ΣΕΝΑΡΙΟ ΔΙΚΑΙΗΣ ΑΥΞΗΣΗΣ ΕΙΣΟΔΗΜΑΤΩΝ
Γράφει ο Στεργίου Γεώργιος του Ηλία,
Εκπαιδευτικός
Η κυβερνητική προσκόλληση στο θεώρημα ότι οι κατώτατοι μισθοί είναι εχθροί για την αγορά εργασίας, συνεχίζει να δημιουργεί αντιφάσεις και αδικίες και οποιαδήποτε αύξησή του κατώτατου μισθού, ενισχύει μόνο τους χαμηλόμισθους και δεν ενισχύει όλων των εργαζομένων τα εισοδήματα.
Η λανθασμένη λογική της κυβέρνησης επιζητά την ενίσχυση των πολύ χαμηλόμισθων, χωρίς να συνδυάζει την ενίσχυση όλων των εργαζομένων, μέσω των συλλογικών συμβάσεων εργασίας.
Προκύπτει ότι τα κυβερνητικά κριτήρια δεν είναι οικονομικά αλλά ξεκάθαρα εκλογικά καθότι οι αυξήσεις έρχονται από τον μήνα Απρίλη και δεν φρόντισε να ισχύσουν αυτές από το τέλος του 2022, περίοδος όπου η οικονομική κατάσταση των εργαζομένων ήταν έντονα επιδεινωμένη.
Χρειάζεται να λαμβάνεται υπόψη κάθε φορά το βιοτικό επίπεδο των εργαζομένων και βέβαια τα συνδικάτα τους έχουν την καλύτερη εικόνα για τις ανάγκες των εργαζομένων.
Απαραίτητα πρέπει να συζητήσουμε για το πώς υπολογίζεται ο κατώτατος μισθός αλλά και για την ενίσχυση των συλλογικών συμβάσεων. Η αρχική παρέμβαση μιας νέας οικονομικής πολιτικής, προφανώς αγγίζει μια γενναία αύξηση του κατώτατου μισθού και επαναφορά των συλλογικών διαπραγματεύσεων όπου καθορίζονται από τους κοινωνικούς εταίρους. Είναι σημαντικό να διασφαλίζονται και υψηλότεροι μισθοί ανάλογα με τον κλάδο και τις ιδιαίτερες δεξιότητες που έχουν οι εργαζόμενοι αυτοί και απαιτούνται για την κάθε θέση. Ενώ τώρα αυτό λείπει από την αγορά εργασίας.
Το ζήτημα των τριετιών οι οποίες είναι παγωμένες περισσότερο από μια δεκαετία θα πρέπει να ξεπαγώσουν όπως νομοθετικά προβλέπεται.
Με την σημερινή τακτική της κυβέρνησης ο δημόσιος τομέας για εργαζόμενους με υψηλά επαγγελματικά προσόντα δεν είναι θελκτικός παρόλο οι υψηλά καταρτισμένοι προσφέρουν σημαντικές τεχνολογικές διεργασίες και ψηφιακές υπηρεσίες, οι οποίες είναι άκρως απαραίτητες για την συνολική λειτουργία δημόσιων υπηρεσιών .
Οι αμοιβές στο δημόσιο χαρακτηρίζονται με ελλείψεις κινήτρων σε νεοπροσλαμβανόμενους καθότι υστερούν σε σχέση με τους αντίστοιχους εργαζομένους του ιδιωτικού τομέα, οι οποίοι λαμβάνουν 14 μισθούς.
Η πλειοψηφία των χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης προσφέρουν σημαντικά μεγαλύτερους κατώτατους μισθούς στο δημόσιο τομέα. Ο κατώτατος μισθός στη χώρα μας παραμένει αμοιβή για όλη την εργασιακή ζωή ,άκρως άδικο.
Από την εποχή των μνημονίων έχει παραμείνει μια λανθασμένη λογική ότι η αγορά εργασίας είναι ανταγωνιστική αν έχει χαμηλούς μισθούς και με αυτό τον τρόπο θα εγκατασταθούν περισσότερες επιχειρήσεις.
Οι έρευνες όμως έχουν δείξει ότι το μισθολογικό κόστος είναι μικρό κομμάτι των εξόδων μιας επιχείρηση. Είναι από τις τελευταίες παράμετροι για τον τόπο εγκατάστασης της επιχειρηματικής έδρας ενώ ο εργαζόμενος κινείται πολύ εύκολα. Παρατηρούμε τελικά λόγω των λανθασμένων κυβερνητικών ρυθμίσεων να μην έχουμε μεγάλες επενδύσεις και να έχουμε το φαινόμενο εργαζόμενοι με υψηλά προσόντα να φεύγουν για άλλες χώρες όπου τους δόθηκε οι δυνατότητα να επαναπροσδιορίσουν τις προτεραιότητές τους μεταξύ ποιότητας ζωής και αρμονικής συμβίωσης μεταξύ εργασιακού και ελεύθερου χρόνου. Στην Ελλάδα έχουμε πάει πολύ πίσω στο προαναφερόμενο τομέα, ο οποίος αποτελεί σημαντική παράμετρο της πολιτικής δημιουργίας νέων οικογενειών.
Η εισοδηματική φτώχεια προσδιορίζεται ως ποσοστό των εργαζομένων που βρίσκονται κάτω από τον ενδιάμεσο μισθό, λαμβάνοντας υπόψη το σύνολο των οικογενειακών εσόδων. Στην Ελλάδα δεν έχουμε υψηλές μισθολογικές διαφορές, οι μισθοί είναι ισοϋψείς χωρίς ανισότητες αλλά με χαμηλό ταβάνι εσόδων. Με τον δείκτη υλικής υστέρησης κρίνεται το επίπεδο κάθε χώρας, όπου η Ελλάδα υστερεί σημαντικά σε σχέση με της υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες, γιατί βλέπουμε ότι ο μισθός των εργαζομένων δεν αρκεί για να καλυφθούν οι οικογενειακές ανάγκες.
Απαιτείται από μια νέα δίκαιη οικονομική πολιτική να γίνουν γενναίες αυξήσεις μισθών πριν την έλευση έντονου πληθωρισμού, καθώς τα ποσοστά φτώχειας αυξάνονται χρόνο με τον χρόνο, σύμφωνα με τον δείκτη υλικής υστέρησης, και πίσω από τα νούμερα και τους δείκτες βρίσκονται άνθρωποι και οικογένειες. Οι συλλογικές συμβάσεις εργασίας οφείλουν να καλύπτουν το 80% των εργαζομένων και να λειτουργούν ισχυροί ελεγκτικοί μηχανισμοί, ώστε οι υλοποιούνται στην πράξη οι πολιτικές εργασίας. Τα κόστη των εργαζομένων μειώνονται σημαντικά όταν λειτουργούν κρατικές δομές οι οποίες μπορούν να προσφέρουν δημόσια υγεία, δημόσια κατοικία, δημόσια εκπαίδευση.
Οι ασφαλιστικές εισφορές οι οποίες παρακρατούνται, ενώ είναι ένα σημαντικό κομμάτι στις απολαβές των εργαζομένων δεν τους επιστρέφονται ανταποδοτικά με μορφή δημοσίων δωρεάν αγαθών και υπηρεσιών, δηλαδή δωρεάν περίθαλψη ή δωρεάν εκπαίδευση, κ.α., αν όλες οι κοινωνικές δομές ιδιωτικοποιηθούν, γιατί ο εργαζόμενος να πληρώνει ασφαλιστικές εισφορές !!!
Τελικά, χρειάζεται να κατανοηθεί ότι όσα περισσότερα δημόσια έσοδα υπάρχουν τόσο καλύτερες αμοιβές παίρνει ο εργαζόμενος, άρα προκύπτει η ανάγκη να εξαλειφθεί η φοροδιαφυγή και να φορολογείται γενναία το μεγάλο κεφάλαιο.