Μια μαρτυρία: Η μαρτυρική θανάτωση του μητροπολίτη Χρυσοστόμου Σμύρνης
Γράφει ο
Κωνσταντίνος Αθαν. Μπαλωμένος
Φυσικός
Αυτή η προσωπική μαρτυρία προέρχεται από τον Γεώργιο Εμμ. Μυλωνά (1898-1988), αρχαιολόγο, καθηγητή πανεπιστημίου και ακαδημαϊκό, που γεννήθηκε στη Σμύρνη. Την ανακοίνωσε και καταγράφηκε για πρώτη φορά στις 14 Δεκεμβρίου 1982, στο τέλος της ομιλίας του, σε μια έκτακτη συνεδρίαση της Ακαδημίας Αθηνών, για τη συμπλήρωση 60 χρόνων, από τη Μικρασιατική Καταστροφή.
Τη μεταφέρουμε, όπως ελέγχθηκε :
Κατά τις τελευταίες ημέρες του Αυγούστου 1922 μια ομάδα φοιτητών του International College της Σμύρνης και εγώ, 24 ετών τότε, βρεθήκαμε φυλακισμένοι σε απαίσιο υπόγειο, σ’ ένα από τα μπουντρούμια του Διοικητηρίου της Σμύρνης. Σ’ αυτό ήταν ασφυκτικά στρυμωγμένοι Έλληνες Χριστιανοί αιχμάλωτοι, μάλλον άνθρωποι προορισμένοι για θάνατο. Τις βραδινές ώρες φύλακες, με επικεφαλής έναν Τουρκοκρητικό, επέλεγαν θύματα που στη συνέχεια τουφεκίζονταν.
Στις 5 το απόγευμα της τελευταίας ημέρας του θλιβερού Αυγούστου, ο Τουρκοκρητικός εκείνος με διέταξε να τον ακολουθήσω στην αυλή.
- Είσαι δάσκαλος; με ρωτά.
- Αυτήν την τιμή είχα, του απαντώ.
- Και οι άλλοι που ήταν μαζί σου είναι φοιτητές;
- Ναι, του λέγω.
- Γρήγορα μάζεψέ τους και φέρε τους εδώ, μου είπε.
Αμέσως είπα στους συντρόφους μου :
- Ελάτε μαζί μου έξω. Φαίνεται ότι ήρθε η ώρα μας. Εμπρός με θάρρος.
Ποια ήταν όμως η έκπληξή μας όταν ακούσαμε τον Τουρκοκρητικό να λέει:
- Δεν θα σας σκοτώσω, θα σας σώσω. Απόψε θα θανατωθούν όλοι όσοι είναι στο μπουντρούμι, γιατί έφεραν και άλλους, που δεν έχουμε χώρο να τους στοιβάξουμε. Θα σας σώσω σήμερα, γιατί ελπίζω αυτό να με βοηθήσει να λησμονήσω μια τρομερή σκηνή που αντίκρυσαν τα μάτια μου, σκηνή στην οποία έλαβα μέρος.
Και συνέχισε:
- Παρακολούθησα το χάλασμα του Δεσπότη σας. Ήμουν μ’ εκείνους που τον τύφλωσαν, που του ’βγάζαν τα μάτια και αιμόφυρτο, τον έσυραν από τα γένια και τα μαλλιά στα σοκάκια του Τουρκομαχαλά, τον ξυλοκοπούσαν, τον έβριζαν και τον πετσόκοβαν. Βαθιά εντύπωση μου έκανε και αξέχαστη παραμένει η στάση του. Στα μαρτύρια που τον υπέβαλαν δεν απαντούσε με φωνές, με παρακλήσεις, με κατάρες. Το πρόσωπό του το κατάχλωμο, το σκεπασμένο με το αίμα των ματιών του, το πρόσωπό του είχε εστραμμένο προς τον Ουρανό και διαρκώς κάτι ψιθύριζε που δεν ακουγόταν πέρα από την περιοχή του. Ξέρεις εσύ, δάσκαλε, τι έλεγε;
- Ναι ξέρω, του απάντησα. Έλεγε: “Πάτερ Άγιε, άφες αυτοίς, ου γάρ οίδασι τί ποιούσι”.
- Δεν σε καταλαβαίνω, δάσκαλε, μα δεν πειράζει. Από καιρού σε καιρό, όταν μπορούσε, ύψωνε κάπως το δεξί του χέρι και ευλογούσε τους διώκτες του. Κάποιος πατριώτης μου τουρκοκρής αναγνωρίζει την χειρονομία της ευλογίας, μανιάζει και με το τρομερό μαχαίρι του κόβει και τα δυο χέρια του Δεσπότη. Εκείνος σωριάστηκε στη ματωμένη γη με στεναγμό που φαινόταν ότι ήταν μάλλον στεναγμός ανακουφίσεως παρά πόνου. Τόσο τον λυπήθηκα τότε, που με δύο σφαίρες στο κεφάλι τον αποτελείωσα. Αυτή είναι η ιστορία μου. Τώρα που σας την είπα, ελπίζω πως θα ησυχάσω. Γι’ αυτό σας χάρισα τη ζωή.
- Και πού τον έθαψαν; ρώτησα με αγωνία.
- Κανείς δεν ξέρει πού έριξαν το κομματιασμένο του κορμί”, μου απάντησε.
Επίλογος
Από το 1910 ήταν μητροπολίτης Σμύρνης. Είδε το κακό που ερχόταν, αρνήθηκε τη φυγή και σωτηρία του και στις 27 Αυγούστου 1922 παραδόθηκε στον φανατισμένο τουρκικό όχλο. Η έκπληξη είναι ότι στους εκτελεστές-βασανιστές του ήταν και ελληνόφωνοι εξισλαμισμένοι Κρητικοί. Άλλο ένα περιστατικό της τραγωδίας του γένους μας.
Κ.Α.Μ.
/