Βασίλης Σίμος Ο Φίλος - Ο Δάσκαλος - Ο συνοδοιπόρος
Την προηγούμενη μέρα της αποδημίας του ο Βασίλης με επισκέφθηκε στο ιατρείο για την συνηθισμένη μηνιαία συνταγή και έτσι όπως πάντα, είχαμε την ευκαιρία να συνομιλήσουμε ξανά για την τέχνη, όπως κάνουμε σχεδόν επί τριάντα δυο χρόνια συνέχεια.
Ήταν ένας άνθρωπος λαμπερός, χαρούμενος και παρά τα 80 χρόνια του “έδειχνε πολύ νεότερος” μόνο σαν μικρή έκπληξη βγήκε από το στόμα του “είμαι 80 χρόνων”.
Την άλλη μέρα ο Βασίλης, ευθυτενής, όμορφος, γεμάτος αγάπη από συγγενείς και φίλους χωρίς οδύνη αποδημούσε ως αγαπημένος της μοίρας και του Θεού, κρεμώντας τον μόλις τελειωμένο ζωγραφικό κύκνειο άσμα του, δωρεά και υπόσχεση στο Μοναστήρι Αγάθωνος, που τόσο αγαπούσε.
Το πρώτο σοκ από το άκουσμα του θανάτου του από την ταραγμένη και έκπληκτη Φιορίνα τη σύζυγο του φίλου μου ήρθε να το απαλύνει η σκέψη «τι ποιο ευτυχισμένος θάνατος» πραγματικά καλού και αγαθού άνδρα θυμίζοντας τη ρήση του Σόλωνα “Μηδένα προ του τέλους μακάριζε”.
Τώρα μπορούσα να μακαρίζω τον φίλο και δάσκαλό μου κι όλας νοερά τον Άνδρα Βασίλη Σίμο - το Ζωγράφο - τον Άνθρωπο.
Με το Βασίλη γνωριστήκαμε πριν 32 χρόνια στο ιατρείο μου, ως ιατρός και ασθενής.
Σχεδόν αμέσως η σχέση εξελίχτηκε σαν μαθητή με δάσκαλο, μιας και είχα κι εγώ το μεράκι της ζωγραφικής. Τα επόμενα χρόνια σφυρηλάτησαν μια αληθινή φιλία μέσα απ’ τις ειλικρινείς αντιθέσεις μας και τις κοινές αναζητήσεις μας. Φιλία πολλές φορές συγκρουσιακή για θέματα Φιλοσοφίας - μεταφυσικής - τέχνης που μόνο μας εξελίσσουν ως ανθρώπους καλλιτέχνες και επιστήμονες. Γιατί κι ο Βασίλης είχε μια βαθειά επιστημονική θεώρηση και γνώση της τέχνης του.
Έτσι, γνωρίζοντας τον καλλιτέχνη Βασίλη Σίμο μεσ’ απ’ τις αφτασίδωτες περί τέχνης σκέψεις μας, μπόρεσα να δω όσο λίγοι φαντάζομαι το έργο του εκ των ένδον. Ένα έργο ρωμαλαίο, λιτό με τεράστια πνευματική ακτινοβολία, με αποκορύφωμα την μαύρη περίοδο και ιδίως εκείνο το τιτάνιο έργο “το αλέτρι” που ακτινοβολούσε σ’ όλες τις επόμενες σειρες του (από τους ταύρους, τις πρωτοπόρες “Λαϊκές Αγορες” “Τα μνημειακά” “Στα καπνά” “Τις μεταφυσικές του αλληγορίες” - το Άγιο Όρος” - τις βάρκες” κ.λπ.
Ο Βασίλης ήταν ένας πραγματικός ασκητής της τέχνης του. Ασυμβίβαστος και πείσμων με όλες τις καλές και κακές επιδράσεις που μπορεί να έχει αυτο. Τα καλά λέω εγώ, γιατί έτσι σφυρηλατεί ακόμη σταθερότητα και κλασσικότητα κάνοντας το έργο διαχρονικό και όχι επίκαιρο και ως εκ τούτου θνησιγενές.
Το ζωγραφικό έργο του Βασίλη όμως είναι πάνω απ’ όλα ανθρώπινο, ζωντανό μνημείο του τόπου και του ανθρώπου που έζησε.
Ας θυμηθούμε τα εκπληκτικά τοπία του, χωρίς να θέλω να αδικήσω κι’ άλλους ισάξιους δημιουργούς, η ζωγραφική ματιά του Βασίλη είναι πιο κοντά από κάθε άλλο στο δωρικό τοπίο της Φθιώτιδας.
Η μικρή περίοδός του απειχεί στιβαρές μεταφυσικές αναζητήσεις ενός νέου καλλιτέχνη και ο απόηχος τη Ισπανίας ζει μέσα από την αλληγορία των ταύρων.
“Τα καπνά” είναι ένα μνημείο ύμνος στην Αγροτιά και το χώμα της γενέθλιας γης που μαζί με τις “Λαϊκές Αγορές”, υμνούν τον εργάτη της γης, το πανανθρώπινο σύμβολο της εργατιάς. Και τίθεται το ερώτημα ποιος ειναι πιο μπροστά, αυτος που κραυγάζει ή αυτός που δημιουργεί για τον λαό.
Ο Σίμος δεν ήταν πολιτικό πρόσωπο, ποτέ δεν ανακατεύτηκε με πολιτική.
Το έργο είναι όμως βαθειά πολιτικό και γι’ αυτό πανανθρώπινο.
Χωρίς τυμπανοκρουσίες έζησε μια ζωη στις παρυφές της τέχνης και της ανθρωπιάς, κερδίζοντας εν ζωή την ευτυχία μέσ’ από την αγάπη των φίλων του, των μαθητών του και γενικότερα όλων όσων είχαν την τύχη να τον γνωρίσουν.
Έμπρακτος καλλιτέχνης και άνθρωπος με το πνεύμα του που αποτυπώθηκε στις δημιουργίες του θα φωτίζει πολλές γενιές ανθρώπων.
Σ’ ευχαριστώ δάσκαλε.
Το ζωγραφικό έργο του Βασίλη Σίμου
Το έργο των μεγάλων καλλιτεχνών εμπεριέχει πάντα και ακτινοβολεί είτε έμμεσα είτε άμεσα τις φιλοσοφικές του σκέψεις και απόψεις.
Αυτό είναι που κάνει την διαφορά μεταξύ περιγραφικού επιπέδου καλλιτεχνών και άλλων πραγματικών γιγάντων της σκέψης και όχι η τεχνική ή τα απαστράπτοντα χρώματα. Το έργο τέχνης είναι πρωτίστως ιδέα και ως ιδέα εμποτίζει και γαλουχεί πολιτισμούς.
Ο Βασίλης Σίμος σ’ όλη του τη ζωή αναζητούσε την επικοινωνία. Μέσα από στιβαρές γαιώδης συνθέσεις, με διορατικότητα και σταθερό καλλιτεχνικό βηματισμό, ιστορούσε την σκέψη του μέσ’ από μια διάνοια αφιερωμένη στην αναζήτηση του Θείου. Προερχόμενος από μια βαθύτατη θρησκευόμενη και λιτή οικογένεια, βαθειά θρησκευόμενο άτομο και αυτός, παρ’ όλη την ευρωπαϊκή του καλλιέργεια (θήτευσε στη σχολή καλών τεχνών στη Μαδρίτη), ο Βασίλης έμεινε ο αγνός Λαμιώτης, με βαθειές κοινωνικές, πολιτισμικές και θρησκευτικές ρίζες της πατρίδας του.
Η αντιφατικότητα των δυο καλλιτεχνικών κόσμων (της Ευρώπης και της Ρούμελης) δεν συγκρούονται μέσα του, αλλά επικοδομητικά πλούσια δημιούργησαν την μεγαλειώδη τέχνη του (λιτότητα - παράδοση - μοντερνισμός) όμορφα και σοφά αφομοιωμένες ξεχύθηκαν αυθόρμητα σαν κρυστάλλινος φιλικός χείμμαρος όμορφιάς και κατασταλαγμένης σκέψης πάνω στον καμβά, δημιουργώντας ένα έργο κλασσικό με παραπόταμους πρωτοπορίας.
Αυτό θαύμασα, αυτό με συγκλόνισε (όταν μετά από χρόνια, έχοντας στη μνήμη μου, σχεδόν παιδί, την πρώτη του έκθεση στο γκαράζ της βιβλιοθήκης Λαμίας), συνάντησα στο τέλος του 1983 τον Βασίλη Σίμο και γνώρισα από κοντά το ήδη γιγάντιο έργο του. Η σχέση μου με την ζωγραφική ήταν ενστικτώδης σχεδόν ερωτική, ώριμος άντρας πια, το 1982.
Και πραγματικά ήμουν ευτυχής που γνώριζα έναν τόσο μεγάλο καλλιτέχνη με τον οποίο μας ένωσε στη συνέχεια βαθειά πνευματική φιλία. Δεν θα μιλήσω για την υπέροχη τεχνική, το άφθαστο πρωτογενές χρώμα, την απαράμιλλη σύνθεση, θα σταθώ περισσότερο στην εμμονή του στο ίδιο θέμα. Τι είναι μετά, πίσω - πέρα απ’ τη ζωή, ποιός, τι;
Εμπρός η στιβαρή σκοτεινότητα, πίσω στο βάθος, το αινιγματικό φως. Ο καλλιτέχνης πάλευε στο καμβά με τις σκέψεις του, με την ψυχή του.
Με σεβασμό, αφοσίωση, λατρεία, αέναη προσευχή, το έργο του. Ο Βασίλης είχε ξεπεράσει τα όρια του καλλιτέχνη κατά την γνώμη μου. Είχε εισέλθει στις παρυφές της σοφίας, έστω και με θεολογική θεώρηση.
Δεν έχει ανάγκη επαίνου ως σοφός, έχει αυτάρκεια της δημιουργίας του. Γι’ αυτό παρ’ όλες τις προτροπές μου όσο και της συζύγου του, να αφήσει ένα έργο “μισοτελειωμένο” που όμως απέπνεε φρεσκάδα και μοντερνισμό, αυτός συνέχιζε έτσι που να οδηγείται στην δική του πνευματική ολοκλήρωση, αψηφώντας την ηδονή μιας εφήμερης δημιουργίας. Τώρα πια που ο κύκλος έχει ολοκληρωθεί, κοιτάζοντας με πιο νηφάλιο βλέμμα, νομίζω ότι ο Δάσκαλος είχε τελικώς δίκαιο.
Το έργο τέχνης, δεν είναι μόνο απόλαυση, είναι προσπάθεια επιστροφής στην ανθρώπινη ψυχή ενός παραδείσου που χάθηκε, ενός παραδείσου πνεύματος και λύτρωσης. Κι αυτόν τον παράδεισο αναζητούσε ο Βασίλης Σίμος σ’ όλη του τη ζωή με το έργο του.
Ντίνος Ε. Μιχελής