Αφιέρωμα στη Γενιά του 1940 Και στη Μνήμη του Πατέρα μας Παναγιώτη Σκαρμούτσου από τη Λαμία Αφανή Ήρωα του Αλβανικού Μετώπου 1940-1941
Παναγιώτης Σκαρμούτσος,
ετών 20 τον Ιούνιο του 1940, νεοσύλλεκτος
στο στρατόπεδο της Λάρισας.
Μαχητής στην πρώτη γραμμή για την Ελλάδα
το 1940-1941 με το 42ο Σύνταγμα Ευζώνων.
Γενιά των γενναίων, γενιά του ‘40
αθάνατη η μνήμη σας στον χρόνο για πάντα.
Βιβλίο η ζωή σας με τόσα βιώματα
φτωχά και ασήμαντα τα δικά μας διπλώματα.
Ψυχής αυθεντικότητα, καρδιάς μεγαλωσύνη,
καρτερικότητα, αντοχή, σοφία, καλοσύνη,
τι πλούτο ανεκτίμητο που κρύβατε μέσα σας!
Θησαυρός που χάνεται στη βάθη της θάλασσας.
Άλλη γενιά είναι ανήμπορη να σας αντικαταστίσει--
Φάρος λαμπρός ο βίος σας το δρόμο μας φωτίζει.
~~~~~~~~~
Γενιά των γενναίων, γενιά του ‘40,
για την Ελλάδα παλέψατε στους Άγιους Σαράντα,
Σιταργιά, Δερβιτσάνη, μέχρι και Τεπελένι,
στο πέρασμά σας βάψατε με το αίμα σας το χιόνι.
Άϋπνοι, ακούραστοι, με “Αέραα!” μόνο ζούσατε,
“Όλα για την Πατρίδα” θάρρος και τόλμη αντλούσατε.
Της Βέμπω τραγούδια λέγατε, για σας ηλιαχτίδα
επιζώντας, εκ θαύματος, με κονιάκ και σταφίδα.
Ο εμφύλιος ήταν για σας το δεύτερο μέτωπο,
ζώντας και πάλι, από κοντά, τον άδικο θάνατο.
Φίλους σας κλάψατε πάλι κι αδέρφια
όχι απο ξένα αυτή τη φορά, μα ντόπια μαχαίρια.
Η ζωή σας ομάλυνε το ‘50 και ‘60
μέχρι το τρίτο πια μέτωπο, αυτό του ‘70.
Μεσήλικες πια, χωρίς καν να θέλετε,
“Για των παιδιών τις σπουδές” θυσίες θα κάνετε.
Κλείνοντας σπίτια, μαγαζιά, για σας μεγάλο δίλημμα
αρχίζοντας απ’ το μηδέν, δίχως λαλιά και στήριγμα.
Μάχοντας προς το ζην στης ξενιτιάς τα εδάφη,
ο πιο δύσκολος πόλεμος, τα πιό σκληρά πάθη.
Ταλαίπωρη ζωή, δύσκολη, “μαύρη, σαν πίσσα μαύρη”
όσα εσείς περάσατε, κανείς μας μην περάσει.
Παράδειγμα ας μείνετε για μας και τα παιδιά μας,
έμπνευση τα ιδανικά, η αυτοθυσία κι η ανθρωπιά σας.
~~~~~~~~~
Άλλη γενιά είναι ανήμπορη να σας αντικαταστίσει –
Φάρος λαμπρός ο βίος σας το δρόμο μας φωτίζει.
Γενιά των γενναίων, γενιά του ‘40
αθάνατη η μνήμη σας στον χρόνο για πάντα.
Ιουλία Σκαρμούτσου
Οκτώβριος 2000
Φωτογραφία με στιχάκι
που έγραψε και έστειλε στην χήρα μάνα του.
Αποσπάσματα από τα Απομνημονεύματα του Παναγιώτη Σκαρμούτσου
από την Λαμία που απεβίωσε στη Νέα Υόρκη στις 20 Μαρτίου, 2000
Γράφτηκαν στο Νοσοκομείο
του Βορείου Γουέστσεστερ Ν.Y.
Φεβρουάριος 2000
Αποσπάσματα για το Αλβανικό Μέτωπο του 1940-1941
“Τα πράγματα έδειχναν ότι θα έχουμε πόλεμο. Λίγο πιό πίσω απ’ το δικό μας φυλάκιο ήταν η ξακουστή γέφυρα της Κακαβιάς. Αυτή τη γέφυρα ο δικός μας μηχανικός την ειχε ανοίξει και από τα δύο άκρα, και είχε τοποθετήσει μεγάλες ποσότητες δυναμίτη – σε περίπτωση πολέμου να την ανατινάξουν, όπως και έγινε.
Όταν τους παίρναμε στις μάχες
και άκουγαν την φωνή μας,
όλος ο στρατός μαζί,
«Αέραα! Αέραα!» και τα πολυβόλα
να βάλοντε, γίνονταν καπνός.
Αυτό το βράδυ του Οκτώβρη 1940 θα μου μείνει αξέχαστο. Έβρεχε με το τουλούμι, κατέβασε ο τόπος. Εμείς μες στο δάσος στην Λίμνη Ζαραβίνας, σε αντίσκοινα και απο πάνω κλαδιά να μην φαινόμαστε απο εχθρικά αεροπλάνα. Εγώ και ένας άλλος συνάδελφος γεμίζαμε γεμιστήρες με σφαίρες. Έφεξε επιτέλους και η βροχή είχε σταματήσει. Και μας περίλαβαν οι Ιταλοί με τα πυροβόλα, γιατί αν και η γέφυρα ήταν κομμένη, αυτοί την έφτιαξαν. Είρθαμε μέχρι το Καλπάκι, σε ενα χωριό Σιταργιά. Εκεί είχαν γίνει πολλά χαρακώματα απ’ τον δικό μας μηχανικό, και εκεί ταμπουρωθήκαμε και έγιναν οι πιο σκληρές μάχες. Και εμείς είχαμε νεκρούς, όμως αυτοί πιο πολλούς. Όταν τους παίρναμε στις μάχες και άκουγαν την φωνή μας—όλος ο στρατός μαζί—”Αέραα! Αέραα!” και τα πολυβόλα να βάλοντε, γίνονταν καπνός.
Μια νύχτα, ο λοχαγός μου έδωσε μια γραπτή διαταγή του να την πάω σε άλλο φυλάκιο. Μου λέει, “Πάρε το άλογο να πας οσο πιο γρήγορα μπορείς”. Τι τόθελα, αυτό ήταν σχεδόν ψόφιο. Ολοσκότεινα μες στο δάσος. Το όπλο μου πιανόταν από τα κλαδιά των δέντρων. Σ’ ενα σημείο, το άλογο δεν περνούσε με τίποτα. Φόρμοζε, σαν νάβλεπε κάτι στο έδαφος. “Τι διάβολο, γιατί δεν περνάει” έλεγα. Νόμισα πως ήταν κορμός δέντρου. Κατεβαίνω κάτω και τραβώντας το καπίστρι, πατώ πάνω σε κάτι, και ειλικρινά πάγωσα. Με το πάτημα άκουσα ενα “χλαακ”, σαν να ξεφουσκώνει κάτι. Ακουμπώ το χέρι μου και κατάλαβα οτι ήταν νεκρός στρατιώτης. Τώρα δικός μας ήταν η του εχθρού, ήταν νύχτα, δεν ξέρω. Εκεί είχε γίνει μάχη χθες. Πάντως και τώρα, μετά απο 60 χρόνια, όταν φέρνω στον νου μου αυτή την σκηνή, με πιάνει ρίγος.
Από τα Χριστούγεννα
ως και του Αγίου Βασιλείου,
δεν βάλαμε τίποτα άλλο στο στόμα μας
εκτός από κονιάκ και σταφίδα.
Φτάσαμε στο αριστερό μέρος στο Τεπελένι. Εκεί μείναμε πλέον μέχρι το τέλος. Τα χιόνια, μην σας φανεί παράξενο, ξεπερνούσαν και το ενάμισυ μέτρο. Νεράκι να πιούμε πουθενά. Βάζαμε χιόνι στις καραβάνες και σιγά-σιγά γινόταν νερό. Εκεί είχαμε τους πιο πολλούς νεκρούς μας διότι ο εχθρός μάς είχε επισημάνει σε σταθερό σημείο. Εκεί, στο Τεπελένι, είχαμε τρελαθεί στην πείνα. Το μόνο που είχαμε ήταν ψιλή μαύρη σταφίδα και το παγούρι με το κονιάκ. Τρόφιμα έστελναν με τα ζώα, αλλά μες στα χιόνια, τα ζώα κυλούσαν στις σάρες και σκοτώνονταν, οπότε τα τρόφιμα δεν έφταναν ποτέ. Την σταφίδα, το κονιάκ, και τα τσιγάρα, τα έφερναν φορτωμένα στην πλάτη για να έρθουν σίγουρα.
Ήταν το βράδυ των Χριστουγέννων, 1940. Ένας στρατιώτης μάς λέει θα πάει σ’ έναν αλβανικό μύλο να φέρει κάτι να φάμε—ολοι πεινούσαμε. Του είπαμε να μην πάει, γιατι μπορεί να σκοτωθεί. “Και απο την πείνα σκοτωμένος είμαι, και έτσι δεν με νοιάζει” μας λέει, και πήγε. Γύρισε με δύο σακίδια καλαμπόκι. Πιο πίσω ήταν μια χαράδρα, και εκεί κάναμε κομματάκια το ξύλινο μέρος απ’ το κουτί των πυρομαχικών, και ψήσαμε το καλαμπόκι στις καραβάνες. Και ο λοχαγός μοίρασε από μισό κύπελλο στον καθένα μας. Και θυμάμαι, έπειτα απο 60 χρόνια, που μας ευχήθηκε λέγοντας, “Εύχομαι μύτη να μην ματώσει από κανέναν σας. Καλά Χριστούγεννα, και του χρόνου στα σπίτια σας όλοι.” Και ως του Αγίου Βασιλείου, δεν βάλαμε τίποτα άλλο στο στόμα μας εκτός απο κονιάκ και σταφίδα.
Το πιο φοβερό ήταν η ψείρα. Εκατομμύρια ψείρες. Καμιά φορά, όταν σπάνια είχε λιακάδα, βγάζαμε την εσωτερική φανέλα, την χτενίζαμε, και την απλώναμε πάνω στο χιόνι. Έβλεπες να φεύγουν σαν τρελές, μιας και δεν αντέχουν στο κρύο. Το λυπηρό είναι ότι όταν σκοτώνονταν συνάδελφοι, τους θάβαμε μέσα στο χιόνι. Όπου δεν υπήρχε χιόνι, βάζαμε μια στρώση πέτρες, απλώναμε πάνω το πτώμα, και πάλι πέτρες απο πάνω. Κοίταγες απο πλάγια και έβλεπες τον νεκρό συνάδελφο, που δεν ήταν γραπτό να ξαναδεί την οικογένειά του, αφήνοντας τα κόκκαλά του εκεί πάνω, στα άχαρα βουνά. Αυτά είχε η Αλβανία. Ποτέ πια πόλεμος, ποτέ!
Δεν ξέρω πως επιζήσαμε
και δεν αρρωστήσαμε
με τόσα και τόσα που περάσαμε.
Νηστικοί, άυπνοι, συνεχώς πορεία,
γεμάτοι πληγές και ψείρες...
μάλλον ο Θεός μας βοηθούσε....
Όλα για την Πατρίδα λέγαμε
και παίρναμε δύναμη.
Δεν ξέρω πως επιζήσαμε και δεν αρρωστήσαμε με τόσα και τόσα που περάσαμε. Νηστικοί, άυπνοι, συνεχώς πορεία, γεμάτοι πληγές και ψείρες … μάλλον ο Θεός μας βοηθούσε… Είμασταν και νέοι τότε, 21 και 22 ετών, νέα παιδιά. «Όλα για την Πατρίδα» λέγαμε και παίρναμε δύναμη.
Δεν τους ξαναείδα τους συναδέλφους μου απο τον πόλεμο... Δεν ξέρω στην άλλη ζωή αν θα ξαναντηθούμε...”