ΠΟΤΕ ΔΗΜΙΟΥΡΓΗΘΗΚΕ ΤΟ ΚΕΝΟΤΑΦΙΟ ΤΟΥ ΑΘ. ΔΙΑΚΟΥ ΚΑΙ ΠΟΙΟΙ ΟΙ ΠΡΩΤΟΙ ΔΗΜΙΟΥΡΓΟΙ ΤΟΥ
Γράφει ο Γιώργος Π. Σταυρόπουλος, εκπ/κός
Το Κενοτάφιο του Αθανασίου Διάκου έχει κι αυτό τη δική του ιστορία. Αυτή όμως έχει καταγραφεί λανθασμένα ή μερικώς ορθά από τους παλιότερους ερευνητές, των οποίων τα γραπτά αναπαράγονται σήμερα από το διαδίκτυο, διαιωνίζοντας έτσι τα λάθη ή τις παραλείψεις. Ας δούμε λοιπόν ποιοι και κάτω από ποιες συνθήκες είναι οι εμπνευστές και οι πρώτοι δημιουργοί του μνημείου.
Το ταξίδι στο χρόνο μάς οδηγεί στο 1878, που θεωρείται ένας σημαντικός σταθμός στο λεγόμενο Ανατολικό Ζήτημα1. Ένας ακόμη Ρωσοτουρκικός πόλεμος μόλις είχε τελειώσει2 με την υπογραφή της Συνθήκης του Αγ. Στεφάνου (3/3/1878), η οποία, μεταξύ των άλλων, προέβλεπε τη σύσταση ενός ημιαυτόνομου Βουλγαρικού πριγκιπάτου. Οι Μεγάλες Δυνάμεις όμως δεν είδαν με καλό μάτι τη συνθήκη, φοβούμενες ότι μια μεγάλη Βουλγαρία, με έντονη την ρωσική επιρροή, θα μπορούσε να απειλήσει τα συμφέροντά τους. Η Συνθήκη του Βερολίνου που ακολούθησε (13/7/1878), προέβλεπε ένα πολύ μικρότερο κράτος, αφήνοντας βουλγαρικούς πληθυσμούς έξω από τη νέα χώρα.
Εν τω μεταξύ, ο ασφυκτικός έλεγχος του νέου κράτους από τη Ρωσία, δημιούργησε δυσαρέσκειες ακόμη και στο εσωτερικό του και οδήγησε τον Βούλγαρο ηγεμόνα Αλέξανδρο Βάττεμβεργ σε αναζήτηση βοήθειας από την, μέχρι τότε μεγάλη αντίπαλο, Αγγλία. Η μεταστροφή της αγγλικής πολιτικής ενθάρρυνε τον Βάττεμβεργ, ο οποίος στις 18 Σεπτεμβρίου 1885 προχώρησε στην προσάρτηση της ημιαυτόνομης οθωμανικής επαρχίας της Ανατολικής Ρωμυλίας. Το γεγονός αυτό ονομάστηκε από τους Βουλγαρους “Ένωση των δύο Βουλγαριών”.
Η ανακήρυξη της ενοποίησης δημιούργησε έντονη ανησυχία και αντιδράσεις σε Σερβία και Ελλάδα, αφού στην Αν. Ρωμυλία ζούσαν πολλές χιλιάδες Ελλήνων. Η Σερβία πρότεινε στην Ελλάδα κοινή στρατιωτική δράση εναντίον της Βουλγαρίας αλλά ο πρωθυπουργός Δεληγιάννης την απέρριψε.
Εν τω μεταξύ, στις 14/11/1885 ο Σέρβος βασιλιάς Μίλαν, βασιζόμενος στις υποσχέσεις της Αυστροουγγαρίας για εδαφικά κέρδη, κήρυξε τον πόλεμο στη Βουλγαρία, την οποία και αιφνιδίασε προελαύνοντας προς τη Σόφια. Όμως, η οθωμανική ουδετερότητα επέτρεψε στους Βουλγάρους να μεταφέρουν στρατεύματα προς το μέτωπο επιτυγχάνοντας όχι μόνο να ανακόψουν την σερβική προέλαση, αλλά με σφοδρή αντεπίθεση να εισβάλλουν στο σερβικό έδαφος.
Στο κρίσιμο αυτό σημείο παρενέβη η Αυστροουγγαρία απειλώντας να μετάσχει στο πλευρό της Σερβίας, αν τα βουλγαρικά στρατεύματα δεν υποχωρούσαν. Η παρέμβαση αυτή υπήρξε καθοριστική, ο 14ήμερος Σερβοβουλγαρικός πόλεμος έληξε και οι Βουλγαροι αποχώρησαν από τα σερβικά εδάφη. Κατάφεραν όμως η ενοποίηση να αναγνωριστεί από τις Μεγάλες Δυνάμεις…
Στη χώρα μας, όλο αυτό το διάστημα, ξέσπασαν μαζικές διαδηλώσεις με αίτημα την πολεμική εμπλοκή εναντίον της Βουλγαρίας, ενώ και η Κρήτη κήρυξε την ένωση με την Ελλάδα. Όμως ούτε το επίπεδο του στρατού ήταν υψηλό ούτε και οι Μεγάλες Δυνάμεις ευνοούσαν τέτοιους σχεδιασμούς. Η κυβέρνηση Δεληγιάννη παρότι βρέθηκε σε πολύ δύσκολη θέση, λόγω των αντικειμενικών δυσκολιών στο στρατιωτικό και στο διπλωματικό σκέλος, ενεθάρρυνε όλες αυτές τις αντιδράσεις και κήρυξε επιστράτευση, ζητώντας παράλληλα να της αποδοθούν τα εδάφη της Ηπείρου που προβλέπονταν από τις προαναφερθείσες συνθήκες.
Οι επίστρατοι συγκεντρώθηκαν στις βόρειες περιοχές της τότε χώρας και στη Φθιώτιδα. Η Λαμία ορίστηκε ως έδρα Συντάγματος, με εξακτινωμένα τάγματα και λόχους κυρίως σε Στυλίδα, Υπάτη, Δομοκό αλλά και Βόλο. Στη Λαμία συγκεντρώθηκαν αρκετές χιλιάδες στρατού και στρατωνίστηκαν σε διάφορα σημεία με κυριότερο το κτίριο των Σαϊπέων, στο ΝΔ σημείο της πλ. Διάκου.
Διοικητής του Συντάγματος ορίστηκε ο Αν/χης Χρήστος Κατσικογιάννης (Κατζικογιάννης όπως γραφόταν τότε), που ανακλήθηκε στην υπηρεσία λόγω των έκτακτων αναγκών της επιστράτευσης. Ο Κατσικογιάννης, γεννημένος το 1829 και απόφοιτος της ΣΣΕ της τάξης του 1852, ήταν ένας από τους πιο γνωστούς Έλληνες αξιωματικούς και πρώην βουλευτής Βονίτσης και Ξηρομέρου, έχοντας εκλεγεί σε 4 εκλογικές αναμετρήσεις. Πατέρας του ήταν ο αγωνιστής της Επανάστασης Στάθης Κατζικογιάννης (περ. 1770 - 1836), ένα από τα πρωτοπαλίκαρα του Οδ. Ανδρούτσου και του Ι.Γκούρα. Πολέμησε μαζί τους σε Γραβιά, Βασιλικά, Άμφισσα, Εύβοια, Αττική και Πελοπόννησο.
Για το κλίμα που επικρατούσε στη Λαμία με την άφιξη των επιστράτων, μας πληροφορεί η αθηναϊκή εφημερίδα “Ακρόπολις”:
φ. 8/10/1885
Εκ Λαμίας
40 αρειμάνιοι Αγοριανίται, επαρχίας Παρνασσίδος, άδοντες ηρωικά άσματα, αφίκοντο σήμερον ενταύθα, προπορευομένης εθνικής σημαίας και παιανιζόντων εγχωρίων οργάνων, καταταχθήναι στρατιώται. Συμπατριώτης των Λεωνίδας Τράκας, προσεφώνησεν αυτοίς. Υποδοχή ενθουσιωδεστάτη, θέαμα συγκινητικότατον.
φ.10/10/1885
[..] Ευθύς ως εγένετο γνωστή η κατεπείγουσα επιστρατεία και εις τους λοιπούς δήμους, υπό της ενταύθα Μοιραρχίας, ήρχισαν να αφικνούνται αθρόοι. Χθες αφίκοντο άπαντες οι έφεδροι της κωμοπόλεως Υπάτης μετά σημαιών και εγχωρίων νταουλίων, αριθμούμενοι περί τους 60. [..]
Δυστυχώς, όμως, οι υποδομές δεν επαρκούσαν για το στρατωνισμό χιλιάδων στρατιωτών και μάλιστα για μεγάλο χρονικό διάστημα, με αποτέλεσμα πολλοί επίστρατοι αλλά και πολίτες να ασθενήσουν σοβαρά και αρκετοί να χάσουν τη ζωή τους.
Ο Χρ. Κατσικογιάννης θέλοντας να τονώσει το πατρωτικό συναίσθημα των ανδρών του αλλά και να τιμήσει τους συναγωνιστές τού πατέρα του, σκέφτηκε να εντοπίσει το χώρο που μαρτύρησε ο Αθανάσιος Διάκος με σκοπό να δημιουργήσει ένα μνημείο. Η έρευνά του τον οδήγησε στο γνωστό χώρο κοντά στην πλ. Λαού. Όμως η τότε μορφή της περιοχής ήταν πολύ διαφορετική από τη μορφή που πήρε αργότερα και διατηρεί μέχρι σήμερα. Συνοπτικά μπορούμε να πούμε ότι τη Λαμία διέρρεε ένας χείμαρος που ξεκινούσε από τα βόρεια με το όνομα Πηγαδούλια. Κυλώντας προς τα νότια, μέσω της οδού Καραϊσκάκη έφθανε στην πλ. Λαού την οποία διέσχιζε, σχηματίζοντας εκεί μια μεγάλη καμπή προς τα ανατολικά. Κατόπιν και αφού περνούσε από την σημερινή οδό Λυκούργου, έπεφτε στην μετέπειτα Δημοτική Αγορά και συνέχιζε προς τα Ν – ΝΑ.
Ο χώρος του μαρτυρίου ήταν πολύ κοντά στην όχθη του χειμάρου, ο οποίος, σε ένα βαθμό, τότε λειτουργούσε ως δέκτης λυμάτων αλλά και ως σκουπιδότοπος3. Έτσι, και στο σημείο εκείνο, που βρισκόταν στην αγορά της πόλης και κοντά σε χάνια και ρυπογόνες βιοτεχνίες, η καθαριότητα δεν ήταν αυτό που τον χαρακτήριζε.
Ο Χρ. Κατσικογιάννης αφού οριοθέτησε τον χώρο και σχεδίασε το απέριττο μνημείο, ανέθεσε στον ταγματάρχη Ρούβαλη να επιστατήσει των ενεργειών κατασκευής. Χρειαζόταν όμως και η συμμετοχή στρατιωτών, οι οποίοι θα αναλάμβαναν τις σχετικές εργασίες. Στο κάλεσμα του Κατσικογιάννη για εθελοντική συμμετοχή ανταποκρίθηκαν οι επίστρατοι από το χωριό της Δωρίδας Αρτοτίνα4. Έτσι, προς το τέλος του 1885, πιθανότατα τον Δεκέμβριο, δημιουργήθηκε το πρώτο μνημείο.
Ας δούμε όμως πώς ακριβώς το περιγράφουν αθηναϊκές εφημερίδες της εποχής:
Εν Λαμία, την 16ην Δεκεμβρίου 18855
Πράξιν, ην παρείδον από της ιδρύσεως του Βασιλείου της Ελλάδος αι κατά καιρούς δημοτικαί και διοικητικαί της πόλεώς μας αρχαί και οι Κυβερνήσεις καθόλου, δεν επελάθετε ο Διοικητής του ενταύθα Α’ Συντάγματος κ. Κατσικογιάννης, όστις, ως υιός αγωνιστού και ευγνώμων εις την μνήμην των ηρώων του 1821 ανεμνήσθη και της θέσεως εν η ανεσκολοπίσθη ο Αθ. Διάκος.
Αφροντισία πλήρης, αναλγησία πληρεστέρα παρά πάσι και περιφρόνησις, ως μη ώφειλε, προς ό,τι ιερόν και τίμιον, επεκράτησεν ούτως ώστε τον χώρον, ενώ ο ήρως του 1821, ο αθάνατος Αθ. Διάκος εμαρτύρησεν υπέρ της ελευθερίας της όλης Ελλάδος, ανασκολοπισθείς υπό των Τούρκων, καίτοι κείμενον εις κεντρικόν της πόλεως μέρος, ημείς ως αγνώμωνες προς τους ευεργέτας ημών, μετεχειρίσθημεν ασεβέστατα ως κοπρώνα, ενώ ακαθαρσίαι και περιττώματα εκάλυπτον μέχρι της χθες το τετιμημένον αίμα του μάρτυρος της ελευθερίας μας Αθ. Διάκου.
Αλλ’ ευρέθη τέλος χειρ και θέλησις ίνα εξαγνήση ημάς από το άγος, ο διεπράξαμεν προ της περιφρονημένης μνήμης του ήρωός μας Διάκου και η ευγενής αύτη καρδία είναι ο ανωτέρω μνημονευθείς κ. Χ. Κατσικογιάννης, όστις μη δυνάμενος να ορά τον διά της εκροής του πολυτίμου αίματος εκ του ανασκολοπισμού του Αθ. Διάκου, τιμηθέντα εκείνον χώρον, μεταβληθέντα εις κοπρώνα. Διέταξε, μετά του κ. Ρούβαλη, τους στρατιώτας, εξ ων προθυμοποιήθησαν οι συμπατριώται του Διάκου Αρτοτιναίοι εκ Δωρίδος και εκάθηραν τον χώρον αυτόν και έθεσαν προσωρινώς ξύλινον τινα σταυρόν, προς σεβασμόν του μέρους τούτου και περιστολήν του να ρίπτωνται εφεξής ακαθαρσίαι, και συνεννοήσει μετά της δημοτικής αρχής απεφασίσθη, τη προθυμοποιήση του κ. Δημάρχου, να συναχθή έρανός τις προς καθωραϊσμόν και περίφραξιν διά σιδηρών κιγκλίδων του μέρους αυτού και ανέγερσιν, εν τω μέσω, τεχνητού τινός βράχου, εφ’ ού να στηθή μαρμάρινος σταυρός, εν ω θα λαξευθή το:
“Ενθάδε ανεσκολοπίσθη ο ήρως Αθ. Διάκος”
και το ωραίον δίστιχον:
“Για δες καιρό ‘που διάλεξεν ο χάρος να με πάρη
τώρα π’ ανθίζουν τα κλαριά και βγάν’ η γη χορτάρι”.
Προς τοις ανωτέρω ο κ. Κατσικογιάννης διέταξεν, όπως το σύνθημα των φρουρών γίνηται του λοιπού και διά της χρήσεως των ονομάτων των αγωνιστών του 1821, ίνα τα ονόματα των υπέρ της ελευθερίας αγωνισαμένων γνωρίζη, εκ του σύνεγγυς, άπας ο λαός προς μίμησιν των κατορθωμάτων αυτών.
Δοθείσης δε τοιαύτης ιστορικής αφορμής κρίνωμεν δέον να υπομνήσωμεν τω Δημοτικώ Συμβουλίω Λαμίας και Δημάρχω αυτής, σπουδαίως μεριμνώντι περί του εξωραϊσμού της πόλεως και προς παν ό,τι ωραίον και ωφέλιμον αυτή, ότι είναι καλόν να τιμηθώσιν οδοί τινες της πόλεως και αι κεντρικώτεραι διά των ονομάτων των αγωνιστών του 1821, και ως τοιούτους τολμώμεν να υποδείξωμεν πρωτίστως (αφού υπάρχωσιν οδοί Διάκου, Καραϊσκάκη, Υψηλάντη και Ρήγα Φεραίου) τους Μήτσον Κοντογιάννην, Ιω. Δυοβουνιώτην, Κομνάν Τράκαν και Οδ. Ανδρούτσου, διότι τους μεν δύο πρώτους, Κοντογιάννης και Δυοβουνιώτης, ως όντας εκ της επαρχίας ταύτης, τον δε Κομνάν Τράκα, ως τον μόνον οπλαρχηγόν τον πολεμησαντα τρις τω 1821 εν τω Δήμω Λαμίας, εν τοις χωρίοις Καλύβια, Μπεκί και Δερβέν Φούρκα κατά των Λαμιέων Τούρκων Ομέρ Βρυώνη και Κιουσέ Μεχμέτ πασά, τον δε Οδ. Ανδρούτσον ως πολεμήσαντα καρτερικώτατα εν Αγία Μαρίνη.
Αλλ’ εν τοις ανωτέρω δέον να συμπεριληφθώσι και ο Χ. Περραιβός και Δ. Ολύμπιος, διότι ο μεν πρώτος ην μέλος της Φιλικής Εταιρίας του 1815, ο δε έτερος Καπετάνος του Ολύμπου και αμφότεροι οπλαρχηγοί καθόλον τον αγώνα, επροτίμησαν, μετά την αποκατάστασιν των πραγμάτων, ως κατοικίαν των την Λαμίαν.
Έχομεν πεποίθησιν η ευγενής αύτη σύστασις ότι θέλει εύρει ηχώ εις τα ευγενή αισθήματα του κ. Δημάρχου.
Η είδηση αυτή αναφέρεται, πιο σύντομα, και στην ΝΕΑ ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ της 4/1/1886:
Ο νυν διοικών το εν Λαμία Σύνταγμα Ανχ/χης κ. Κατσικογιάννης, μη ανεχόμενος να βλέπη επι πλέον τον ιερόν εκείνον χώρον, εν ω ο Αθανάσιος Διάκος υπέστη το φρικτόν μαρτύριον, ρυπαινόμενον ασυστόλως, διά των στρατιωτών προέβη εις τον καθαρισμόν αυτού, στήσας εν τω μέσω προσωρινώς και μικρόν ξύλινον σταυρόν, ον βραδύτερον θέλει διαδεχθή τεχνητός βράχος, περιπεφραγμένος διά σιδηρών κιγκλίδων, εφ ου θα χαραγχθή το όνομα του ήρωος μετά του περιφήμου στίχου του:
“Για δες καιρό ‘που διάλεξε ο χάρος να με πάρη
τώρα π’ ανθίζουν τα κλαριά και βγάν’ η γη χορτάρι”.
Αξιέπαινος λίαν η ευλαβής αύτη πράξις του κ. Κατσικογιάννη και είθε να μείνη σεβαστή.
Τι μορφή είχε όμως αυτό το πρώτο μνημείο; Αν και μας περιγράφεται παραπάνω, ας δούμε ορισμένα δημοσιεύματα από τα αμέσως επόμενα χρόνια. Το πρώτο:
[..] Παρά δε την πόλιν δεικνύεται το μέρος, ένθα κατά την παράδοσιν ανεσκολοπίσθη ο εκ των πρωτομαρτύρων της Ελλ. Επαναστάσεως Αθ. Διάκος. Ο χώρος ούτος μέχρι πρό μικρού ήτο εντελώς παρημελημένος (κοινός κοπρών) αλλ’ ο Διοικητής του εν Λαμία συντάγματος Χ. Κατσικογιάννης τιμών την μνήμην του ήρωος, εκκαθάρισε και ηυπρέπισε τον χώρον τούτον υψώσας επ’ αυτού λευκόν τεχνητόν βράχον, εφ’ ού υπάρχει ήδη εγκεχαραγμένον το περίφημον δίστιχον του ήρωος.
Για δές καιρόν που διάλεξεν ο χάρος να με πάρη,
Τώρα π’ ανθίζουν τα κλαριά και βγάνει η γή χορτάρι.
Εκεί, ένθα νυν εκτείνεται μοσχοβόλον κηπάριον και περί τον βράχον τούτον υπάρχει λευκός σταυρός, κατά πάσαν 25ην Μαρτίου τελείται η δοξολογία της επετείου εθνικής εορτής6
Το δεύτερο αποτελεί ένα οδοιπορικό στην περιοχή μας του δημοσιογράφου και συγγραφέα Κ. Καπράλου, το οποίο δημοσιεύθηκε το 18917:
[..] - Πού ναι το μέρος που ‘σούβλισαν το Διάκο; Ηρώτησα τον συνοδόν μου Παπαγιάννην8;
- Τώρα θα πάμε, έχε υπομονή, μοι απεκρίθη ο ιερεύς, ταχέως βαίνων εν τινι στενοτάτη οδώ.
Μετ’ ου πολύ ευρέθην έμπροσθεν κηπαρίου, ένθεν και ένθεν υπό οικημάτων περιβαλλομένου, επί της προσόψεως του οποίου υπάρχει ξύλινον κιγκλίδωμα μετά θύρας, δι’ ης εισέρχεταί τις εντός, επί δε της ετέρας πλευράς, τοίχος εις γωνίαν καταλήγων, εφ’ ου η εκ γύψου προτομή του λεοντοθύμου ήρωος Αθανασίου Διάκου. Επί της θύρας υπάρχει επιγραφή ως εξής:
«Ο ενταύθα ανασκολοπισθείς μάρτυς της Ελευθερίας Αθανάσιος Διάκος εκ Δωρίδος, ετελεύτησε το 33ον έτος της ζωής του, Απριλίου 23 του 1821».
Λίαν συγκεκινημένος, ασκεπής, με τους οφθαλμούς πλήρεις δακρύων εισήλθον εν τω κηπαρίω, ησπάσθην τον εν τω μέσω μικρόν σταυρόν και έστην προ της προτομής του ήρωος της Δαμάστας, του αναπολούντος εν τη μνήμη μου τους ευλογημένους εκείνους χρόνους της Ελληνικής Επαναστάσεως.
Το απέριττον κενοτάφιον, εν ω θάλλουσιν μύρια μικρά άνθη, το αμυδρόν φως της νυχθημερόν καιομένης λυχνίας, το ιερόν έδαφος, όπερ εβάφη με το αίμα του αλησμονήτου ήρωος, το εκ γύψου εκμαγείον αναπαριστών την γλυκείαν μορφήν του. Τα ευτελή, τα πτωχά ταύτα αντικείμενα, σφοδράς διεγείροντα εν τη καρδία συγκινήσεις, προκαλούσι τα δάκρυα εις τους οφθαλμούς, δι’ ων ημείς οι νεώτεροι ραίνομεν την γην ταύτην, εφ’ ης εμαρτύρησε το εκλεκτότερον τέκνον της πολυπαθούς πατρίδος μας!
Εις τον συνταγματάρχην του πεζικού κ. Χρήστον Κατζικογιάννην οφείλεται η περίφραξις, ο καλλωπισμός και η διατήρησις του μέρους τούτου, εφ’ ου, τις οίδε, ποιος παντοπώλης εκ των πέριξ υπαρχόντων θα επήγνυε το κατάστημά του. Ευτυχώς ο κίνδυνος απεσοβήθη επί του παρόντος και εις την συστάσαν επιτροπήν περί ανεγέρσεως μνημείου εις τον Διάκον αφίεται η εν τω μέλλοντι φροντίς περί καλλιτέρας διευθετήσεως του χώρου, ον σήμερον περισφίγγουσι ρυπαρά οικήματα, ασχημίζοντα μεγάλως αυτόν.
Ήδη το 1903, όταν έγιναν τα αποκαλυπτήρια του ανδριάντα του Διάκου, το μνημείο είχε πάρει σε μεγάλο βαθμό τη σημερινή του μορφή. Αυτό έγινε γύρω στο 1897 - 98, όταν, πιθανότατα, το ρέμα είχε αρχίσει να μετατρέπεται σε κλειστό – χτιστό αγωγό αποχέτευσης και είχε καλυφθεί μέχρις εκείνο το σημείο. Έτσι ο ευρύτερος χώρος της πλ. Λαού ενοποιήθηκε, όπως και ο δρόμος που περνάει μπροστά από μνημείο. Πήρε δε το όνομα των πρωτοπαλίκαρων του Διάκου και, με απόφαση του Δημ. Συμβουλίου της 9/1/1897, ονομάστηκε οδός Καλύβα – Μπακογιάννη, όπως γράφει ο Δ.Θ. Νάτσιος9.
Το 1903 ο δημοσιογράφος Ε. Λαχανοκάρδης το περιγράφει ως εξής 10:
Ωραίον κιγκλίδωμα με περιστύλιον από χρωματιστά μάρμαρα αποτελεί την πρόσοψιν του κενοταφίου. Το βάθος αποτελείται εξ υψηλού τοίχου, επί του οποίου έρπει ο κισσός. Υπό το αέτωμα μία μαρμαρίνη προτομή του Διάκου. Κάτω ο στενός χώρος ανθόσπαρτος και αειθαλής. Εις το μέσον μέγας βράχος αποκυλισθείς εκ των “Πουριών”, ένθα συνελήφθη πληγωμένος ο Διάκος, με τ’ αυτοφυή ανθύλλιά του. Επί της κορυφής του βράχου είς μαρμάρινος σταυρός με στέφανον εκ δάφνης και επί του έμπροσθεν μέρους αυτού είνε τοποθετημένη μαρμαρίνη πλαξ με την επιγραφήν της χρονολογίας του θανάτου του ήρωος.
Το Κενοτάφιο πήρε την οριστική μορφή του το 1930, κατά τη διάρκεια των εορτών για τη συμπλήρωση 100 ετών από την έναρξη της Επανάστασης11. Τότε προστέθηκε η μαρμάρινη επιγραφή με το ποίημα του Κ. Παλαμά.
Όσο για το τέλος αυτής της εθνικής περιπέτειας του 1885, αυτό γράφτηκε την επόμενη χρονιά 1886. Για τη χώρα μας, οι αρχικοί αρνητικοί συσχετισμοί στον διπλωματικό τομέα εξελίχθηκαν σε εντονες πιεσεις για άρση της επιστράτευσης από πλευράς των Μεγ. Δυνάμεων. Η ελληνική κυβέρνηση, παρά το ότι δεν συγκατένευε σε αυτό, δεν προχωρούσε όμως και σε πολεμικές πράξεις. Η ερμαφρόδιτη αυτή κατάσταση κράτησε έως τον Απρίλιο του 1885. Τότε (26/4) πέντε από τις Μεγ. Δυνάμεις12 αποφάσισαν και επέβαλαν τον αποκλεισμό των ελληνικών παραλίων, με επακόλουθα την ένταση της λαϊκής δυσαρέσκειας και του ήδη μεγάλου οικονομικού κόστους της επιστράτευσης. Οι εξελίξεις αυτές οδήγησαν στην πτώση της κυβέρνησης Δεληγιάννη. Μετά από ολιγοήμερες θνησιγενείς απόπειρες άλλων να σχηματίσουν κυβέρνηση, ανέλάβε και πάλι ο Χαρ. Τρικούπης. Παράλληλα, κι ενώ αποφασιζόταν η λήξη της επιστράτευσης, στα βόρεια σύνορα σημειώθηκαν σύντομα πολεμικά επεισόδια με τις τουρκικές δυνάμεις, με αρκετούς νεκρούς και αιχμαλώτους εκατέρωθεν. Η ανακωχή που ακολούθησε, οδήγησε σε άρση του αποκλεισμού στις 26/5.
Ο τερματισμός της εθνικής αυτής κρίσης βρήκε την Ελλάδα χαμένη και στον διπλωματικό και στον οικονομικό τομέα, αφού το κόστος της έφτασε τα 52.000.000 εκατομμύρια δραχμές, χωρίς μέσα σε αυτά να περιλαμβάνονται τα έξοδα του προϋπολογισμού13, ενώ ο William Miller υπολογίζει ότι κόστισε 95.000.000 δραχμές14. Υπήρξε όμως η αφετηρία της δεύτερης θητείας Τρικούπη, η οποία αποδείχθηκε πολύχρονη και δημιουργική.
1 Οι απαρχές του Ανατολικού Ζητήματος εντοπίζονται στους προηγούμενους του 19ου αιώνες, όταν άρχισαν να παρατηρούνται σημάδια παρακμής στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. Την κατάσταση αυτή προσπάθησαν να εκμεταλλευτούν οι υπόδουλοι βαλκανικοί λαοί καθώς και οι μεγάλες ευρωπαϊκές δυνάμεις είτε μέσω πολεμικών συγκρούσεων για ανεξαρτησία και για απόσχιση εδαφών είτε μέσω διπλωματικών διαμαχών για άσκηση επιρροής και κυριαρχίας στην ανατολική Μεσόγειο και τον Εύξεινο Πόντο.
2 Αντίπαλοι: Οθωμανική Αυτοκρατορία και Ορθόδοξος Συνασπισμός (Ρωσία, Βουλγαρία, Ρουμανία, Μαυροβούνιο, Σερβία). Διάρκεια: από 24/4/1877 έως 3/3/1878.
3 Είναι γνωστή η ονομασία του, σε αυτό το αστικό κομμάτι της ροής του, ως Σκατόρεμα.
4 Τα χωριά Μουσουνίτσα (σημ. Αθανάσιος Διάκος) και Αρτοτίνα διεκδικούν τον τίτλο της γενέθλιας γης του Διάκου. Το κάθε ένα από τα δύο - μέσα από εργασίες ιστορικών, ερευνητών, δημοσιογράφων κ.λ.π. - έχει διατυπώσει επιχειρήματα για να ισχυροποιήσει τις σχετικές απόψεις του αλλά η δική μας εργασία έχει άλλο σκοπό και δεν θα αναφερθεί καθόλου σε αυτό το μεγάλο και δύσκολο θέμα. Ο αναγνώστης που ενδιαφέρεται να μάθει περισσότερα μπορεί να αναζητήσει τη σχετική βιβλιογραφία.
5 εφημ. Παλιγγενεσία, φ.6494/30-12-1885.
6 Μιχαήλ Γρηγορόπουλος: Η Ελλάς, ήτοι περιγραφή των επισημοτέρων πόλεων αύτης, Εν Αθήναις 1887, σελ. 141.
7 Ν.Τ. Δαβανέλλος – Γ.Π. Σταυρόπουλος: Λαμία, με τη γραφίδα των περιηγητών, Οιωνός (2005), σελ.159.
8 Αναφέρεται στον τότε ιερέα της Λαμίας Ιωάννη Μηλαρόπουλο.
9 Δημ. Θ. Νάτσιος: Οι δρόμοι και οι πλατείες της Λαμίας (1852- 1998), Προσκήνιο (1998), σελ. 89.
10 Εφημ. ΕΜΠΡΟΣ, φ. 2329/21-4-1903.
11 Λόγω της Μικρασιατικής Εκστρατείας, η Εκατονταετηρίδα δεν γιορτάστηκε το 1921 αλλά το 1930.
12 Αγγλία, Ρωσία, Γερμανία, Ιταλία και Αυστροουγγαρία. Η Γαλλία κράτησε μια πιο ήπια στάση.
13 Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Εκδοτική Αθηνών, τ.ΙΔ, σελ.30.
14 William Miller: Η Τουρκία καταρρέουσα (μετ. Σπ. Λάμπρος), σελ. 514, Αθήνα 1914.