο από τη λυσσαλέα μάχη που δίνει ο καθηγητής όσο και από την αντίστοιχα δογματική δραστηριότητα του Ψυχάρη. Με τη διπλωματική δεινότητά του επιχειρεί να τοποθετηθεί επί του ζητήματος βάζοντας προσεκτικά επιλεγμένες λέξεις τη μία πλάι στην άλλη: μελλοντική γραπτή γλώσσα θα είναι αυτή που χρησιμοποιούν οι μορφωμένοι στην καθημερινή τους επικοινωνία... Η δημοτική δεν μπορεί ακόμη να κατοχυρωθεί επίσημα, όχι λόγω γλωσσικής ένδειας, αλλά επειδή πολλοί άνθρωποι νιώθουν άβολα στην ιδέα να χρησιμοποιηθεί η λογοτεχνική γλώσσα ως γραπτή γλώσσα του επιστημονικού λόγου και του κρατικού μηχανισμού...
Φοβάται, ωστόσο, πιθανές αντιδράσεις της θρησκευτικής ελίτ. Αρχικά προτείνει μία προσθήκη στα άρθρα 1 και 2 του Συντάγματος για τη θρησκεία. Εντέλει στο άρθρο 107 ορίζει ότι «επίσημος γλώσσα του κράτους είναι εκείνη, εις την οποία συντάσσονται το πολίτευμα και της ελληνικής νομοθεσίας τα κείμενα· πάσα προς παραφθοράν ταύτης επέμβασις απαγορεύεται» και στο άρθρο 2 διευκρινίζει: «Το κείμενον των αγίων γραφών τηρείται αναλλοίωτον· η εις άλλον γλωσσικόν τύπον απόδοσις τούτου, άνευ της προηγουμένης εγκρίσεως και της εν Κωνσταντινουπόλει Μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας, απαγορεύεται απολύτως».
Ο Βενιζέλος θεωρεί ότι η διατύπωση του άρθρου 107, που έτσι κι αλλιώς αφορά κρατικά έγγραφα, δεν θα εμποδίσει την απλή καθομιλουμένη να μπει στη γραφή, οπότε με μία ήπια μετάβαση να καταστεί γλώσσα του κράτους. Αλλά κάνει λάθος. Οι καθαρευουσιάνοι αντιδρούν επειδή ο νόμος ουδεμία αναφορά στη γλώσσα τής εκπαίδευσης κάνει.
Την άνοιξη του ίδιου έτους, η Σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδος καταδικάζει τη «μαλλιαρή» και πολύ σύντομα οι υπέρμαχοι της καθαρεύουσας κατεβαίνουν στους δρόμους ενάντια στους δημοτικιστές. Έξω από τη Βουλή γίνονται επεισόδια και μέσα επίσης... Φοιτητές εκδίδουν ψήφισμα με το οποίο αναθεματίζουν τους εχθρούς της εθνικής γλώσσας, δηλαδή τους εκπροσώπους του λαού που «τόλμησαν να υπερασπιστούν τη μιαρή γλώσσα των μαλλιαρών, υπηρετώντας τα συμφέροντα των πανσλαβιστών». Μέσα στη Βουλή, ο Αλέξανδρος Παπαναστασίου του Κόμματος Δημοκρατικής Ενώσεως, αν και υπέρμαχος της δημοτικής, προσπαθεί να κατευνάσει τα πνεύματα. Λέει ότι η δημοτική δεν γίνεται να αντικαταστήσει άμεσα την καθαρεύουσα, επειδή επί του παρόντος είναι αποκλεισμένη από τη δημόσια ζωή. Δεν παραλείπει, ωστόσο, να δηλώσει απερίφραστα ότι τάσσεται κατά της συνταγματικής κατοχύρωσης της καθαρεύουσας.
Αλλά ό,τι δεν επιβάλλει ο άνθρωπος, το επιβάλλει η ανάγκη... Οι απλοί πολίτες δυσκολεύονται να συναλλαχθούν με το κράτος σε μία ακατανόητη γι' αυτούς γλώσσα. Οι δημόσιες υπηρεσίες μοιραία διευρύνουν τη χρήση της δημοτικής.
Το 1913, η κυβέρνηση Βενιζέλου μειώνει τις ώρες διδασκαλίας των αρχαίων ελληνικών στα δημοτικά σχολεία και τα γυμνάσια. Τις αντικαθιστά με το μάθημα των νέων ελληνικών (ο όρος λειτουργεί περίπου ως δούρειος ίππος για την εισαγωγή της δημοτικής γλώσσας στα σχολεία. Ακόμα και η λέξη, βλέπεις, προκαλεί αντιδράσεις!). Για πρώτη φορά τυπώνονται και διανέμονται στα σχολεία αναγνωστικά με κείμενα στη δημοτική.
Οι καθηγητές της Φιλοσοφικής στο Πανεπιστήμιο Αθηνών αντιδρούν, αλλά αυτήν την περίοδο ουδείς έχει μυαλό για τη γλώσσα... Η Ελλάδα είναι ένα καζάνι που βράζει. Ο βασιλιάς Γεώργιος Α' δολοφονείται και τον διαδέχεται ο γιος του, Κωνσταντίνος Α', ενώ διασπάται το ενιαίο βαλκανικό μέτωπο οδηγώντας σε πόλεμο τη Βουλγαρία απέναντι στην Ελλάδα και τη Σερβία. Το τέλος του πολέμου τον Ιούλιο του '13 βρίσκει την Ελλάδα διευρυμένη εδαφικά και πληθυσμιακά. Προστιθεμένων και των νέων πολιτών της χώρας, η ανάγκη για εύκολη συνεννόηση καθίσταται εντονότερη. Η γλώσσα του λαού βγαίνει κερδισμένη από τις ιστορικές συγκυρίες, χωρίς καθοδηγητές και κήνσορες...
ΑΛ. ΔΕΛΜΟΥΖΟΣ: Η ΑΣΤΥΝΟΜΙΑ ΔΕΝ ΕΓΓΥΑΤΑΙ ΓΙΑ ΤΗ ΖΩΗ ΜΟΥ...
Την άνοιξη του '14 ο άνεμος φέρνει μυρωδιά παγκόσμιου πολέμου, αλλά στη δικαστική αίθουσα του Εφετείου Ναυπλίου ο διευθυντής του Ανώτερου Δημοτικού Παρθεναγωγείου Βόλου, καθηγητής Δελμούζος, και ακόμη 11 δημοτικιστές παιδαγωγοί δίνουν τη δική τους μάχη... Κατηγορούνται για αθεΐα, αντεθνισμό και σοσιαλισμό από μερικούς γλωσσαμύντορες, ανάμεσά τους και ο μητροπολίτης Δημητριάδος Γερμανός Μαυρομάτης, επειδή δίδασκαν στη δημοτική.
«Στην αστυνομία μού σύστησαν να μη βγω από το σπίτι 5-6 ημέρες γιατί δεν μπορούν να εγγυηθούν για τη ζωή μου· μου έδειξαν το τηλεγράφημα που έστειλε η διεύθυνση της αστυνομ. Λαρίσσης, όταν της ζήτησαν ενίσχυση:... "επιτάξατε μη τηρή προκλητικήν στάσιν Δελμούζος... αληθώς υπονομεύων θρησκείαν και γλώσσαν λαού!" Έτσι έμεινα φυλακισμένος» γράφει ο καθηγητής σε επιστολή του προς την Πηνελόπη Δέλτα.
Η δίκη διαρκεί 12 ημέρες και καταθέτουν περισσότεροι από 100 μάρτυρες κατηγορίας και υπεράσπισης. Οι κατηγορούμενοι αθωώνονται. Στο τεύχος του της 3ης Μαΐου 1914 «Ο Νουμάς» θριαμβολογεί: «Είμαστε βέβαιοι πως η παλληκαριά της ιδέας, το θάρρος της πίστης, έσωσαν το ζήτημα. Η απόφαση εΐταν αθωωτική κι αποδόθηκε τίμιος και λευκός στο έργο του, ο κατηγορημένος των παπάδων κι ο αφωρεσμένος των αμαθών, για ν΄ αληθέψη άλλη μια φορά ο στοχαστικός λόγος του Ψυχάρη: "Πιο σίγουρη προφύλαξη, επιφύλαξη πιο φρόνιμη δεν έχει από το κουράγιο". To γερό δέντρο του πνεματικού ξεσκλαβωμού, που ένα του κλαδί γενναία πότισε με τον αγώνα του ο Δελμοΰζος, αρχίζει να φουντώνη και ανθίζη».
Τα πυρά των γλωσσαμυντόρων για την αθωωτική απόφαση δέχεται τώρα ο Βενιζέλος. Μάλιστα, ο ιδιοκτήτης του αθηναϊκού ξενοδοχείου «Βενιζέλος», αγανακτισμένος από το αποτέλεσμα της δίκης, δηλώνει αποφασισμένος να αλλάξει την επωνυμία της επιχείρησής του και μέσω αγγελιών στις εφημερίδες προσφέρει 100 δραχμές σ' εκείνον που θα του προτείνει την καταλληλότερη!
Το καλοκαίρι του '14 εκρήγνυται ο Α' Παγκόσμιος Πόλεμος κι ο πρωθυπουργός, ύστερα από έντονη διαφωνία με τον βασιλιά για τους εξωτερικούς προσανατολισμούς και τις συμμαχίες της χώρας, παραιτείται, ανοίγοντας το κεφάλαιο του εθνικού διχασμού, που θα λήξει το 1917 με την επανεκλογή του στην πρωθυπουργία. Εν τω μεταξύ, το κλίμα για τη γλώσσα παραμένει σε σύγχυση. Στα χαρτιά επίσημη γλώσσα του κράτους είναι η καθαρεύουσα. Στην πραγματικότητα, η δημοτική ήδη έχει κερδίσει έδαφος στον απλό πληθυσμό της χώρας. Ο Βενιζέλος έχει βαλθεί να τερματίσει τη διαμάχη. Ένα εκπαιδευτικό συμβούλιο αποτελούμενο από τους γλωσσολόγους Δημήτρη Γληνό, Μανόλη Τριανταφυλλίδη και Αλέξανδρο Δελμούζο αναλαμβάνει την εκπαιδευτική μεταρρύθμιση.
ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΤΗΣ ΔΗΜΟΤΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ ΣΤΑ ΣΧΟΛΕΙΑ
Κι έναν Μάιο σαν τον τωρινό πριν από 108 χρόνια, ο Βενιζέλος κάνει το πρώτο αποφασιστικό βήμα. Με νομοθετικό διάταγμα καθιερώνει τη δημοτική ως υποχρεωτική γλώσσα διδασκαλίας στα δημοτικά σχολεία. Η καθαρεύουσα θα διδάσκεται μόνο στις δύο τελευταίες τάξεις. Ως αναγνωστικό της Γ' Δημοτικού διανέμεται στα σχολεία το παιδικό μυθιστόρημα του δημοτικιστή Ζαχαρία Παπαντωνίου «Τα ψηλά βουνά» σε γλωσσική επιμέλεια Μανόλη Τριανταφυλλίδη και παιδαγωγικές υποδείξεις Αλέξανδρου Δελμούζου.
Το βιβλίο θα πυροδοτήσει νέο κύκλο έντονων αντιδράσεων. «... όλα εις το βιβλίον αυτό είνε ανθρώπινα και μαζύ ελληνικά, χωρίς ίχνος ρητορικής, χαρούμενα και σεμνά. Διδάσκουν δια του ύφους, συνδυάζουν ακόπως την ωραιότητα προς την σκοπιμότητα και βλέπεις ότι εναρμονίως συμπλέκονται εις χορούς η πτερωτή Ποίησις και η πεζοδρόμος Παιδαγωγική» γράφει ο Παλαμάς στο έντυπο «Εμπρός». Η απέναντι πλευρά έχει ασφαλώς άλλη άποψη. «Άνθρωποι ταπεινής τάξεως» και άρα «ταπεινής ηθικής υποστάσεως» είναι οι ήρωες του βιβλίου για τους γλωσσαμύντορες, οι οποίοι υποστηρίζουν ότι το βιβλίο πρέπει να καεί και οι υπεύθυνοι να τιμωρηθούν!
[Τα αντίτυπα των Ψηλών Βουνών δεν θα καούν. Θα αποσυρθούν και θα επαναδιανεμηθούν στα σχολεία το 1924, όταν πια η μεγάλη μπόρα θα έχει περάσει και η δημοτική θα έχει μπει στον δρόμο της δικαίωσης].
Η κατάρρευση της Μεγάλης Ιδέας και η Μικρασιατική Καταστροφή, που θα πλημμυρίσει τη χώρα με πρόσφυγες από την απέναντι πλευρά του Αιγαίου, θα οδηγήσουν στην αργή και σταθερή αποδυνάμωση των οπαδών της καθαρεύουσας. Οι πρόσφυγες θα φέρουν τη δική τους υψηλή κουλτούρα κι αυτή δεν είναι απαραιτήτως συνδεδεμένη με την καθαρεύουσα. Η καθομιλουμένη δημώδης θα εμπλουτιστεί με νέα στοιχεία μικρασιατικής ντοπιολαλιάς κι ένας καινούργιος δρόμος θα ανοιχτεί για τη γλώσσα.
Η μεγάλη εκπαιδευτική μεταρρύθμιση (1929-1931) της κυβέρνησης των Φιλελευθέρων φέρνει ελάχιστες αλλαγές στο γλωσσικό ζήτημα. Η διδασκαλία των νέων ελληνικών μπαίνει σε όλες τις τάξεις και τις σχολικές βαθμίδες, ενώ τα αναγνωστικά του γυμνασίου και του λυκείου περιλαμβάνουν κείμενα και στη δημοτική και στην καθαρεύουσα.
Ο δικτάτορας Μεταξάς εφαρμόζει για το θέμα μία ιδιόμορφη πολιτική. Ευνοεί τη δημοτική, αλλά δεν την καθιερώνει ως επίσημη γλώσσα του κράτους. Στα σχολεία επαναφέρει τα μέτρα που ίσχυαν το 1917 και κερδίζει τη συμπάθεια των διανοουμένων που υποστηρίζουν τη δημοτική. Προτείνει επιτυχώς στον δημοτικιστή γλωσσολόγο Μανόλη Τριανταφυλλίδη (εκ των ιδρυτών του Εκπαιδευτικού Ομίλου για την προώθηση της δημοτικής γλώσσας) να συντάξει μία γραμματική της δημοτικής, η οποία θα κυκλοφορήσει το 1941.
Μετά τον θάνατο του Μεταξά, οι γλωσσαμύντορες ανακάμπτουν. Η Ελλάδα είναι υπό γερμανική, ιταλική και βουλγαρική κατοχή, αλλά εκείνοι δεν πτοούνται. Καθηγητές της Φιλοσοφικής του Πανεπιστημίου Αθηνών παραπέμπουν στο πειθαρχικό συμβούλιο τον συνάδελφό τους της Κλασικής Φιλολογίας Ιωάννη Θ. Κακριδή, επειδή, όπως λένε, σε δύο δημοσιεύσεις του παρέλειψε πνεύματα και απλοποίησε τόνους! «Εθνικώς επιζημία ενέργεια, η οποία προσλαμβάνει, χωρίς να το επιδιώκει βεβαίως ο κ. Καθηγητής, εγκληματικόν απέναντι του έθνους χαρακτήρα» αναφέρεται στο κατηγορητήριο. Κάποιοι, υπαινισσόμενοι ύποπτο... δάκτυλο, αναφέρουν ότι την ίδια περίοδο που ο Κακριδής έχει καταθέσει υποψηφιότητα για την έδρα της Αρχαίας Ελληνικής Φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, το συμβούλιο τον τιμωρεί με προσωρινή απόλυση δύο μηνών.
Όταν το ΕΑΜ υιοθετεί τη δημοτική ως γραπτή γλώσσα, η υπόθεση παίρνει πολιτικές διαστάσεις και οι δυνάμεις που έβλεπαν στην καθαρεύουσα ένα σύμβολο εθνικής συνοχής συσπειρώνονται και δυναμώνουν. Το 1949 η Ακαδημία Αθηνών δεν προκηρύσσει έδρα Γλωσσολογίας για να αποφύγει το ενδεχόμενο να την καταλάβει ο Μανόλης Τριανταφυλλίδης. Η στάση του συντηρητικού Τύπου είναι ενδεικτική. «Ο δημοτικισμός έγινε συνωμότης, επαναστάτης και ετέθη εκτός νόμου δια την συνείδησιν των Ελλήνων, ΓΑΜ (παραφθορά του ΕΑΜ - Γλωσσικόν Αλευθερωτικόν Μέτωπον) και ΕΑΜ απετέλεσαν φαύλον κύκλον [...] Αφ΄ ης (ο δημοτικισμός) επεδίωξε να γίνη ή και έγινε μητροκτόνος και πατροκτόνος και αδελφοκτόνος, δεν έχει πλέον θέσιν υπό την οικογενειακήν στέγην...» δημοσιεύει τον Οκτώβριο του ίδιου έτους η εφημερίδα «Εστία».
Τελευταίος ζοφερός σταθμός στην περιπετειώδη διαδρομή της ελληνικής γλώσσας θα είναι η δικτατορία των Συνταγματαρχών, οπότε με μία μικρή προσθήκη στο κείμενο που εμφανίζουν για Σύνταγμα το 1968, επανέρχεται η καθαρεύουσα στην εκπαίδευση. Αυτήν τη φορά, βέβαια, στα στόματα των ένστολων αμυντόρων της θα υποστεί τραγελαφικό αιματηρό σφαγιασμό... Το Αρχηγείο των Ενόπλων Δυνάμεων, πάντως, εκδίδει βιβλίο με τίτλο «Εθνική Γλώσσα», όπου αποκαλεί τη δημοτική ιδίωμα των Ελλήνων του εξωτερικού (υπαινιγμός για τον Ψυχάρη) και των κομμουνιστών!
Τελεία και παύλα στην πολυσέλιδη ιστορία του γλωσσικού ζητήματος θα μπει το 1976 επί κυβερνήσεως Κωνσταντίνου Καραμανλή. Ο υπουργός Παιδείας και Θρησκευμάτων, Γεώργιος Ράλλης, υπογράφει επιβεβλημένη χρήση της νεοελληνικής δημοτικής γλώσσας σε όλες τα εκπαιδευτικές βαθμίδες και στη διοίκηση της χώρας.
ΠΗΓΗ ΑΠΕ