«Η Μικρασιατική Εκστρατεία κατά το έτος 1921»
Γράφει η Ευαγγελία Δημοπούλου, Ιστορικός - Αρχαιολόγος
Έπειτα από τις συμφωνίες των κεμαλικών με τις μεγάλες δυνάμεις η ελληνική πλευρά αποφάσισε να απαντήσει δυναμικά, για να προλάβει τον Κεμάλ να μεταφέρει τις δυνάμεις από τον νότο.
Έτσι, αποφασίστηκε η επιστράτευση πέντε κλάσεων και η αποστολή τους στο μικρασιατικό μέτωπο, με την ελληνική εαρινή επίθεση να ξεκινά στις 10/23 Μαρτίου 1921. Βέβαια, η συντριπτική αριθμητική υπεροχή των Τούρκων δεν επέτρεψε την κατάληψη του Εσκί Σεχίρ, παρ’ όλα αυτά ο ελληνικός στρατός κατάφερε να καταλάβει το Αφιόν Καραχισάρ το οποίο όμως αναγκάστηκε να εγκαταλείψει μετά τις εξελίξεις στο βόρειο μέτωπο.
Ο ελληνικός στρατός πλήρωσε το τίμημα για το αρχικό σφάλμα τακτικής της στρατιάς επί διοίκησης Παρασκευόπουλου. Δηλαδή ο ελληνικός στρατός βρέθηκε να μάχεται σε δύο ασύνδετα μεταξύ τους σημεία, χωρίς τη δυνατότητα αμοιβαίας υποστήριξης. Παρ’ όλα αυτά στον τομέα του Αβγκίν οι ελληνικές δυνάμεις απέκρουσαν 22 εχθρικές επιθέσεις για κατάληψη του λόφου Καλινσίρτ.
Αξίζει να σημειωθεί πως ένας από τους βασικούς υπεύθυνους για την μη επιτυχημένη εξέλιξη των επιχειρήσεων ήταν ο συνταγματάρχης Πτολεμαίος Σαρηγιάννης. Ήταν αυτός που διαβεβαίωνε ότι υπήρχε η δυνατότητα εφοδιασμού των ελληνικών δυνάμεων και παρά τις αστοχίες και την αποτυχημένη εκτίμησή του παρέμεινε στη θέση του.
Με την ολοκλήρωση της εαρινής επίθεσης, ο ελληνικός στρατός αρχίζει την αναδιοργάνωση. Έτσι, η καλή προετοιμασία των καλοκαιρινών επιχειρήσεων βοήθησε στην αποφυγή λαθών. Η επιστράτευση έγινε σε επτά κλάσεις εφέδρων (συμπεριλαμβανομένων αυτών του 1904 και του 1905) που κλήθηκαν στα όπλα. Επίσης, αγοράστηκαν 1.750 οχήματα και δημιουργήθηκε μία τεράστια βάση ανεφοδιασμού στα Μουδανιά.
Ειδική μέριμνα υπήρξε για την επισκευή δρόμων ενώ κατασκευάστηκε σιδηροδρομική γραμμή 22 χλμ. πέρα από την Προύσα που θα βοηθούσε στον ανεφοδιασμό του στρατεύματος. Ακόμα, η νεότευκτη αεροπορία ενισχύθηκε με νέα αεροσκάφη ενώ στάλθηκαν στο μέτωπο μεγάλες ποσότητες υγειονομικού υλικού. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα, τον Ιούνιο, η δύναμη της στρατιάς της Μικράς Ασίας να φτάνει τους 6.159 αξιωματικούς, 193.994 οπλίτες, 63.639 υποζύγια, 318 πυροβόλα και 3 σμήνη αεροπλάνων.
Ακόμα και επικριτές των φιλοβασιλικών κυβερνήσεων που διαδέχτηκαν τον Ελευθέριο Βενιζέλο, τόνιζαν ότι αν το στράτευμα αυτό είχε αποσταλεί στη Μ. Ασία στα τέλη του 1919 ή το 1920,ο Κεμάλ και ο τουρκικός στρατός δεν θα μπορούσε να επιχειρήσει. Με την ολοκλήρωση των προετοιμασιών στις 29 Μαΐου/11 Ιουνίου 1921, ο βασιλιάς Κωνσταντίνος μαζί με τους πρίγκιπες Παύλο, Νικόλαο και Ανδρέα, τον πρωθυπουργό Δ. Γούναρη και τον Υπουργό Στρατιωτικών Ν. Θεοτόκη, ξεκίνησαν για τη Σμύρνη, προκειμένου να αναλάβει την αρχηγία του Ελληνικού Στρατού.
Ο ενθουσιασμός στην Ελλάδα ήταν έντονος με το σύνθημα «Και στην Πόλη» να ακούγεται παντού. Όμως ο Κωνσταντίνος που από την 1η Ιουνίου 1921, εγκατέστησε το στρατηγείο του στη Σμύρνη, δεν ήταν πλέον ο στρατηλάτης των Βαλκανικών Πολέμων. Η υγεία του ήταν κλονισμένη από μια πλευρίτιδα που είχε γίνει αιτία να υποστεί μία τουλάχιστον πλευρεκτομή.
Η τακτική με τη στρατιά να παρέμεινε χωρισμένη σε δύο τμήματα συνεχίστηκε, με το νότιο τμήμα να είναι το ισχυρότερο και τα δύο ελληνικά τμήματα απείχαν μεταξύ τους περίπου 200 χιλιόμετρα σε ευθεία γραμμή. Επίσης, μεγάλο πρόβλημα ήταν και η μορφολογία του εδάφους, αφού αποτελείται από βουνά ψηλότερα από 1.500 μέτρα. Πιο συγκεκριμένα, η περιοχή διασχίζεται από όρη που ξεκινούν από τη Μυσία και καταλήγουν στην κορυφή του Λυκιανού Ταύρου, Μποζ Μπουρούν. Υπάρχουν επίσης αρκετοί ποταμοί (Αδριανός, Ερμής, Μαίανδρος Πουρσάκ και Σαγγάριος).
Οι Τούρκοι είχαν ετοιμάσει την άμυνα τους σε τρεις ζώνες. Η πρώτη ήταν στην περιοχή Αβγκίν Καβαλίτσας, για την κάλυψη του Εσκί Σεχίρ από την περιοχή της Προύσας, η δεύτερη στο Τουμλού Μπουνάρ και στο Μπαλ Μαχμούτ για κάλυψη του Αφιόν Καραχισάρ από την κατεύθυνση του Ουσάκ και η τρίτη τα υψώματα που βρίσκονται στα περίχωρα της Κιουτάχειας για την προστασία της πόλης από όλες τις κατευθύνσεις. Συνολικά, διέθεταν 12 μεραρχίες πεζικού και 4 μεραρχίες ιππικού και (συνολική δύναμη 130.000 άνδρες) ενισχυμένες με 72 πυροβόλα.
Βιβλιογραφία
ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΕΘΝΟΥΣ, τ. ΙΕ, ΕΚΔΟΤΙΚΗ ΑΘΗΝΩΝ
Δρ. Ιωάννης Παπαφλωράτος, «Η Ιστορία του Ελληνικού Στρατού (1833-1949), Τόμος Ι, ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΣΑΚΚΟΥΛΑ, 2014
Ευχαριστούμε θερμά τον Δρα Ι. Παπαφλωράτο για την πολύτιμη βοήθειά του.
ΓΙΑΝΝΗΣ Κ. ΧΡΟΝΟΠΟΥΛΟΣ, «ΤΟ ΧΡΟΝΙΚΟ ΤΗΣ ΜΙΚΡΑΣΙΑΤΙΚΗΣ ΕΚΣΤΡΑΤΕΙΑΣ»,ΕΚΔΟΣΕΙΣ HISTORICAL QUEST, 2019
ΚΩΣΤΑΣ Μ. ΣΤΑΜΑΤΟΠΟΥΛΟΣ, «1992: Πώς φτάσαμε στην καταστροφή», ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΑΠΟΝ, 2020
ΚΩΝ/ΝΟΣ ΠΑΠΑΔΗΜΗΤΡΙΟΥ, «ΟΙ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΣΤΡΑΤΟΥ ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΑΓΚΥΡΑ», Περιοδικό ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ, τ. 288
Φωτογραφία: Έφοδος Ελληνικού Πεζικού κοντά στον ποταμό Ερμό κατά τη Μικρασιατική Εκστρατεία