Καθημερινή Αδέσμευτη Εφημερίδα

  Αριθμός Πιστοποίησης: Μ.Η.Τ. 242014

Οικονομική κρίση και Κεϋνσιανισμός

Γράφει ο

  Παπαϊωάννου Κωνσταντίνος
Πολιτικές και Νομικές επιστήμες
Θεσσαλονίκη 

 

 

 

   Επί αιώνες εφαρμόζεται η κλασική οικονομική θεωρία  για την αντιμετώπιση της οικονομικής κρίσης, σύμφωνα με την οποία η υψηλή ανεργία ήταν αποτέλεσμα  υψηλών πραγματικών μισθών και επιτοκίων, ώστε θα έπρεπε να μειωθούν οι πραγματικοί μισθοί για να οδηγήσουν στην αύξηση της απασχόλησης, διότι μείωση του κόστους εργασίας θα υποκινούσε τις επιχειρήσεις να απασχολήσουν περισσότερους εργάτες.

    Τον 20ον αιώνα εμφανίζεται ο Τζων Μέυναρντ Κέϋνς, διάσημος Άγγλος  οικονομολόγος, μία από τις σημαντικότερες οικονομολογικές προσωπικότητες σε παγκόσμια κλίμακα. Ο Κέϋνς υποστήριξε ότι η αντίληψη αυτή της κλασικής θεωρίας ήταν λανθασμένη. Κατά την θεωρία του Κέϋνς, η μείωση των μισθών οδηγεί ταυτοχρόνως στην μείωση της ζήτησης αγαθών και υπηρεσιών κι επομένως, τελικώς σε μείωση της απασχόλησης, άρα σε αύξηση της ανεργίας. Το επίπεδο της απασχόλησης δεν προσδιορίζεται από το επίπεδο των πραγματικών μισθών αλλά από το επίπεδο της συνολικής ζήτησης. Με τη σειρά της η συνολική ζήτηση προσδιορίζεται σε μεγάλο βαθμό από το επίπεδο της δαπάνης για επενδύσεις. Κατά τον Κέϋνς, για να αντιμετωπισθεί η οικονομική κρίση είναι απαραίτητη η παρέμβαση της Κυβέρνησης με αύξηση των δημοσίων δαπανών για κατανάλωση και επένδυση. Ένα από τα βασικά χαρακτηριστικά της οικονομικής κρίσης είναι η ανεργία. Η αποδεδειγμένη άποψη του Κέϋνς είναι ότι δεν υπάρχει μηχανισμός αυτόματης διόρθωσης της ανεργίας. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο το Κράτος οφείλει να αναλάβει την ευθύνη για την επίτευξη και διατήρηση πλήρως απασχολήσεως εφαρμόζοντας κατάλληλη οικονομική πολιτική. Η πολιτική αυτή συνίσταται στην μείωση του επιτοκίου με προοπτική να γίνουν ελκυστικές οι ιδιωτικές επενδύσεις, ταυτοχρόνως οφείλει να προσβλέπει επίσης σε αύξηση των δημοσίων επενδύσεων και αύξηση της ροπής προς κατανάλωση μέσω αναδιανομής του εισοδήματος υπέρ των κατώτερων εισοδηματικών τάξεων. Η Κεϋνσιανή θεωρία αποτέλεσε την νέα οικονομική ορθοδοξία για 40 περίπου χρόνια.   

   Το Παγκόσμιο Καπιταλιστικό σύστημα έχει γιγαντωθεί τόσο ώστε να μην αφήνει καμία ελπίδα στους λαούς του κόσμου να δουν οικονομικά καλύτερες μέρες. Αιτία; Ο μισός παγκόσμιος πλούτος βρίσκεται στα χέρια 1000 οικογενειών. Με λίγα λόγια, το χρήμα αποταμιεύεται, αδρανοποιείται δηλαδή και δεν επενδύεται ώστε να προσφέρει εργασία, παραγωγή και επάρκεια αγαθών για να βελτιωθεί το βιοτικό επίπεδο των λαών. Έναντι αυτών των σοβαρών συνθηκών που μπορούν να κλονίσουν τα θεμέλια του ισχύοντος παγκόσμιου χρηματοπιστωτικού συστήματος στο οποίο κυριαρχούν φεουδαρχικού τύπου συνθήκες, φαίνεται ότι η επαναφορά του Κεϋνσιανισμού που είχε εμφανισθεί μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, αποτελεί την μοναδική αναγκαία λύση. Αυτό συμπεραίνεται από την πολιτική που είχε εξαγγείλει ο ΜπάΪντεν στις ΗΠΑ κατά την περίοδο της διακυβέρνησής του. Ανακοίνωσε ότι προωθούνται έργα υποδομών με αποκλειστικά δημόσιες επενδύσεις ύψους 2 τρισεκατομμυρίων δολαρίων και  πρόγραμμα κοινωνικών δαπανών ύψους 1 τρισεκατομμυρίου δολαρίων, επίσης και αυξήσεις μισθών. Πέραν αυτών, τεράστιο ποσό ύψους 5 τρισεκατομμυρίων δολαρίων διέθεσε για την αντιμετώπιση των προβλημάτων της πανδημίας του Covid-19 ήτοι συνολικά το κολοσσιαίο ποσό των 8 τρισεκατομμυρίων δολαρίων, με τα οποία επιχείρησε η έδρα του Παγκόσμιου Καπιταλιστικού συστήματος, η Αμερική, να προλάβει την επικίνδυνη ύφεση και την πλήρη απώλεια της παγκόσμιας ηγεμονίας. Για την πραγματοποίηση των τεράστιων αυτών κρατικών δαπανών ο ΜπάΪντεν επέβαλε αύξηση φορολογίας στα κέρδη των μεγάλων πολυεθνικών επιχειρήσεων για πρώτη φορά. Πρότεινε μάλιστα σε όλη τη διεθνή Κοινότητα ενιαίο σύστημα φορολόγησης των μεγάλων πολυεθνικών Κολοσσών με βάση το οποίο οι επιμέρους χώρες, όπου αυτοί δραστηριοποιούνται, θα μοιράζονται τα έσοδα που θα προκύπτουν από τη φορολόγησή τους. Πρόκειται για πλήρη ανατροπή του κυρίαρχου νεοφιλελεύθερου πολιτικού συστήματος που καθιερώθηκε κυρίως στον δυτικό κόσμο από τη δεκαετία του 70, με πρωτεργάτες τη Θάτσερ και τον Ρίγκαν, κι έχει δημιουργήσει τεράστιες ανισότητες μεταξύ των εθνών και πληγές στο ίδιο το Καπιταλιστικό σύστημα. Έτσι το Κράτος υποχρεώνεται και πάλι να παρέμβει ως “σωτήρας” με επενδύσεις από δημόσιες δαπάνες. Η αναγγελία αυτής της πολιτικής ήταν επόμενο να προκαλέσει σκληρή κριτική από τους εκπροσώπους των μεγάλων επενδυτικών ομίλων αποκαλώντας τον ΜπάΪντεν οπισθοδρομικό για την επιλογή των δημοσίων δαπανών και όχι αυτήν της σύμπραξης με τον ιδιωτικό τομέα, δηλαδή δημοσίων και ιδιωτικών κεφαλαίων, αν και τα μέτρα του ΜπάΪντεν θα ωφελούσαν και τους επενδυτικούς ομίλους διότι ενισχύεται η μηχανή της παραγωγής από τις επιχειρήσεις τους. Ήταν, πράγματι, η επαναφορά της πραγματικής Κεϋνσιανής λογικής, μια πρωτόγνωρη αλλαγή της Αμερικανικής πολιτικής, αλλαγή πολύ σημαντική αν λάβουμε υπ’ όψιν μας ότι ο ΜπάΪντεν απευθύνθηκε προς όλη την διεθνή Κοινότητα για ενιαίο φορολογικό σύστημα για τους μεγάλους πολυεθνικούς Κολοσσούς προς όφελος των κοινωνικών στρωμάτων με χαμηλό εισόδημα όλων των λαών. Από τη μελέτη της θεωρίας αυτής διαπίστωσε ότι οι δημόσιες επενδύσεις δημιουργούν το απαραίτητο πλαίσιο εμπιστοσύνης και ισορροπίας στην οικονομία. Δημιουργούνται, δηλαδή, εκείνες οι συνθήκες του λεγόμενου ενάρετου οικονομικού κύκλου όπου το χρήμα περνάει στην παραγωγή και την κατανάλωση δημιουργώντας απασχόληση και εισόδημα για όλα τα κοινωνικά στρώματα και δεν μετατρέπεται σε νεκρό πλούτο (αποταμίευση) στα χέρια ολίγων ολιγαρχών.

   Η θεωρία του Κέϋνς εφαρμόσθηκε επιτυχώς και στη Χώρα μας επί πρωθυπουργίας Ανδρέα Παπανδρέου στην περίοδο 1981-1985 και 1985-1989. Στα πρώτα αυτά 8 χρόνια άλλαξε η οικονομική κατάσταση στην Ελλάδα. Από τον πρώτο χρόνο της τετραετίας 1981-1985 ενισχύθηκε το εισόδημα του εργαζόμενου Έλληνα μετά από 45 χρόνια από την εποχή του Ελευθερίου Βενιζέλου. Υπάλληλοι και εργάτες είδαν για πρώτη φορά ικανοποιητική αύξηση στους μισθούς τους στον ιδιωτικό και δημόσιο τομέα. Στον δημόσιο τομέα μάλιστα εφαρμόσθηκε η Α.Τ.Α με την οποία οι δημόσιοι υπάλληλοι αποκαθιστούσαν την απώλεια της αγοραστικής αξίας των μισθών που προκαλούσε η αύξηση του τιμάριθμου, έστω και χαμηλός που ήταν. Ενισχύθηκε ο αγροτικός τομέας, αυξήθηκαν οι συντάξεις που ήταν πριν συντάξεις ντροπής. Οι αυξήσεις αυτές όχι μόνο δεν αποτέλεσαν σπατάλη, όπως ισχυριζόταν η αντιπολιτευόμενη παράταξη, αλλά απεναντίας αποτέλεσε τον καταλύτη για την ταχύτερη ανάπτυξη στην οικονομία. Η αύξηση του εισοδήματος των εργαζομένων δεν αποταμιεύθηκε ούτε σπαταλήθηκε, αλλά διατέθηκε για κατανάλωση για την αξιοπρεπή διαβίωση. Η κατανάλωση αναθέρμανε την αγορά που προκάλεσε η αυξημένη ζήτηση, αύξηση της παραγωγής, νέες θέσεις απασχόλησης, μείωση της ανεργίας, άνοιξαν επιχειρήσεις, το Κράτος προέβη  σε δημόσιες επενδύσεις. Έτσι αποκαταστάθηκε η ισορροπία στην οικονομία. Ο εργαζόμενος κόσμος ένοιωσε για πρώτη φορά ότι αναγνωρίζεται η εργασία του. Γέμιζαν οι πλατείες με συγκεντρώσεις συμπαράστασης στην Κυβέρνηση που επευφημούσαν ακόμη και οι δεξιοί - ο λαός βέβαια – Σταμάτησαν οι απεργίες και οι διαδηλώσεις, ιδρύθηκε το Ε.Σ.Υ, το πιο σύγχρονο στην Ευρώπη. Όλα αυτά είναι χαρακτηριστικά της Κεϋνσιανής θεωρίας που εφήρμοσε ο Ανδρέας Παπανδρέου ως οικονομολόγος. Το δημόσιο χρέος μειωνόταν σταδιακά ώστε το 1989 στο τέλος της οκταετίας του ΠΑΣΟΚ ήταν περίπου 29 δις. Στη συνέχεια , επί Κωνσταντίνου Μητσοτάκη-Σημίτη-Σαμαρά και τελευταία Κώστα Καραμανλή, εκτινάχθηκε στα 400 δις με συνέπεια την χρεοκοπία και τα γνωστά μνημόνια. Το συμπέρασμα που εξάγεται από τα ανωτέρω αναλυθέντα είναι ότι: Για να βγει η Χώρα μας από το αδιέξοδο της πρωτοφανούς οικονομικής κρίσης, η μόνη λύση είναι η εφαρμογή της  Κεϋνσιανής θεωρίας.         

 


 

 

 

 

Απόψεις

Ενημερωτικά δελτία

Ενημερωθείτε άμεσα από την εφημερίδα μας για τις τελευταίες ειδήσεις μέσα από την ηλεκτρονική σας διεύθυνση.