Στη Μάνα μου
Γράφει ο
Αθ. Δ. Γκίκας
Μαθηματικός
Γιορτάζει η Μάνα . δε μπορώ να της προσφέρω λουλούδι γιατί δε μπορεί να το πάρει. Θα κάνω όμως το μνημόσυνό της.
Μπορεί να έφυγε από τη ζωή, ήταν 29 Μαΐου μέρα σημαδιακή, παραμένει όμως ζωντανή, αφού κάθε μέρα την έχω τοποθετημένη μέσα μου, κουβαλώντας σημαντικά και ασήμαντα στοιχεία της ζωής της.
Ενώ εγώ λειτουργώ με τη λογική των Μαθηματικών, αυτή λειτουργούσε με τους χτύπους της καρδιάς της.
Μου λείπει το ψωμί της, το βλέμμα της, το άγγιγμά της.
Πρέπει εγώ μέρα με τη μέρα να δίνω αξία στη ζωή που αυτή μου χάρισε. Αν έτσι πράττω τότε αξίζω τα δάκρυά της.
Τιμώ ό,τι άγιασαν τα βήματά της, ό,τι έπλασαν τα χέρια της, ακόμα και το σχοινί που άπλωνε τα ρούχα του πατέρα και των εξι (6) παιδιών που ανάσταινε.
Τιμώ την συμάρτινη φουρκέτα που κάρφωνε στα μαλλιά της, τη μισοτελειωμένη κουβέρτα που έπλεκε για το εγγόνι της το Δημήτρη.
Κρατώ τη φράση της «την ευχή μου να ’χεις Θανάση μου» . χωρίς αυτή θα ήμουν αδύναμος.
Για πολλές «Βασιλικές» δέονται οι ιερείς στις επιμνημόσυνες δεήσεις τους και δεν έχουν φόβο μήπως ο Ύψιστος τις μπερδέψει. Αυτός είναι παντογνώστης. Εγώ όμως ως θνητός με την πεπερασμένη γνώση έγραψα καλού-κακού στην ταφόπλακα: Βασιλική Γκίκα.
Θέλω Ύψιστε να μην την μπερδέψεις με άλλες «Βασιλικές». Τη μάνα μου αγίασε Πανάγαθε.
Αντί για λουλούδι το καντήλι της θ’ ανάψω σήμερα. Η φλόγα του μου διαβάζει λύπες για αγαπημένα πρόσωπα θαμμένα δίπλα της του πατέρα και τριών απ’ τα έξι (6) αδέλφια μου.
Στα κέρδη με τη ζωή δίπλα στη μάνα μου περνώ την άμετρη αγάπη της, τα ονειροπολήματά της για μας, τις φωτεινές της σκέψεις.
Στις τρανές απώλειες περνώ την ημέρα που έφυγε. Ήταν σημαδιακή 29 Μαΐου. Τέτοια μέρα έπεσε η Πόλη των πόλεων την ίδια ημερομηνία «έπεσε» μια Μάνα.