Καθημερινή Αδέσμευτη Εφημερίδα

  Αριθμός Πιστοποίησης: Μ.Η.Τ. 242014

Το ποίημα του Σαββάτου - Άνθη της γραφής : ΝΙΚΗΦΟΡΟΣ ΒΡΕΤΤΑΚΟΣ

Ανθολόγηση Mαρία Σκουρολιάκου

 

 

ΝΙΚΗΦΟΡΟΣ ΒΡΕΤΤΑΚΟΣ

«Η συνείδηση είναι το βάθος του ανθρώπου.
Η αγάπη είναι το πλάτος του.»             

Μέσα σε δυο στίχους συμπυκνώνεται η ουσία της ποίησης του μεγάλου αυτού ποιητή ο οποίος προτάθηκε τέσσερες φορές για το Νόμπελ Λογοτεχνίας! Υπήρξε ένας από τους μεγαλύτερους Έλληνες ποιητές. Υπηρέτησε την υπόθεση του ανθρώπου μέχρι το τέλος της ζωής του και όσο κι αν καταξιώθηκε, αγαπήθηκε και τιμήθηκε παγκόσμια, παρέμεινε απλός και ταπεινός!
Η ποίηση του Νικηφόρου Βρεττάκου αποτελεί πράξη διαρκούς κοινωνικής αγωνίας. Πράξη αγάπης για τον άνθρωπο και τη ζωή.
Ο ποιητής τάχτηκε να μιλεί για το όραμα ενός κόσμου δίχως πολέμους και αλληλοσπαραγμούς.
Σ’ ολόκληρο το έργο του, από την πρώτη κιόλας ποιητική συλλογή (Κάτω από σκιές και φώτα,1929), αντιστέκεται στην απαισιόδοξη εποχή, μιλώντας για ό, τι διεγείρει τη συνείδησή του.
Στη συνέχεια περιγράφοντας τις δραματικές εμπειρίες του στη δεκαετία του 1940, καθώς αντιλαμβάνεται ό, τι η εφιαλτική διείσδυση του κακού στην κοινωνία απλώνεται, ζυμώνονται εντός του η δίψα για δικαιοσύνη και το όραμα διεξόδου μέσα από έναν οικουμενικό ανθρωπισμό, μέσω της αγάπης, της ειρήνης και της ισότητας των ανθρώπων.
Η ζωή του τότε είναι για αρκετά χρόνια πεδίο μάχης, αντίστασης και διαρκούς έμπνευσης που διοχετεύεται σε στίχους.
Μιλεί για την ιερότητα της φύσης και της ψυχής, θεωρώντας ότι φέρουν τεράστιες δυνάμεις που μπορούν να παλέψουν κάθε απάνθρωπο εγχείρημα και να χτίσουν μια νέα πραγματικότητα στον βασανισμένο κόσμο.
Βήμα βήμα η ποιητική του διδαχή αναπτύσσεται στην κατεύθυνση του αγαθού, του θείου που ενυπάρχει σε ό, τι όμορφο γύρω μας και του απόλυτου σεβασμού στο φως με κάθε του έννοια.
Στα επόμενα έργα του αναπτύσσεται μια έντονα ανθρωπολογική θέση, που συνδέει απόλυτα τον ήλιο με τη ψυχή ως κορυφαία εκτός και εντός αγαθά! Από αυτά τροφοδοτούνται τα απλά πράγματα, τα ελάχιστα, που φέρουν το μέγιστο φορτίο του καλού, τα δώρα της φύσης και των συναισθημάτων, τα σωτήρια.
Ο ποιητής με τη δύναμη του λόγου, μαθαίνει τους ανθρώπους να αισθάνονται, ν’ αγαπούν. Παρηγορεί με την τέχνη του τους πονεμένους, νοιάζεται για τη μοίρα και το βάσανό τους.
Γράφει: Η συνείδησή μου είναι ένα άθροισμα από σπίτια που καίγονται. Από λαβωμένους που μορφάζουν ζητώντας βοήθεια. Από νεκρούς που αφήνουν να διαγραφεί πάνω στο πρόσωπό τους σαν ένα ερωτηματικό το τελευταίο χαμόγελό τους. Η συνείδησή μου είναι από πεινασμένους, από βασανισμένους, από ταπεινωμένους, από καταδιωγμένους κάθε λογής. Η συνείδησή μου είναι ο πλησίον…”
Αναλογίζεται τι άφησε στην ανθρωπότητα και τι αφήνει και στις μέρες μας κάθε πόλεμος. Κι η επιστήμη κι η τεχνολογική πρόοδος πόσα φρικτά έφερε με τα ‘’επιτεύγματά’’ της.
Μετέβαλε τον κόσμο σε: “Ένα βάραθρο που έπεσαν μέσα του και καταποντίστηκαν εκατομμύρια άνθρωποι, εκατομμύρια αδελφές φωνές, εκατομμύρια χέρια, που θα μπορούσαν αυτή τη στιγμή, αν ζούσαν, σηκώνοντας μόνο και μόνο δυο πέτρες το καθένα τους, να χτίσουν έναν ολόκληρο κόσμο”.
Διαπιστώνει με τρόμο τον πόνο που προξενεί ο άνθρωπο στον συνάνθρωπο και λιτανεύει έστω και ουτοπικά την ειρήνη. «[..]
Τ’ όνομά σου: ένας άρτος, βαλμένος στην άκρη της γης, που περίσσεψε.»
Με το όνειρο της καθαρής του ψυχής να περισσέψει το ψωμί αφού θα έχουν χορτάσει οι άνθρωποι όλοι της γης…
Επίκαιρη δυστυχώς η ποίησή του, στο δράμα των ημερών μας.
Μακάρι το όραμα του Νικηφόρου Βρεττάκου να αλήθευε μια μέρα. Μια μέρα που όλες οι εξουσίες κοσμικές και μη, θα κατέβαιναν από τους θρόνους, θα απεκδύονταν τ’ ακριβά τους χρυσοποίκιλτα ενδύματα και θα φορούσαν τη λέξη απλότητα με όλη της την ηθική και ουχί κατ’ όνομα, μοιράζοντας στο όνομα της αλήθειας την ίση μεταχείριση της δωρεάς του ανθρώπου.

Μαρία Σκουρολιάκου



ΤΑ ΤΡΥΠΙΑ ΧΕΡΙΑ

«Εγώ δε έχω να σου δώσω τίποτα» είπες. «Τίποτα,
είναι τρύπια τα χέρια μου»
Ενώ
τον ουρανό που ήταν πάνω μου εσύ μου τον έφερνες.
Κ’ η πολιτεία ήταν όμορφη εκείνο το βράδυ.
Κι όλα είχαν όψη τρυφερή και ήρεμη. Κ’ η βροχή
σαν ένα διάφανο έπεφτε φως, αραιή, απαλή,
σα καλωσύνη σε λουλούδια. Βαθιά στην καρδιά μου
σιγοψιχάλιζε ένα φως σαν στριμμένο μετάξι.
Μα περπατούσαμε σιγά στο δρόμο, γιατί εσύ,
κρατούσες κάτι σαν γρανίτη ή βαρύ φως. Γιατ’ είχες
εσύ τα χέρια σου γιομάτα. Τόσο, που
μόλις εσήκωνες το βάρος. Μόλις που μπορούσες
να ορίζεις το βήμα σου.
Γιατ’ είχες τα χέρια σου
φορτωμένα με πέτρες κομμένες απ’ το
λατομείο του ήλιου.
Απ’ αύριο
θ’ αρχίζω να χτίζω.



Ο Νικηφόρος Βρεττάκος γεννήθηκε το 1912 στις Κροκεές Λακωνίας. Εμφανίστηκε στα Ελληνικά Γράμματα το 1929. Το 1940 πολέμησε στον ελληνοϊταλικό πόλεμο και πήρε μέρος στην Εθνική Αντίσταση με το ΕΑΜ. Τιμήθηκε με το Κρατικό Βραβείο Ποίησης.(1940, 1956, 1982) Προτάθηκε τέσσερες φορές για το Νόμπελ Λογοτεχνίας. Τιμήθηκε από τη Ακαδημία Αθηνών με το Αριστείο Γραμμάτων, (ανακηρύχτηκε μέλος το 1982), τιμήθηκε από ευρωπαϊκά πανεπιστήμια και αναγορεύτηκε επίτιμος διδάκτορας του Τμήματος Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών λίγο προτού πεθάνει. Πέθανε τον Αύγουστο 1991 στην Πλούμιτσα Λακωνίας. Το έργο του αποτελείται από 43 συλλογές και δώδεκα συγκεντρωτικές εκδόσεις.

 

Απόψεις

@ Η Βουλή για πρώτη φορά στα χρονικά μένει με 297 Βουλευτές ! Τρεις Βουλευτές των Σπαρτιατών χάνουν την έδρα τους γιατί σύμφωνα με την απόφαση του εκλογοδικείου οι...

Ενημερωτικά δελτία

Ενημερωθείτε άμεσα από την εφημερίδα μας για τις τελευταίες ειδήσεις μέσα από την ηλεκτρονική σας διεύθυνση.

Μηνιαίο αρχείο ειδήσεων