H αόρατη πλευρά της εκπαιδευτικής μας σελήνης;
Η Τεχνική Εκπαίδευση, σε όλες τις προηγμένες χώρες, αποτελούσε και αποτελεί διαχρονικά ένα από τα σημαντικότερα αναπτυξιακά εργαλεία. Στη χώρα μας, απεναντίας, δεν συμβαίνει το ίδιο. Ενώ ξεκίνησε κάποια σοβαρή προσπάθεια ανασυγκρότησής της στις αρχές της δεκαετίας του 80 (νόμοι 580, 576/77) και συνεχίστηκε με τους 1566/85, 2525/97, 2640/98, 3475/2006 και τον πρόσφατο 4142/13 (δεν είναι ευκρινές τι επιδιώκεται στον τελευταίο), βρίσκεται ακόμα σε νηπιακή κατάσταση. Σημαντικότερη απ΄ όλες μπορεί να χαρακτηριστεί εκείνη με τα Ενιαία Πολυκλαδικά Λύκεια ( ΕΠΛ). Επιχειρήθηκε και σωστά να συνυπάρχει Γενική και Τεχνική Δευτεροβάθμια εκπαίδευση σε ένα ενιαίο Λύκειο για να εξουδετερωθούν διαχρονικές παθογένειες και αντιπαλότητες στο δεύτερο αυτό επίπεδο της Δευτεροβάθμιας Εκπ/σης. Μάταια όμως, γιατί και εκείνη χάθηκε με τις αλλαγές των κομμάτων στην εξουσία. Σύνηθες φαινόμενο για πολλές αξιόλογες μεταρρυθμιστικές προσπάθειες και όχι μόνο στην εκπαίδευση.
Θα εξακολουθήσει η Τεχνική Εκπαίδευση στη χώρα μας να αποτελεί τη δυσδιάκριτη (για ορισμένους αόρατη) πλευρά της εκπαιδευτικής μας σελήνης; Δεν είναι ορατό ότι αυτό μπορεί να αλλάξει. Και σ΄αυτόν τον τομέα ακολουθούμε “πορεία κάβουρα” σε αντίθεση με τους εταίρους μας στην Ευρώπη αλλά και τις άλλες αναπτυγμένες χώρες σε παγκόσμιο επίπεδο. Ένας ακόμα Υπουργός αναφέρεται στο νέο νόμο και στις καινοτομίες του (ΤΑ ΝΕΑ 15/2/14) όπως και οι προηγούμενοι. Με ιδιαίτερη έμφαση δε στην πρακτική άσκηση σε επιχειρήσεις “30.000 νέοι κάθε χρόνο θα ασκούνται εκεί με ανάλογη επιδότηση του κράτους κλπ”. Η συγκεκριμένη όμως δράση, τόσο σημαντική πράγματι, αναφέρεται και στον Ν. 1566 /1977, αλλά ποτέ δεν έγινε πράξη. Επομένως, στην πράξη θα δούμε αν υπάρχει αυτή τη φορά η ανάλογη βούληση και το σημαντικότερο η χρηματοδότηση. Ο σχετικός “λευκός καπνός” πάντως βγήκε πρόσφατα από την καμινάδα της Ε.Ε. Να δούμε τι θα ακολουθήσει.
Από τη θέση του συνταξιούχου εκπαιδευτικού της ΤΕΕ, σήμερα, με σημαντικά βιώματα σ΄αυτή, ανεπηρέαστος από καταστάσεις και πρόσωπα και συνεκτιμώντας την κοινωνικοοικονομική και τεχνολογική θέση της χώρας μας στο ευρωπαϊκό και παγκόσμιο γίγνεσθαι μπορώ με βεβαιότητα να πω ότι έτσι όπως αντιμετωπίζεται η ΤΕΕ δεν μπορεί να έχει μέλλον ανάλογο με τις διεθνείς απαιτήσεις του “παγκόσμιου χωριού” στο οποίο ζούμε. Δεν κατανοήθηκε επαρκώς και δεν αξιοποιήθηκε ποτέ, ως αναπτυξιακό εργαλείο, όπως θα έπρεπε, γιατί κανείς ποτέ δεν ενδιαφέρθηκε με την ανάλογη σοβαρότητα γι΄αυτήν, όπως προκύπτει από τη σημερινή της εικόνα. Η ριζική αλλαγή της κατάστασης, κατά την ταπεινή μου γνώμη, προϋποθέτει συνύπαρξη παραγόντων, μερικοί από τους οποίους έχουν και οικονομικό κόστος. Στην πραγματική οικονομία όμως, μαζί με τα κεφάλαια, επενδύονται - συνυπάρχουν και κεφάλαια τεχνολογικής και επαγγελματικής γνώσης και μάλιστα, τα τελευταία χρόνια, με τη μορφή της διαρκούς ενημέρωσης- διά βίου μάθησης (σημαντικός λόγος για τον οποίο, στον τίτλο του Υπουργείου, συνυπάρχει Γενική Γραμματεία διά βίου μάθησης).
Στις ραγδαίες τεχνολογικές αλλαγές δεν μπορούμε να απαντάμε με στασιμότητα ή ακόμα και με υποβάθμιση, σε ορισμένες περιπτώσεις, της ΤΕΕ. Σχολών που παρέχουν την εξειδικευμένη γενική και ειδική ευέλικτη τεχνολογική και επαγγελματική γνώση. Πρόσφατα πχ αποφασίστηκε, δεν γνωρίζω με ποια κριτήρια, να βγουν σε διαθεσιμότητα ειδικότητες του Τομέα Υγείας Πρόνοιας κλπ ενώ τις μέρες που γράφονται αυτές οι γραμμές, (αρχές Φλεβάρη !!), στα σχολεία της ΤΕΕ τώρα προσλήφθηκαν αναπληρωτές καθηγητές ορισμένων ειδικοτήτων.
Τούτες οι απόψεις που καταγράφονται στο σημείωμά μου δεν είναι εφεύρημα δικό μου αλλά τα αυτονόητα που σχεδιάζονται και υλοποιούνται στις προηγμένες χώρες. « Η νεολαία σε όλη την Ευρώπη χρειάζεται σταθερή, πρακτική επαγγελματική εκπαίδευση και κατάρτιση» αναφέρει σε άρθρο του στο “ΒΗΜΑ” της 17/11/13 ο δ/ντής του Ινστιτούτου για τη μελέτη της εργασίας, Γερμανός κος Κ. Τσίμερμαν. «Η Γερμανία η Αυστρία και οι Κάτω Χώρες έχουν κάνει βήματα με το μοντέλο της “διπλής κατάρτισης” που συνδυάζει σχολές επαγγελματικής εκπαίδευσης με μαθητείες σε επιχειρήσεις», συνεχίζει.
Στους παράγοντες που δεν έχουν κανένα κόστος κυρίαρχοι, κατά την άποψή μου, είναι: η πολιτική βούληση και η νοοτροπία μας ως κοινωνία.
Η πολιτική βούληση είναι υπόθεση των εκάστοτε κυβερνόντων. Αυτονόητο θα μου πείτε, ασφαλώς, μα στη χώρα μας πάντα στα αυτονόητα κολλάμε. Το λογικό θα ήταν να υλοποιούνται οι στόχοι που αναφέρονται στο νόμο, σε κάθε νόμο, και να γίνονται πράξη όσα αποφασίζονται σε κυβερνητικό επίπεδο και αναφέρονται σ΄αυτόν. Στον “ιμάντα” υλοποίησης, μετά την ψήφιση του νόμου, ακολουθεί το συμβουλευτικό επιστημονικό συμβούλιο του Υπουργείου Παιδείας που σχεδιάζει, υλοποιεί, παρακολουθεί και αξιολογεί την εφαρμογή του. Παρεμβαίνει δε ανάλογα και διορθώνει όπου εμφανίζονται αποκλίσεις στην εφαρμογή της εκπαιδευτικής πολιτικής. Αυτό δηλαδή που κάνει σε γενικές γραμμές ο σύγχρονος κόσμος και κυρίως όσες χώρες ανήκουν στους G8 αλλά και G20 (Τεχνολογικά και επομένως οικονομικά αναπτυγμένες).
Με επιστημονικές μεθόδους και εργαλεία, σε επίπεδο σχολείων (κυρίως Δημοτικών και Γυμνασίων), διαπιστώνονται τάσεις, κλήσεις, ενδιαφέροντα και δυνατότητες των μαθητών από μικρή ηλικία. Φροντίζουν μέσω των ωρολογίων και αναλυτικών προγραμμάτων, των διά βίου ενημερωμένων εκπαιδευτικών λειτουργών, να εξασφαλίζονται, η γενική γνώση και μόρφωση και να υποδεικνύονται τομείς επαγγελμάτων που οι νέοι μας παράλληλα με τη γενική τους παιδεία να μπορούν να προετοιμαστούν στα εκπαιδευτικά και επαγγελματικά επίπεδα της Εκπαίδευσής μας για να αποτελέσουν το επιστημονικό και εργατικό δυναμικό της πατρίδας μας. Στη σωστή επιλογή του επαγγέλματος από τους μαθητές, συνυπάρχουν έτσι, σε σημαντικό βαθμό, η Ψυχοσωματική ισορροπία, η αγάπη για το επάγγελμα (λειτούργημα για πολλούς), το υψηλό επίπεδο απόδοσης στην μακροχρόνια ενασχόλησή τους με αυτό, αλλά και η σχετική ευελιξία σε μελλοντική προσαρμογή κλπ. Επιδιώκεται έτσι να επιτυγχάνεται το μάξιμουμ σε ατομικό, οικογενειακό, κοινωνικό και εθνικό όφελος.
Με την εφαρμογή των παραπάνω επιστημονικών μεθόδων και εργαλείων προκύπτουν και τα ποσοστά του μαθητικού δυναμικού που κατανέμονται αυτονόητα στα Γενικά αλλά και Τεχνικά και Επαγγελματικά Λύκεια και έτσι οι επιλογές δεν επιβάλλονται από άλλους παράγοντες.
Στις παραπάνω αναφερόμενες χώρες δεν επιβάλλονται οι επιλογές στους μαθητές τους. Αυτό το φαινόμενο μόνο στην πατρίδα μας συμβαίνει, και μάλιστα σε μεγάλο βαθμό, παρά τη μακροχρόνια εφαρμογή του Σχολικού και Επαγγελματικού Προσανατολισμού (ΣΕΠ ). Ένας θεσμός που όμως, έτσι όπως εφαρμόστηκε μέχρι σήμερα, έχει μετατραπεί, πολλές φορές, σε “ώρα απασχόλησης των μαθητών με ψύχουλα ΣΕΠ” αλλά και άλλες για συμπλήρωση του ωραρίου όποιων ειδικοτήτων καθηγητών, αφού δεν υπήρξε ποτέ καθηγητής ΣΕΠ όπως προβλέπονταν στον αρχικό σχεδιασμό. Σχεδόν την ίδια κατάληξη έχει και το μάθημα της Τεχνολογίας που σε αρκετές προηγμένες χώρες (π.χ. ΗΠΑ) διδάσκεται από το Δημοτικό ενώ στο Γυμνάσιο μεγάλο μέρος του μετατρέπεται σε Έρευνα και Πειραματισμό. Για την Τεχνολογία αλλά και τον ΣΕΠ αρχικά διατέθηκαν σημαντικά κονδύλια (Εθνικά και Ευρωπαϊκά) και έγιναν τα Κέντρα Συμβουλευτικής (ΚΕ.ΣΥ.Π) και τα Γ ραφεία ΣΕΠ (ΓΡΑ.ΣΕΠ) σε όλη την Ελλάδα. Τα τελευταία καταργήθηκαν όπως και αρκετά από τα ΚΕ.ΣΥ.Π.
Με τα δύο αυτά μαθήματα, όταν διδάσκονται σύμφωνα με τους παιδαγωγικούς τους στόχους, συμπληρώνεται η εικόνα - πληροφόρηση των μαθητών μας σε μια κρίσιμη καμπή - φάση της ζωής τους για να κάνουν την επιλογή τους.
Τα στοιχεία είναι απογοητευτικά μέχρι τώρα αφού δείχνουν διαχρονικά ένα ποσοστό μαθητικού δυναμικού Γενικής και ΤΕΕ που είναι 70% – 30 % αντίστοιχα με μικρές διακυμάνσεις (στη Φθιώτιδα αυτή τη χρονιά είναι 20%, σχετική είναι η ανακοίνωση της ΔΔΕ ). Τα ποσοστά αυτά άλλαξαν σε 45% Γενική και 55% ΤΕΕ και πλησίασαν τον ευρωπαϊκό μέσο όρο μόνο στην πενταετή εφαρμογή της εκπαιδευτικής μεταρρυθμιστικής προσπάθειας με τα Ενιαία Πολυκλαδικά Λύκεια (ΕΠΛ). Η έλλειψη όμως σωστής πολιτικής βούλησης για την επέκταση της εφαρμογής αυτής της εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης και καινοτομίας αλλά και η υπόγεια πολεμική που ασκήθηκε από σημαντικό μέρος των εκπαιδευτικών συντεχνιών και όχι μόνο, την ακύρωσαν (Η πόλη μας είναι η μοναδική Πρωτεύουσα νομού στην οποία δεν λειτούργησε Ενιαίο Πολυκλαδικό Λύκειο γιατί συνάντησε αρκετές αρνήσεις της συντεχνίας). Έτσι με τις αλλαγές των Κυβερνήσεων (μεταξύ 1990 και 1995) καταργήθηκε η πολλά υποσχόμενη αυτή μεταρρύθμιση.
Στην ιεράρχηση των ερωτημάτων/αιτίων για την ολοκλήρωση της εικόνας, για τον σημερινό Υπουργό, κάθε πολιτικό, ενδιαφερόμενο ερευνητή αλλά και για όποιον άμεσα ή έμμεσα εμπλέκεται στα θέματα της εκπαίδευσης και της παιδείας γενικότερα, τίθενται ρητορικά τα παρακάτω ερωτήματα ως έναρξη προβληματισμού αλλά και εξουδετέρωσης των αιτίων της παθογένειας.
Γνωρίζετε κύριοι:
• Αν και ποιο είναι το ποσοστό της πολιτικής και διοικητικής πυραμίδας της Εκπαίδευσης κάτω από την κορυφή της, συμπεριλαμβανομένων και των συμβούλων του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου ή αντίστοιχου συμβουλευτικού οργάνου του Υ.ΠΑΙ.Θ, στηρίζουν πρακτικά και ανάλογα με τη σημασία της, την ΤΕΕ;
• Αν η πλειοψηφία των καθηγητών της Δευτεροβάθμιας Εκπ/σης (κυρίως των Γυμνασίων) στηρίζει την ΤΕΕ και τις όποιες αλλαγές σ΄αυτή;
• Γνωρίζετε τι ποσοστό της κοινωνίας έχει προσεγγίσει σωστά και γνωρίζει τα πραγματικά δρώμενα στην ΤΕΕ αλλά και την αποστολή/στόχους της;.
Θα αποκαρδιωθείτε, όπως και εγώ, με τις διαπιστώσεις που θα κάνετε από μια προσεκτική προσέγγιση των παραπάνω. Η άποψή μου, κατά κύριο λόγο, πηγάζει από την μακροχρόνια θητεία μου στην ΤΕΕ και κυρίως από την εμπλοκή μου σε όλες σχεδόν τις μεταρρυθμιστικές προσπάθειες στην τριανταπεντάχρονη θητεία μου συμμετέχοντας πολλές φορές , με γραπτά μου κείμενα, αλλά και με τη φυσική μου παρουσία, στις κραυγές αγωνίας πολλών και σημαντικών συναδέλφων μου από τις θέσεις ευθύνης που η Πολιτεία με αξίωσε να υπηρετήσω:
• Υπήρξα μέλος της ομάδας εργασίας της αρχικής -πειραματικής εφαρμογής της Τεχνολογίας στα Γυμνάσια 1975-1980 του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου (τότε ΚΕΜΕ) του Υπουργείου Παιδείας.
• Η πολιτεία με τίμησε με ετήσια μετεκπαίδευση, στη συνέχεια, στην Αμερική – Πανεπιστήμιο του Μέριλαντ- στην Ουάσιγκτον για ανάλογα θέματα αλλά και με εμπειρίες στα εκεί σχολεία Γενικής και Τεχνικής Εκπαίδευσης, 1981-82,
• Υπήρξα συντονιστής της ομάδας εργασίας αρχικής εφαρμογής του μαθήματος της Τεχνολογίας και Παραγωγής στα ΕΠΛ (Ενιαία Πολυκλαδικά Λύκεια) 1983-89,
• Υπήρξα επίσης προϊστάμενος τομέων ειδικοτήτων αλλά και Δ/ντής σχολείων Αθηνών και Λαμίας της ΤΕΕ, Δ/ντής των ΙΕΚ Λαμίας, των παραρτημάτων ΙΕΚ Αταλάντης και Σπερχειάδας όπως και του ΙΕΚ Χαλκίδας. Ενώ το τέλος της θητείας μου το έκλεισα ως Προϊστάμενος της Τεχνικής Εκπαίδευσης (ΤΕΕ) του νομού Φθιώτιδας.
Το βάρος επομένως της ευθύνης που προκύπτει από την πρωτόγνωρη αυτή εμπειρία, μου επιβάλει να αναφερθώ στις παθογένειες του χώρου, με το παρόν σημείωμά μου, αφού αφορά νεολαία/μαθητές, ανάπτυξη και πατρίδα. Πέρα από τις παρατηρήσεις, να προτείνω επίσης τρόπους εξουδετέρωσης των αιτίων ώστε να υπάρξουν ελπίδες ότι κάτι αρχίζει να αλλάζει στην ΤΕΕ.
Αποκαρδιώνεται όμως κάποιος (αναφορά παραπάνω) όταν διαπιστώνει τις συμπεριφορές μεγάλης μερίδας πχ των καθηγητών της Γενικής Εκπαίδευσης στην πράξη. Όχι μόνο αποφεύγει ποικιλότροπα να στηρίξει τις προσπάθειες για αλλαγές στην ΤΕΕ αλλά αποφεύγει να αναφέρεται σ΄ αυτές όπως και στην ΤΕΕ γενικότερα. Σε περιπτώσεις δε που το κάνει μιλά, αρκετές φορές, με συγκαλυμμένα απαξιωτικό τρόπο. Αναφέρεται συνήθως στο χαμηλό μορφωτικό επίπεδο των μαθητών που φοιτούν στην ΤΕΕ και στο κλίμα που επικρατεί στα σχολεία της αλλά ξεχνά ότι πριν εγγραφούν στην ΤΕΕ ήταν μαθητές τους για τρία χρόνια στα Γυμνάσια. Και, ότι αυτό που διαπιστώνουν εκείνοι και οι περισσότεροι στην κοινωνία μας σήμερα, είναι αποτέλεσμα και της δικής τους εκπαιδευτικής – παιδαγωγικής προσπάθειας στις σχολικές μονάδες των Γυμνασίων.
Είναι γνωστό επίσης ότι και το “σύστημα” όπως λειτουργεί σήμερα, “αφήνει” για την ΤΕΕ “το περίσσευμα” του μαθητικού δυναμικού. Μαθητές με επιδόσεις κάτω του 06 (βλέπε πχ βαθμολογία των Πανελλαδικών), τι απόδοση μπορεί να έχουν αφού όλοι οι άλλοι, με ελάχιστες εξαιρέσεις, εισάγονται στην τριτοβάθμια εκπαίδευση; Άλλη κραυγαλέα στρέβλωση αυτή. Όσοι δε εισάγονται στο ανώτερο αυτό επίπεδο εκπαίδευσης, δημιουργούν άθελά τους, με τη σειρά τους, τους φοιτητές των δύο ταχυτήτων επιδόσεων. Είναι γνωστές οι επισημάνσεις του προβλήματος από τις πρυτανικές αρχές και μελετητές, γι΄ αυτό το θέμα.
Κοινωνική διάσταση: Στα παραπάνω έρχεται να προστεθεί και η γενικευμένη κοινωνική άποψη και παγιωμένη θα έλεγα αντίληψη, που φυσικά τη γνωρίζουμε όλοι, ότι αν ένας/μία μαθητής /τρια του Γυμνασίου “δεν τα παίρνει τα γράμματα καλό θα είναι να στραφεί στην ΤΕΕ”, να ακολουθήσει εκεί ένα επάγγελμα. Την ίδια ώρα που συμβαίνουν αυτά συνυπάρχει επίσης και η νοοτροπία της συντριπτικής πλειοψηφίας των γονέων που προσπαθούν να στρέψουν, με κάθε τρόπο, τα παιδιά τους προς την Τριτοβάθμια Εκπαίδευση ενώ γνωρίζουν ότι σημαντικό μέρος από αυτά στερούνται των ανάλογων προσόντων. Στόχος τους κατά την άποψή μου είναι να ικανοποιήσουν πρώτα δικές τους ελλείψεις, φιλοδοξίες, όνειρα, αλλά και παράλληλα να αναβαθμίσουν το “πρεστίζ” της οικογένειας αδιαφορώντας για τα όποια αρνητικά αποτελέσματα θα έχει η ενέργειά τους.
Σαν τέτοια μπορώ να σημειώσω, την απόκλιση από την σωστή επιλογή ενώ σε μεγάλο ποσοστό η εκτροπή από την πρώτη επαγγελματική επιλογή στην τριτοβάθμια Εκπαίδευση είναι σχεδόν δεδομένη (πολλές φορές οδηγούνται στη δέκατη, ίσως και παραπάνω επιλογή). Η ψυχοσωματική τους ισορροπία επίσης είναι ένα σοβαρό στοιχείο απαραίτητο στον εργασιακό και οικογενειακό τους βίο.
Στοιχείο σημαντικό που πάντα πρέπει να συνεκτιμάται είναι ότι στην πυραμίδα των θέσεων εργασίας σε όποια επιχείρηση και όποιο άλλο επιχειρηματικό και έργασιακό χώρο στην πατρίδα μας αλλά και διεθνώς οι θέσεις εργασίας για αποφοίτους τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης δεν είναι περισσότερες από το 25 έως 30%. Και προκύπτει το ερώτημα, πέρα από την μόρφωση, σε επίπεδο τριτοβάθμιας εκπ/σης για τους αυριανούς πολίτες τις πατρίδας μας, με τι επαγγελματικά εφόδια θα επιχειρήσουν να ενταχθούν στην αγορά εργασίας για να εξασφαλίσουν τα αναφερόμενα παραπάνω σε τομείς και θέσεις επαγγελματικής δραστηριότητας όταν αυτές προορίζονται κατά 70% περίπου για αποφοίτους των ειδικοτήτων της Δευτεροβάθμιας ΤΕΕ;.
Σημαντικά στοιχεία για την μεγάλη απόκλιση μεταξύ γνώσεων - δεξιοτήτων που απαιτούνται στην αγορά εργασίας προς αυτές των αποφοίτων σχολών, περιέχονται σε σχετική έρευνα της συμβουλευτικής Εταιρίας Μc Kinsey που παρουσιάστηκε πρόσφατα στις Βρυξέλες (Ηλεκτρονική δ/νση Sky 15-1-14 και εφημερίδα “ΤΑ ΝΕΑ” 18-19 /1/14).
Σημαντική παράμετρος επίσης του χαμηλού επιπέδου απόδοσης των μαθητών, όσων τελικά κατευθύνονται στα ΤΕΕ (με διασπορά βαθμολογιών -επιδόσεων γύρω από το 06 των πανελλαδικών όπως αναφέρθηκαν παραπάνω), είναι ότι δυσκολεύονται στην κατανόηση των νέων, υψηλού επιπέδου βιβλίων, των εργαστηριακών ασκήσεων της σύγχρονης τεχνολογίας και της ειδικής ορολογίας που χρησιμοποιείται. Αποτέλεσμα, ένα ποσοστό να εγκαταλείπει την ΤΕΕ ενώ η υλοποίηση των προγραμμάτων σπουδών δυσκολεύει αφάνταστα ή είναι σχεδόν αδύνατη για μεγάλο ποσοστό των υπολοίπων μαθητών (Αφού “δεν τα παίρνουν τα γράμματα” κατά την παραπάνω άποψη - καταδίκη της Κοινωνίας μας!). Όσοι δε, συνεχίζουν με τις όποιες δυσκολίες, στην συντριπτική τους πλειοψηφία, στο τέλος, αποφοιτούν (θεωρείται κοινωνικά άδικο να μένουν τα παιδιά στην ίδια τάξη σε ένα τέτοιο σχολείο!!. Δεύτερο εγκληματικό λάθος για να καλύψουμε το πρώτο !!!). Ως απόφοιτοι-πτυχιούχοι δε, μη μπορώντας να ανταποκριθούν στις απαιτήσεις της ειδικότητάς τους σε σημαντικό βαθμό, εγκαταλείπουν την προσπάθεια αφού “απορρίπτονται” και από την αγορά εργασίας και οδηγούνται σε άλλες δραστηριότητες άσχετες με την ειδικότητά τους. Με τη σειρά του αυτό ως γεγονός είναι αποτρεπτικό σε μεγάλο βαθμό, ως παράδειγμα προς μίμηση, για υποψήφιους, να εγγραφούν και να φοιτήσουν στην ΤΕΕ, μετά το Γυμνάσιο αφού εκεί φοιτούν μαθητές που δεν τα παίρνουν τα γράμματα. Έτσι, ο αρνητικός αυτός φαύλος κύκλος συνεχίζεται μέχρι σήμερα και θα διαιωνίζεται αν δεν διακοπεί, αφού το λάθος έχει γίνει/εμφανίζεται στην αρχή, απαξιώνοντας συνεχώς το πολύτιμο εργαλείο της ΤΕΕ για τη χώρα μας ενώ τα όποια κονδύλια αφιερώνονται για την εκπαίδευση και κατάρτιση να μην πιάνουν τόπο και να χάνονται.
Ας δούμε όμως και το υπόλοιπο 60 – 70 % που παρακολουθεί την τριτοβάθμια εκπαίδευση. Το ποσοστό αυτό, μέρος του οποίου είναι “Σπρωγμένο” προς τα εκεί, από το “σύστημα” και τη νοοτροπία, όταν αποφοιτά (το πώς και πότε είναι μία άλλη συζήτηση) απευθύνεται όπως είναι επόμενο, στην Ελληνική αγορά με τις όποιες στρεβλώσεις της. Όπως γνωρίζουμε, όμως, και κυρίως οι εκπαιδευτικοί συνάδελφοί μου, εκεί το ποσοστό απορρόφησης κυμαίνεται γύρω στο 25-30%, όπως ήδη αναφέρθηκε παραπάνω. Δεν είναι λοιπόν φυσικό ένα μεγάλο ποσοστό αυτών των επιστημόνων να αναζητούν εργασία, ιδιαίτερα σ΄αυτή τη δύσκολη περίοδο για την πατρίδα μας, στο εξωτερικό;. Προς τι λοιπόν αυτές οι κραυγές τελευταία και τα κροκοδήλια δάκρυα για τους επιστήμονες που μας φεύγουν στο εξωτερικό;. Που θα απορροφηθούν 50.000 διδακτορικά και μεταπτυχιακά (Κύριο άρθρο στην εφημερίδα “ΤΟ ΒΗΜΑ” 26/1/14 ); Πάντα υπήρχε κύμα εξόδου επιστημόνων από τη χώρα, απλά τώρα με την κρίση, αυξήθηκε υπέρμετρα. Ας μην κοροϊδευόμαστε όμως, όσο θα συνεχίζουμε να στρουθοκαμηλίζουμε και δεν αντιμετωπίζουμε τις πραγματικές αιτίες (αρκετά δύσκολο πρόβλημα αλλά όχι άλυτο) θα συνεχίζεται η ίδια κατάσταση, ενώ υψηλού επιπέδου επιστημονικό δυναμικό θα χάνεται. Η χώρα θα συνεχίζει να σπαταλά χωρίς να αξιοποιεί τους πολύτιμους πόρους. Κονδύλια τα οποία θα ωφελούνται οι χώρες στις οποίες τα ελληνικά μυαλά θα αποτελούν μέρος του επιστημονικού τους εργατικού δυναμικού. Εκείνες τους αποκτούν φυσικά “τζάμπα” ενώ εμείς εξακολουθούμε να συμπεριφερόμαστε ως “τζάμπα μάγκες”.
Είναι επομένως εμφανές, ότι το σύνολο των παραπάνω παραγόντων και δρώμενων παίζει πρωτεύοντα και καταλυτικό ρόλο στο κοινωνικό-οικονομικό και εθνικό επίπεδο για το μέλλον της χώρας. Η συμπεριφορά μας στο παρελθόν αλλά και πρόσφατα δεν είναι άσχετη με την θλιβερή/ζοφερή εικόνα που μέρος της παρακολουθήσαμε πρόσφατα στα δύο μεγαλύτερα Πανεπιστήμιά μας και σε μικρότερο ποσοστό στα άλλα τριτοβάθμια ιδρύματα. Η δημοκρατία μας έχει μετατραπεί, σε ανησυχητικό βαθμό, σε ασυδοσία από ορισμένους. Στρουθοκαμηλίζουμε αν νομίζουμε ότι έτσι όπως πορευόμαστε υπάρχει ελπιδοφόρο αύριο για τα παιδιά μας, για την πατρίδα μας . Δεν συζητάμε για κάτι δευτερεύον, για την εκπαίδευση και την κατάρτιση συζητάμε και κατ΄επέκταση για την παιδεία και την ανάπτυξη. Ό,τι πολυτιμότερο έχουμε ως Έθνος. “Απουσία στρατηγικής σύνδεσης και ανατροφοδότησης του κόσμου της παιδείας με τον κόσμο της εργασίας” διαπίστωσε και το σημείωσε ο κος Υπουργός στην παραπάνω συνέντευξή του.
Δεν αρκούν όμως οι διαπιστώσεις, δράσεις απαιτούνται για να εξουδετερωθούν οι αναφερόμενες παραπάνω αιτίες και όποιες άλλες εμποδίζουν να γίνουμε ένα σύγχρονο κράτος. Ας αποτελέσει το ΣΟΚ που περνάμε ως χώρα αφετηρία έναρξης χρήσης του αναπτυξιακού εργαλείου που λέγεται Τεχνικο-Επαγγελματική Εκπαίδευση όπως κάνουν οι χώρες που καθορίζουν σήμερα τα τεχνολογικο-οικονομικά και αναπτυξιακά δρώμενα.
Γράφει ο Βασ. Γιδαράκος
Συνταξ. Εκπ/κός,
Πρ. προϊστάμενος
ΤΕΕ Ν. Φθιώτιδας