Καθημερινή Αδέσμευτη Εφημερίδα

 

ΘΕΜΑΤΑ ΤΗΣ ΤΟΠΙΚΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ: Ο ΠΑΥΛΟΣ ΜΕΛΑΣ ΣΤΗ ΛΑΜΙΑ, 1897

Γράφει ο Νίκος Ταξ. Δαβανέλλος 

 

«… Στις 7 Μαϊου, εστρατοπέδευσε το 3. Σύνταγμα στην Αλαμάνα-«κατόπιν της εκ Δομοκού γενναίας φυγής μας»

Τον Παύλο, κατακουρασμένο ηθικά περισσότερο ακόμη παρά σωματικά, εξαντλημένο από την αϋπνία, τον έπιασε τόσο δυνατός πυρετός, ώστε ανησύχισε ο γιατρός  του συντάγματος και τον έστειλε στη Λαμία, όπου τον περιποιήθηκαν.  Την επομένη ανεχώρησε  δι’ Αγίαν  Μαρίναν  με τον Τώνην.

Απερίγραπτος η εκεί σύγχυσις και η αταξία: πρόσφυγες παντός φύλου και προελεύσεως, επί των προσώπων των οποίων  ήσαν αγρίως ζωγραφισμένα ο τρόμος και η απόγνωσις…η αποβάθρα και η παραλία κατάφορτος από τρόφιμα και πολεμοφόδια. Αι ολίγαι λέμβοι αι υπάρχουσαι  προσπαθουν,υπερπλήρεις, να μεταφέρουν όλα αυτά τα δυστυχή όντα εις ατμόπλοια…

Εκείθεν επιβιβάσθημεν του «Βυζαντίου», υπερπλήρους ήδη προσφύγων, στρατού και Γαριβαλδινών.  «Μένομεν επί του πλοίου δύο νύκτας και μίαν ημέραν και είναι άγνωστον πότε θα φύγωμεν, εξαιτίας της σύγχυσις της επιμελητείας και του λιμεναρχείου… αίφνης εις τας 5 μ.μ αναγγέλεται η άφιξις της «Θεσσαλίας», του πλωτού νοσοκομείου του υπό της Ελένης Νεγρεπόντη, αδελφών Καραπάνου και Αγαμέμνονος Σλήμαν, εξοπλισθέντος.

Ο Τώνης προτείνει να ζητήσωμεν έλεος από την Ελένην δια να ξεκολλήσωμεν επί τέλους από τον κατηραμένον αυτόν τόπον. Και αμ’ έπος αμ’ έργον.

Μια εβδομάδα έμεινε στην Αθήνα ο Παύλος με τους δικούς του… έπειτα, στοχαζόταν, και τώρα αμέσως ποιος ξέρει τι μπορεί ακόμη να συμβή; Γι’ αυτό ζητεί να μετατεθή στην πυροβολαρχία του Γενησερλή-«που ευρίσκεται εις την Λαμίαν αυτήν, δηλαδή εις τας προφυλακάς. Εκτός τούτου εις την Λαμίαν θα είμεθα 33 αξιωματικοί εταίροι και φίλοι».

Πριν παρουσιασθή στη νέα του θέση, πηγαίνει μια μέρα να ιδή  τον γυναικάδελφό του Ιω. Δραγούμη στα Δυό Βουνά. Και ο νέος στρατιώτης, την ίδια μέρα, πηγαίνει με άδεια να επισκεφθή τον Παύλο, ο ένας διευθύνεται στην Αγία Τριάδα από την Αγία Μαρίνα και το Μώλο, ο άλλος απ’ τις  Θερμοπύλες στα Δυό Βουνά, και έτσι δεν ανταμώνονται την ημέρα εκείνη.

Ο Παύλος αρχίζει την υπηρεσία του στην πυροβολαρχία Γενησερλή. Είναι αρκετά ευχαριστημένος, ενοίκιασε 10 δραχμές το μήνα ένα πολύ καλό δωμάτιο με περιβολάκι. Έχει ένα τραπέζι, μία καρέκλα, ένα ποτήρι, μια μεγάλη πήλινη λεκάνη, ένα κανάτι για το νερό και έναν κουβά.

– «Αυτή είναι η επίπλωσίς μου». Φίλοι του είναι πολλοί στη Λαμία κι εκτός των συναδέλφων, δεν του λείπουν οι προσκλήσεις , πότε  ο Κρίτσας, υπολοχαγός του πεζικού, που είναι από τη Λαμία, πότε ο Έσλιν, τον καλούν να γευματίσουν… στα μέσα Ιουνίου έρχεται του Παύλου μήνυμα πως είναι ο πατέρας του άρρωστος.

Χωρίς να χάση καιρό ναυλώνει πλοίο… είναι ακόμη ζωντανός… δεν μπόρεσε να αρθρώση λέξη, κοίταζε τον Παύλο ερωτιματικά και ο Παύλος του έλεγε πως υπογράφηκε η ειρήνη, πως φεύγουν οι Τούρκοι από τη Λαμία...

Ξεψύχισε μετά από δύο ημέρες.

Το καλοκαίρι εκείνο του 1897 περνά για όλους στην Ελλάδα μελαγχολικό, ανήσυχο. Αυτή η ευλογημένη ειρήνη όλο γίνεται και δε γίνεται. Οι Τούρκοι καλοκαθισμένοι στο θεσσαλικό κάμπο, δεν έχουν σκοπό να τον αφήσουν πριν θερίσουν… ο στρατός μας συγκεντρωμένος στη Φθιώτιδα δεν μπορεί ν’απολυθή ακόμη, κάθεται, άδοξα νικημένος, με τα χέρια  σταυρωμένα. Και σέρνεται παντού σαν αρρώστεια, η κακομοιριά, η γρίνια.

Όταν ξαναγύρισε στη Λαμία, συγκατοίκησε με δύο φίλους τους αγαπητούς, τον Εξαδάχτυλο και τον Τσόντο. Είχε ο καθένας τους στο ίδιο σπίτι το δωμάτιό του. Το νοικοκυριό τους επήγαινε λαμπρά. Εμαγείρευαν σπίτι.

Με μια σούβλα, μια σκάρα, μια χύτρα, τα φώτα του Τσόντου και τη βοήθεια της σπιτονοικοκυράς, τα κατάφερναν περίφημα.

- «Το πρωί μας ξυπνά η γριά Μπαρτζώκαινα φέρουσα το γάλα. Εις τας 8 π.μ. πηγαίνομεν εις την υπηρεσίαν μας ως τας 11 ½, οπότε επιστρέφομεν εις τον συνοικισμόν μας δια το πρόγευμα…»

Όμως ο Παύλος εκεί, στη Λαμία, περνά τη δυσκολώτερη κρίση της ζωής του.

«Ευρίσκομαι  και εγώ δεν ξέρω πως, πότε είμαι ευχαριστημένος και έχω όρεξιν, διότι ελπίζω να διορθωθή αυτή η κατάστασις, πότε πάλιν αηδιάζω και απογοητεύομαι… παρατηρεί με πόνο, κάποτε στο Μώλο, τους απολυθέντας, τέλος, εφέδρους να περιμένουν, τρείς ημέρες γυμνοί, με βροχή και πείνα, το πλοίο που θα τους πάη σπίτι τους.

Είναι σ’ ελεεινά χάλια, οι άμοιροι, από τις θέρμες, και όμως φαίνονται χαρούμενοι που τελειώνουν τα βάσανά τους…δεν αισθάνονται τι έγινεν εις τον δυστυχισμένον μας τόπον…» 

Τον πνίγει και η μονοτονία της Λαμίας, « εδώ έχομεν πάντοτε τα ίδια και τα ίδια και τα ίδια».

Πάει κάποτε στην πλατεία όπου  συνάζονται οι αξιωματικοί,- «δια να μάθωμεν τις ψευτιές της ημέρας, χθές αίφνης έμαθα ότι γίνομαι και εγώ υπολοχαγός, βλέπεις λοιπόν ότι κάτι κερδίζει ο πηγαίνων εις το καφενείον».

Ένα απόγευμα ανεβαίνει στον προφήτη Ηλία, υψηλότατο λόφο έξω από τη Λαμία. Απ’ εκεί με κιάλια φαίνονται καθαρά 1500-2000 μέτρα μακριά, τα διάφορα συγκροτήματα των τουρκικών σκηνών, που είναι στημένες στα υψώματα απ’ τις δυό μεριές του δρόμου Ταράτσας, ως την κορυφή του βουνού. Χαμηλά, σε μεγάλη απόσταση η μια από την άλλη, είναι οι πέντε μικρές δικές μας των προφυλακών…

Γράφει της γυναίκας του, της Ναταλίας, «ότι δεν είμαι καθόλου καλά, ότι το χέρι μου ξεκόλλησε, ότι κατατρύχομαι από τρομερούς πυρετούς, ότι περιστοιχίζομαι από κρούσματα πανώλους και χολέρας, ότι το σπίτι μου είναι τρομερά υγρό, ότι κρυώνω δι’ έλλειψιν επαρκών  σκεπασμάτων, ότι τα υποδήματά μου ετρύπησαν και μπαίνουν πετραδάκια και μερμήγκια κ.τ.λ.». Το αποτέλεσμα είναι ότι γελούν όλοι και στη Λαμία και στην Αθήνα, και φτειάνονται προς στιγμή τα κέφια.

Και, αλήθεια, δεν αισθάνεται ο Παύλος καμιάν έλλειψη, το κρεβάτι εκστρατείας έχει μείνει στη Λάρισα, μα τι τον μέλει; ούτε φροντίζει για άλλο, εκείνος κοιμάται οπουδήποτε, με πέτρα για μαξιλάρι ή και χωρίς, τυλίγεται στο μανδύα του το βράδυ και πέφτει χάμω, κοντά στο τζάκι, που καίει σχεδόν όλη νύκτα.

Το γυμνό δωμάτιο λάμπει όμως από πάστρα και τ’  άνθη δεν του λείπουν ποτέ, χάρη στη σπιτονοικοκυρά του, την πολυβασανισμένη χήρα Μπαρτζώκαινα με τα πολλά κορίτσια, που με στοργή μητέρας τα νοιάζεται…


ΝΑΤΑΛΙΑΣ Π. ΜΕΛΑ « Π Α Υ Λ Ο Σ   Μ Ε Λ Α Σ».

Βιογραφία- Εκδόσεις « ΔΩΔΩΝΗ» 1962

 

 

Το τραίνο φτάνει στην Αγία Μαρίνα. Είναι η Πόστα - ο καρβουνιάρης.
Οι στρατιώτες μας πληγωμένοι, εξαντλημένοι  έχουν στοιβαχτεί στα ανοιχτά βαγόνια.
Πίσω τους οι Τούρκοι - σε απόσταση αναπνοής τους καταδιώκουν.
Είναι το τέλος ενός ταπεινωτικού πολέμου. Του πολέμου του 1897.
Είναι η αρχή νέων δυσκολιών και οικονομικών χρεών για τον ελληνικό λαό!!

 

 

    

 

Απόψεις

Γράφει η Ευμορφία Ρουποτιά Η μουσική είναι καθ’ όλα ιερή όντας εφεύρεση των θεών.(Πλούταρχος) Άλλος ένας θεσμός, η Εurovision, προσωπικά πιστεύω ότι αρχίζει να...
randomness