Καθημερινή Αδέσμευτη Εφημερίδα

ΘΕΜΑΤΑ ΤΟΠΙΚΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ: ΤΑ ΜΠOΥΛΟΥΚΙΑ.

Γράφει ο Νίκος Ταξ. Δαβανέλλος. 

Η λέξη  «μπουλούκι» προέρχεται από την τούρκικη λέξη , «boluk» και υπονοεί μια ομάδα που σχηματίζει ένα «θίασο», ο οποίος ταξιδεύει από τη μια μεριά της χώρας, κυρίως της επαρχίας, μέχρι την άλλη, μια ομάδα «ηθοποιών» χωρίς κείμενο, σκηνοθέτη, σκηνικά, η οποία στήνει μια παράσταση σε ένα καφενείο του χωριού για μια ή δύο «παραστάσεις»  Ξεκίνησε το 19ο αιώνα και θεωρείται απόγονος  του «άρμα Θέσπιδος».

«… Η Λιβανάτα δεν ήταν στο άλλο ημισφαίριο. Το κάρο μας έδειρε, μας κοσκίνισε γερά  γερά  σαν τη σίκαλη και μας άδειασε στην πλατεία του χωριού. Ο καροτσιέρης μας ήταν πολύ εγκυκλοπαιδικός. Απ’ τα μισά του δρόμου ακόμη μας έλεγε ότι το χωριό είχε γερούς και καλούς καφενέδες. Πως είχε παλιό και «αψηλό» καμπαναριό. Και πως ήταν «πατρίς του Θησέως».

-Τίνος Θησέως; Του γιού του Αιγέα;

-Εδώ θα τα χαλάσουμε, πατριώτη. Δεν ξέρω τα πατρογονικά του, μα για μουστάκι ξέρω πως είχε πολύ γερό… και πως το τίμησε.

-Για στάσου. Αμ τότε εσύ θα θέλεις να πεις για τον Ανδρούτσο.

- Να σχωρεθούν τα πεθαμένα σου.

-Ε τότε, τι Θησέως λες; Οδυσσέα θέλεις να πεις.

-Να σχωρεθούν τα πεθαμένα κι άλλη μια βολά…

Το κάρο του μποτσάριζε σαν παλιοκάικο σε φουσκοθαλασιά. Όλο λακούβες ήταν ο δρόμος κι όλο κοτρόνες και βότσαλα. Καλά που δεν ήρθε μαζί μας κι ο πρωταγωνιστής. Σίγουρα θα σκόρπιζε όλος στη μέση του δρόμου και θα τον μάζευαν με το κουταλάκι. Η πρωταγωνίστρια είχε πια παρηγορηθεί απ’ τον αποχωρισμό. Τα μάτια της στέγνωσα  και τώρα, λυτρωμένα απ’ τα δάκρυα, μπορούσαν να δουν ότι ο κόσμος υποφερότανε και χωρίς πρωταγωνιστή. Εξάλλου ο Κουβαρίκας, θρονιασμένος πλάι στον αμαξά, άπλωνε το χέρι του δεξιά ζερβά-σαν τον πλοίαρχο στη γέφυρα του βαποριού του – και της έδειχνε τα τοπία της περιοχής. Ο θιασάρχης σ’ όλο αυτό το διάστημα συμπεριφερότανε σαν τον ψόφιο λύκο. Με θανάσιμο άχτι έβλεπε κρυφά τον kουβαρίκα, κι ακόνιζε τα δόντια του. Την ταπείνωση τη δέχτηκε, αλλά δεν τη χώνεψε…





Μεγάλο ξεσηκωμό έφερε στο χωριό –Λιβανάτα- το φτάσιμό μας. Ως και γριές γυναίκες βγήκαν απ ΄τα παράθυρα. Η πλατεία γέμισε λιανοπαίδια. Οι χωριάτες βάλανε και τα δυό τους χέρια στην τσέπη και παρακολουθούσαν το ξεφόρτωμά μας με ήρεμη απορία. Ένας ψηλοτάβανος μάλιστα ξεθάρρεψε κιόλας κι ήρθε κοντά  να μας ρωτήσει.

-Πότε θα το κάνετε το θέατρο ρε;

-Απόψε, του αποκρίθηκε ο Κουβαρίκας. Γιατί, μπάρμπα;

-Για το έτσι…

-Ε, τότε γιατί ρωτάς;

-Γιατί ειμ’ απ’ άλλο χωριό. Για τούτο.

-Το λοιπόν;

-Μη θαρρείς πως είναι σιμά…

-Τι φταίω γω;

-Άμα βγείς στο δρόμο νυχτιάτικα, θα σε φαν οι λύκοι.

-Δεν καταλαβαίνω τίποτα.

- Γιατί, αν ειν’ και το κάνετε το θέατρο απόψε, τι θέλω να βγω νυχτιάτικα στο τρίστρατο. Κάθουμε δω. Γλέπω, απου λες, το θέατρο, και ταχύ παίρνω το δρόμο. Ε;

-Ναι, ναι… Κρίμα μονάχα που δεν ξέρω προβατίσια γλώσσα…

-Στεφανωτή σου την έχεις αυτήν; Κάνει ο ψηλοτάβανος και δείχνει με μια μαγκούρα την πρωταγωνίστρια

-Δηλαδή;

-Με χαλκά την έχεις;

-Όχι, είναι ήμερη, δεν δαγκώνει

- Τήρα να τη βλοηθείς, ρε!  Τήρα να τη βλοηθείς, γιατί  ειν’ αμαρτία. Άκσες; Τραβολογάτε τ’ κόσμου τα θυλικά κι απέ τα’ απαρατάτε, σκύλοι τ’ κερατά…

Ο θιασάρχης απ’ τη λύσσα του έβγαζε πράσινο αφρό, μα καμωνότανε τον κακομοίρη. Οι τρείς καφετζήδες της πλατείας περίμεναν να δούν σε ποιόν θα έδειχνε την εύνοιά του ο κ. Κουβαρίκας. Μα κείνος δεν ταλαντεύθηκε διόλου. Προχώρησε στον πιο μεγάλο καφενέ κι έδωσε το χέρι του σ’ έναν πενηντάρη που συγύριζε τον μπάγκο του.

-Πάλι εδώ είμαστε! Του λέει.

-Καλώς να χαίρεσαι. Κραξ’ και τς αποδέλοιπ’ να τινάξνε κάνα τσίπρου. Σας ξεταλιάρισ’ η ταλίγκα. Κι έχω και κάτι μεζελίκια- Παναγιούλα μ’!...

Ως  το βράδυ το σανίδι είχε στηθεί. Ο Κουβαρίκας έγραψε και το πρόγραμμα:

« ΔΕΝ ΘΑ ΜΕΙΝΗ ΜΑΤΙ ΑΔΑΚΡΗΤΟ: ΤΟ ΣΥΓΚΟΝΙΣΤΙΚΟΝ ΔΡΑΜΑΤΙΚΟΝ ΔΡΑΜΑ, «Η ΕΓΚΑΤΑΛΙΨΙΣ ΤΗΣ ΟΡΦΑΝΗΣ»  ΜΕΤΑ ΤΗΣ ΕΞΟΦΡΕΝΗΚΗΣ ΚΟΜΟΔΙΑΣ «ΜΙΑ ΣΟΥ ΚΑΙ ΜΙΑ ΜΟΥ», ΠΡΟΦΤΑΣΕΤΕ ΝΑ ΠΙΑΣΟΥΤΕ ΘΕΣΙΣ»

Το βράδυ πήχτρα ο κόσμος. Το «φιλοθεάμον κοινόν της Λιβανάτας», όπως έλεγε ο Κουβαρίκας , δικαίωσε πανηγυρικά τη φήμη του.Πρώτος  πρώτος φιγουράριζε, σαν να κάθισε να φωτογραφηθεί, ο ψηλοτάβανος της πλατεία, που στην αρχή είχε πιάσει δύο θέσεις-μια για την αφεντιά του και μια για την κάπα και το προσφάι του - ύστερα όμως που έπεσε ο μεγάλος συνωστισμός του πήρανε τη μια. Όμορφα πήγαιναν τα πράματα, μέλι και ζάχαρη τραβούσε η παράσταση. Μα-είπαμε- η αναποδιά κυνηγάει τα καημένα τα μπουλούκια όπως ο λύκος τα κοπάδια. Την ώρα του φινάλε, την ώρα που ο πρωταγωνιστής Κουβαρίκας εγκατέλειπε άσπλαχνα την  «Ορφανή Κόρη» κι είχε αρχίσει εκείνη τους σπαραγμούς, ένας μεγάλος σαματάς σηκώθηκε απ’ τα πρώτα καθίσματα κι ο ψηλοτάβανος βρέθηκε στη σκηνή κι άρπαξε τον Κουβαρίκα απ’ το γιακά.

-Βρε σουρλίγκα τα’ κερατά! Γιατί ωρέ πατ’σεςτον όρκο σ’; Τι μόλεες τωραϊα   στην πλατεία, ρε χαντακωμένε; Ως πότε, ρε τραϊα, θ’ απαρατάτε τα’ κόσμου τα κουρίτσια στα στράτες απροστάτεγα και θα λακάτε; Δύσκολη στιγμή. Η μαγκούρα του γέρου κρεμότανε σα θεομηνία πάνω απ’ το κεφάλι του Κουβαρίκα. Κι η χερούκλα του σφιγγόταν γύρω στο λαιμό του να τον καρυδώσει. Δύσκολη στιγμή- μα όχι και για τη θηλυκιά φαντασία του Κουβαρίκα.

-Τι θέλεις, μπάρμπα μου; του λέει υποταχτικά.

-Να μην την απαρατήσεις θέλω ρε! Να τι θέλω.

-Και δε μιλάς; Ό,τι θέλει ο μπαρμπούλη.  «Γλυκειά μου…» λέει,  κι αρχίζει ξανά το παίξιμο,  «μικρή μου ορφανή … επίτηδες έκανα πως   σ’ αφήνω. Για να δοκιμάσω τα δάκρυά σου. Τώρα είσαι η γυναικούλα μου, η πιστή μου, αγαπημένη μου γυναίκα…»

-Η  στεφανωτή μου ρε, φωνάζει ο γέρος. Πε το: η Στεφανωτή μου!» Ταχιά δεν πάω στο χωριό α δε δω τα στεφανώματα.  Θα το κάνω αυτό το έλεος στην ορφανή κι απέ θα φύγω.

…και την άλλη μέρα το πρωϊ, κρυφά, κρυφά, παίρνουμε κι εμείς δρόμο… για φτάσουμε στον Άγιο Κωνσταντίνο…

Μενέλαος Λουντέμης, «ΤΟΤΕ ΠΟΥ ΚΙΝΗΓΟΥΣΑ ΤΟΥΣ ΑΝΕΜΟΥΣ»

 

 

    

 

Απόψεις

# Οι εργαζόμενοι της ΛΑΡΚΟ έκαναν χθες κατάληψη στο ήδη κλειστό εργοστάσιο της ΛΑΡΚΟ !  Αντιδράσεις@ Όλοι οι εργαζόμενοι στα δημόσια νοσοκομεία της Περιφέρειας...

Ελλάδα

Ενημερωτικά δελτία

Ενημερωθείτε άμεσα από την εφημερίδα μας για τις τελευταίες ειδήσεις μέσα από την ηλεκτρονική σας διεύθυνση.
randomness