Καθημερινή Αδέσμευτη Εφημερίδα

Η Επανάσταση του 1821 …. Σφράγισε την Ιστορία της Ευρώπης!

Γράφει η

Έλενα Καραλέκα, φιλόλογος- συγγραφέας

 

Ήταν εποχή  Ανασύνταξης του ανθρώπινου Νου για Ορθή και Όρθια Σκέψη σε μια περίοδο Παλινόρθωσης, πολιτικών ανασχηματισμών - απόρροια της μεγάλης Γαλλικής Επανάστασης το 1789 - έκπτωσης των αξιών και των κληροδοτημάτων της τελευταίας στην ιστορία της ανθρωπότητας. Τα Ορλωφικά του 1770 που είχαν προηγηθεί,  σηματοδοτούσαν και το τέλος των ψευδαισθήσεων περί σωτήριας έλευσης του ξανθού γένους των Ρώσων προς αποτίναξη του οθωμανικού ζυγού. Οι βασιλικοί και αυτοκρατορικοί ηγεμόνες έχοντας εγκατασταθεί με ασφάλεια στους θρόνους τους  αναζητούσαν σε σχήματα, όπως η Ιερή Συμμαχία, τρόπους διασφάλισης της εξουσίας τους στο παρόν και το μέλλον. Τις προσδοκίες των λαών και των ανήσυχων πνευμάτων της ηπείρου τις σκέπαζε η τυραννική καταχνιά , ως Ύψιστος Τοποτηρητής της ισορροπίας του κόσμου.

Πολλοί από τους Έλληνες θαρρούσαν πως οι άλλες δυνάμεις θα σπεύσουν να πολεμήσουν για εμάς, για τον δικό μας αγώνα. Η εδαφική επέκταση της Ρωσίας, η οικονομική διεύρυνση της Γαλλίας, της Αγγλίας και γενικά της «Δύσης», οι διομολογήσεις, αλλά και η ρευστότητα των καιρών, έδωσαν στους ισχυρούς Ρωμιούς της Πόλης άφθονες εναλλακτικές για το κοινωνικό και πολιτικό τους μέλλον, ιδέες. Στην Πόλη, πάλι, στις αυλές των πριγκίπων του Δούναβη και στους κύκλους των αυτοεξόριστων στη Ρωσία ή στην Ιταλία, τα, από καιρό αλλήθωρα βλέμματα προς τη Δύση, έγιναν συνάντηση με έναν κόσμο ολότελα διαφορετικό από τον, ως τότε, δικό τους. Στο κάτω-κάτω οι ταραγμένοι καιροί του Ναπολέοντα, εκτός από νέες ιδέες, έδιναν και νέους συμμάχους. Οι Αρβανίτες των μικρών νησιών έγιναν ισχυροί καραβοκύρηδες, ο πλούτος, από το εμπόριο, μεγάλωσε και οι πολιτικές αναταράξεις στον κορμό της Ελλάδας ενίσχυσαν και εν μέρει αυτονόμησαν ισχυρά κοινωνικά στρώματα αριστοκρατικής υφής, λόγου χάρη, τους προύχοντες του Μωριά, τους αξιωματούχους και τους αρματολούς του Αλή Πασά στα Γιάννενα.

Ωστόσο, η αποσχιστική δραστηριότητα του τελευταίου έφερε τα πράγματα στο σημείο βρασμού. Το κόστος της εκστρατείας σε μεγάλο ποσοστό ανέλαβαν να το καταβάλουν οι προύχοντες του Μωριά, ενώ οι χριστιανοί αρματολοί τού παρ' ολίγον κράτους του αποστάτη Αλή έμειναν χωρίς αφεντικό, ανοικτοί στις όποιες νέες προτάσεις. Η Φιλική Εταιρεία, όμως, ένιωθε την ανάγκη να βασιστούμε στις δικές μας  πλάτες και προχώρησε στην προετοιμασία της επανάστασης, αν και καλλιεργήθηκαν,  φήμες περί των μελών της «Αοράτου Αρχής», του ανώτατου καθοδηγητικού οργάνου των Φιλικών. Η επανάσταση ήταν εξ αρχής μόνον δική μας υπόθεση. Η Ελληνική Επανάσταση έγινε η επανάσταση του Ρομαντισμού και τυλίχθηκε με την πλούσια μυθοπλασία που ο τελευταίος έφερνε μαζί του. Όλα τα φωτεινά πνεύματα της Ευρώπης στράφηκαν προς αυτήν και σε αυτήν εναπόθεσαν τις ελπίδες και τις ιδέες τους, τη νοσταλγία τους για μία Ευρώπη της Δικαιοσύνης, της Ελευθερίας, του Πνεύματος, όπως αυτή που το 1789 είχε υποσχεθεί με την Γαλλική Επανάσταση….

Με τη Φιλική Εταιρία ως σημείο συνάντησης οι διάφορες πιέσεις και δυσαρέσκειες μετατράπηκαν εύκολα σε εξέγερση και η ιστορία των Ρωμιών άρχισε να μεταβάλλεται σε ιστορία των Ελλήνων. Η εξέλιξη ήταν η αναμενόμενη σε τέτοιο τόπο, τέτοια εποχή. Φαναριώτες  προύχοντες, αρματολοί, καραβοκύρηδες, μπορούσαν λίγο μόνο να ξηλώσουν τον ιστό της δουλείας, δεν μπορούσαν, όμως να τον κομματιάσουν και να υφάνουν πάνω του τη νέα κατάσταση. Η εξέγερσή τους, η απόσχισή τους από το οθωμανικό σύστημα, μέρος του οποίου ήσαν οι ίδιοι, η αυθάδεια στην εξουσία του σουλτάνου, έπρεπε ΠΙΑ να μεταβληθεί σε επανάσταση. Σε αυτή τη συγκυρία, βασανιστικά και επώδυνα, οι Ρωμιοί έγιναν Έλληνες και έντυσαν τη νέα τους αυτή ιδιότητα με τα πολύχρωμα ενδύματα που η εποχή της εθνικής δημιουργίας προμήθευσε. Οι επαναστάτες πρόγονοί μας δεν ήσαν ούτε πρίγκιπες ούτε δούκες, ούτε καν βαρωνέτοι. Στη συντριπτική τους πλειονότητα ήσαν κτηνοτρόφοι (κατά κυριολεξίαν τσομπάνηδες), ψαράδες, γεωργοί και αγωγιάτες, ενώ λίγοι ήσαν έμποροι ή ιερείς. Σίγουρα πάντως δεν έφεραν τίτλους ευγενείας. Δεν είναι τυχαίο ότι το άρθρο 27 του Συντάγματος της Τροιζήνας (1827) αναφέρει ρητώς ότι «Κανένας τίτλος ευγενείας δεν δίδεται από την Ελληνικήν  πολιτείαν» (όπως και το άρθρο 4.7 του σημερινού Συντάγματος). Αυτοί οι ταπεινοί, απλοί και αγράμματοι ή ολιγογράμματοι άνθρωποι, οι χωριάτες όπως θα λέγαμε σήμερα, επαναστάτησαν εναντίον μιας πανίσχυρης αυτοκρατορίας και νίκησαν.

«Ετσι ήταν ωρέ!», όπως θα έλεγε ο γέροντας αγωνιστής του Βλαχογιάννη. Με το αίμα και τις προσδοκίες των πολλών, με τους υπολογισμούς και τα συμφέροντα των λίγων, με το μεγαλείο και τις μικρότητες του αγώνα, με τις ατελείωτες παρεξηγήσεις και απογοητεύσεις των ρομαντικών φιλελλήνων, με τις παρεμβάσεις των ισχυρών, κτίστηκε, βήμα το βήμα, το ανεξάρτητο κράτος των Ελλήνων. Η ελευθερία ξεκινούσε από το θρησκευτικό πεδίο. Το περιγράφει το πρώτο Σύνταγμα της Επιδαύρου του 1822: «Όσοι αυτόχθονες κάτοικοι της επικρατείας της Ελλάδος πιστεύουσιν εις Χριστόν εισίν Έλληνες». Από εκεί και πέραν το ελληνικό κράτος συγκροτήθηκε ως ο πολιτειακός φορέας ενός συγκεκριμένου πολιτισμού υπό συνθήκες ελευθερίας. Ο Καραϊσκάκης έχοντας περάσει από το σφυρί και το αμόνι της εποχής εκείνης, από την αυλή του Αλή Πασά των Ιωαννίνων, ο Κολοκοτρώνης, ο Μάρκος Μπότσαρης, οι επαναστάτες όλοι, δεν πολέμησαν για να δημιουργήσουν γενικώς και αορίστως ένα σύγχρονο κράτος. Επαναστάτησαν για να δημιουργήσουν ένα ελληνικό κράτος. Το νέο κράτος είχε ένα όνειρο, να περιλάβει στα όριά του, δηλαδή σε καθεστώς ελευθερίας, όλους τους Έλληνες. Και είναι αλήθεια! Από το 1864 με την ενσωμάτωση των Επτανήσων, έως το 1947 με την ενσωμάτωση της Δωδεκανήσου, το ελληνικό κράτος μεγάλωνε αγκαλιάζοντας κι άλλους ελληνικούς πληθυσμούς  ευοδώνοντας το μεγάλο όνειρο στην ολότητά του, ένα κράτος ΕΛΛΗΝΩΝ. Και έκτοτε, στο χάρτη του κόσμου, υπάρχει Ελλάδα και Έλληνες.

[…]Ο ελληνισμός είναι αγωνιστικός, δείγμα αντρειοσύνης που μέσα του έλαμψε η ελευθερία ως απόλυτο και μη ανταλλάξιμο περιεχόμενο ζωής με τη σφραγίδα του κλασσικού Ανθρωπισμού, τον  Χριστιανισμό ως την απόλυτη πηγή έξαρσης της Αγάπης. Η Παράδοσή μας, η Χριστιανοσύνη μας είναι το θησαυροφυλάκιο που κλείνουν μέσα τους και φυλάγουν στο χρόνο την αθάνατη ψυχή μας, την αθάνατη καρδιά μας. Με αυτήν ζούμε, κινούμαστε, υπάρχουμε. Αυτή έκανε τον τυφλό Όμηρο να δείξει στους ανθρώπους τη μυστική ομορφιά του κόσμου. Αυτή έκανε τον Αισχύλο, τον Μέγα Αλέξανδρο, τον Ηρόδοτο, τον Θουκυδίδη να μιλούν σε όλους και αυτός ο λόγος βάσταξε αιώνες και ακούγεται σε όλα τα πέρατα τούτης της γης μέχρι σήμερα. Αυτή έκανε τον Κολοκοτρώνη να φορά την περικεφαλαία σαν αρχαίος Έλληνας και να πολεμά χαμογελώντας, τον Ρήγα να βγάζει φωτιά από το στήθος του σαν τον αρχαίο Πίνδαρο, τον Νικηταρά, το Διάκο, τον Ανδρούτσο, τον Τζαβέλλα να κλαίνε πάνω στα αρχαία λιθάρια, πολεμώντας αντρειωμένα και να ποθούν να πεθάνουν για το βασανισμένο και τιμημένο χώμα που κληρονόμησαν. «Σβήνοντας ένα κομμάτι από το παρελθόν είναι σαν να σβήνει και ένα κομμάτι από το μέλλον…… Η μνήμη όπου και να την αγγίξεις πονεί …. Σ΄αυτόν τον κόσμο που ολοένα στενεύει, ο καθένας μας χρειάζεται όλους τους άλλους …ας αναζητήσουμε τον Άνθρωπο όπου και αν βρίσκεται…»,θα πει ο Νομπελίστας ποιητής μας Γιώργος Σεφέρης αγωνιζόμενος να αναστηλώσει ό, τι μπορούσε από τον κόσμο της Ρωμιοσύνης.

[…] Σήμερα, ζούμε καιρούς δύσκολους και ακόμα δυσκολότερους σε μεγάλη ζύμωση Αγωνίας και Αγώνα, σε μετασχηματισμούς και ανασχηματισμούς κοινωνικούς, οικονομικούς, εθνικούς συμπλησιασμούς  με την πανδημική κρίση. Μέσα σε αυτό τον κόσμο μας, λοιπόν που συνεχώς αναμοχλεύεται, έχουμε χρέος, ΑΝΑΣΤΟΧΑΖΟΜΕΝΟΙ ΤΑ 200 ΧΡΟΝΙΑ ΤΗΣ ΕΘΝΙΚΗΣ ΠΑΛΙΓΓΕΝΕΣΙΑΣ ΜΑΣ  να κρατήσουμε την εθνική μας ταυτότητα, την εθνική μας αυτοσυνειδησία, ΑΛΩΒΗΤΗ. Όχι γιατί πρέπει να είμαστε υπερήφανοι, γιατί είμαστε μοναδικοί στον κόσμο, αλλά, γιατί έχουμε την υποχρέωση και το δικαίωμα να μείνουμε Αυτοί που Είμαστε. Να μείνουμε Έλληνες υπηρετώντας αξίες της Εθνικής Ανεξαρτησίας, της Ηθικής Ελευθερίας, της Δημοκρατίας, της Αλληλεγγύης, του Χριστιανισμού, αξίες που ενέπνευσαν την Ελληνική Επανάσταση  και εξακολουθούν να αποτελούν ανάγκη και αιτούμενο των σύγχρονων κοινωνιών. Να μείνουμε Έλληνες υπηρετώντας το Έθνος μας, τον Πολιτισμό μας και όλη την Ανθρωπότητα. ... υπηρετώντας την Ιδέα του 1821, που πραγμάτωσε αυτό το μικρό έθνος των τσοπάνηδων, των ψαράδων, των γεωργών και των αγωγιατών, αυτό το έθνος που καλούμαστε να συνεχίζουμε Εμείς, σήμερα, ο Ελληνισμόςτης Ελλάδας, ο Ελληνισμόςτης Διασποράς, ο Κόσμος όλος που επικαλούμαστε ΑΝΘΡΩΠΙΝΟ……

 

 

 


ΜΑΚΡΥΓΙΑΝΝΗΣ

[……]

Τότε, εκεί που καθόμουν εις το περιβόλι μου και έτρωγα ψωμί, πονώντας από τις πληγές, όπου έλαβα εις τον αγώνα και περισσότερο πονώντας δια τις μέσα πληγές όπου δέχομαι δια τα σημερινά δεινά της Πατρίδος, ήλθαν δύο επιτήδειοι, άνθρωποι των γραμμάτων, μισομαθείς και άθρησκοι, και μου ξηγώνται έτσι: «Πουλάς Ελλάδα, Μακρυγιάννη;».

Εγώ, στην άθλιαν κατάστασίν μου, τους λέγω:

 «Αδελφοί, με αδικείτε. Ελλάδα δεν πουλάω, νοικοκυραίγοι μου. Τέτοιον αγαθόν πολυτίμητον δεν έχω εις την πραμάτειαν μου. Μα και να…τo ’χα, δεν τό’ δινα κανενός. Κι’ αν πουλιέται Ελλάδα, δεν αγοράζεται σήμερις, διότι κάνατε τον κόσμον εσείς λογιώτατοι, να μην θέλει να αγοράσει κάτι τέτοιο». 

  Έφυγαν αυτοί. Κι’ έκατσα σε μίαν πέτραν μόνος και έκλαιγα. Μισός άνθρωπος καταστάθηκα από το   τουφέκι του Τούρκου, τσακίστηκα εις τις περιστάσεις του αγώνα και κυνηγιέμαι και σήμερον. Κυνηγιώνται και άλλοι αγωνιστές πολύ καλύτεροί μου, διότι εγώ είμαι ο τελευταίος και ο χειρότερος. Και οι καλύτεροι όλων αφανίστηκαν. Αυτοί που θυσίασαν αρετή και πατριωτισμόν, για να ειπωθεί ελεύτερη η Ελλάδα κι’ εχάθηκαν φαμελιές ολωσδιόλου, είπαν να ζητήσουν ένα αποδειχτικόν που να λέγει ότι έτρεξαν κι’ αυτοί εις την υπηρεσίαν της Πατρίδος και Τούρκο δεν άφηκαν αντουφέκιγο.
  Πήγε να’ νεργήσει η Κυβέρνηση και βγήκαν κάτι τσασίτες και σπιγούνοι, που δουλεύουν μίσος και ιδιοτέλεια, και είπαν «όχι». Και είπαν και βρισιές παλιές δια τους αγωνιστές. Για να μην πάρουν το αποδειχτικόν, ένα χαρτί που δεν κάνει τίποτες γρόσια. Πατρίδα να θυμάσαι εσύ αυτούς όπου, δια την τιμήν και την λευτερίαν σου, δεν λογάριασαν θάνατο και βάσανα. Κι’ αν εσύ τους λησμονήσεις, θα τους θυμηθούν οι πέτρες και τα χώματα, όπου έχυσαν αίματα και δάκρυα.
  Θεέ, συγχώρεσε τους παντίδους, που θέλουν να μας πάρουν τον αγέρα που αναπνέομεν και την τιμήν που με ντουφέκι και γιαταγάνι πήραμε. Εμείς το χρέος, το κατά δύναμιν, επράξαμεν. Και αυτοί βγήκαν σήμερον να προκόψουν την Πατρίδα. Μας γέμισαν φατρία και διχόνοιαν. Και την Πατρίδα δεν την θέλουν Μητέρα κοινή. Αμορόζα εις τα κρεβάτια τους την θέλουν. Γι’ αυτό περνούν και ρεθίζουν τον κόσμον με τέχνες και καμώματα. Και καζαντίσαν αυτοί πουγγιά και αγαθά και αφήκαν τους αγωνιστές, τις χήρες και τα ορφανά εις την άκρην. Αυτοί είναι οι ανθρώπινοι λύκοι, που φέραν δυστυχήματα και κίντυνον εις τον τόπον. Ας όψονται.
  Τότε που η Τουρκιά εκατέβαινε από τα ντερβένια και ολίγοι έτρεχαν με ολίγα ντουφέκια, με τριχιές δεμένα, να πολεμήσουν, θέλοντας λευτεριάν ή θάνατον, οι φρόνιμοι ασφάλιζαν τις φαμελιές τους εις τα νησιά κι’ αυτοί τρέχαν εις ρεματιές και βουνά, μη βλέποντας ποτέ Τούρκου πρόσωπον. Κι’ όταν ακούγαν τα ντισμπάρκα των Τούρκων, τρέχαν μακρύτερα. Τώρα θέλουν δικήν τους την Πατρίδα και κυνηγούν τους αγωνιστές.
  Εγίναμε θηρία που θέλουν κριγιάτα (κρέατα) ανθρωπινά να χορτάσουν. Και χωρίζουν τον κόσμον σε πατριώτες και αντιπατριώτες. Αυτοί γίναν οι σημαντικοί της Πατρίδος και οι άλλοι να χαθούν. Δεν ξηγιώνται γλυκότερα να φυλάξωμεν Πατρίδα και να δούμεν λευτερίαν πραγματικήν. Ρωμαίγικον δεν φτιάχνεται χωρίς ούλλοι να θυσιάσουν αρετήν και πατριωτισμόν. Και χωρίς να πάψει η μέσα, η δική μας τυραγνία. 
  Και βγήκαν τώρα κάτι δικοί μας κυβερνήτες, Έλληνες, σπορά της εβραιουργιάς, που είπαν να μας σβήσουν την Αγία Πίστη, την Ορθοδοξία, διότι η Φραγκιά δεν μας θέλει με τέτοιο ντύμα Ορθόδοξον. Και εκάθησα και έκλαιγα δια τα νέα παθήματα. Και επήγα πάλιν εις τους φίλους μου τους Αγίους. Άναψα τα καντήλια και ελιβάνισα λιβάνιν καλόν αγιορείτικον.

  Και σκουπίζοντας τα δάκρυά μου τους είπα: 

 «Δεν βλέπετε που θέλουν να κάμουν την Ελλάδα παλιόψαθα; Βοηθείστε, διότι μας παίρνουν, αυτοί οι μισοέλληνες και άθρησκοι, ό,τι πολυτίμητον τζιβαϊρικόν έχομεν. Φραγκεμένους μας θέλουν τα τσογλάνια του τρισκατάρατου του Πάπα. Μην αφήσετε, Άγιοί μου αυτά τα γκιντί πουλημένα κριγιάτα της τυραγνίας να μασκαρέψουν και να αφανίσουν τους Έλληνες, κάνοντας περισσότερα κακά από αυτά που καταδέχθηκεν ο Τούρκος ως τίμιος εχθρός μας». 

Ένας δικός μου αγωνιστής μου έφερε και μου διάβασεν ένα παλαιόν χαρτί, που έγραψεν ο κοντομερίτης μου Άγιος παπάς, ο Κοσμάς ο Αιτωλός. Τον εκρέμασαν εις ένα δέντρον Τούρκοι και Εβραίοι, διότι έτρεχεν ο ευλογημένος παντού και εδίδασκεν Ελλάδα, Ορθοδοξία και Γράμματα. Έγραφεν ο μακάριος εκείνος ότι:  «Ένας άνθρωπος να με υβρίσει, να φονεύσει τον πατέρα μου, την μητέρα μου, τον αδελφόν μου και ύστερα το μάτι να μου βγάλει, έχω χρέος σαν χριστιανός να τον συγχωρήσω. Το να υβρίσει τον Χριστόν μου και την Παναγία μου, δεν θέλω να τον βλέπω».

  Το χαρτί του πατέρα Κοσμά έβαλα και μου το εκαθαρόγραψαν. Και το εκράτησα ως Άγιον Φυλαχτόν, που λέγει μεγάλην αλήθειαν. Θα πω να μου γράψουν καλλιγραφικά και τον άλλον αθάνατον λόγον του, «τον Πάπαν να καταράσθε ως αίτιον». Θέλω να το βλέπω κοντά στα’ κονίσματά μου, διότι τελευταίως κάποιοι δικοί μας ανάξιοι λέγουν ότι αν τα φτιάξουμε με τον δικέρατον Πάπαν, θα ολιγοστέψουν οι κίντυνοι, τα βάσανα και η φτώχεια μας, τρομάρα τους. 
  Και είπαν οι άθρησκοι που εβάλαμεν εις τον σβέρκο μας να μη μανθάνουν τα παιδιά μας Χριστόν και Παναγίαν, διότι θα μας παρεξηγήσουν οι ισχυροί. Και βγήκαν ακόμη να’ ποτάξουν την Εκκλησίαν, διότι έχει πολλήν δύναμη και την φοβούνται. Και είπαν λόγια άπρεπα δια τους παπάδες.
  Εμείς, με σκιάν μας τον Τίμιον Σταυρόν, επολεμήσαμεν ολούθε, σε κάστρα, σε ντερβένια, σε μπογάζια και σε ταμπούργια. Και αυτός ο Σταυρός μας έσωσε. Μας έδωσε την νίκη και έχασε (οδήγησε σε ήττα) τον άπιστον Τούρκον. Τόση μικρότητα στον Σταυρό, τον σωτήρα μας!

Και βρίζουν οι πουλημένοι εις τους ξένους και τους παπάδες μας, τους ζυγίζουν άναντρους και απόλεμους. Εμείς τους παπάδες τους είχαμε μαζί εις κάθε μετερίζι, εις κάθε πόνον και δυστυχίαν. Όχι μόνον δια να βλογάνε τα όπλα τα ιερά, αλλά και αυτοί με ντουφέκι και γιαταγάνι, πολεμώντας σαν λεοντάρια. ……. είναι αδύνατες οι θέσεις κι εμείς, όμως είναι δυνατός ο Θεός όπου μας προστατεύει. Και θα δείξωμεν την τύχη μας σ’ αυτές τις θέσεις τις αδύνατες. Ότι αρχή και τέλος, παλαιόθεν και ως τώρα, όλα τα θεριά πολεμούν να μας φάνε και δεν μπορούνε. Τρώνε από μας και μένει και μαγιά. Και οι ολίγοι αποφασίζουν να πεθάνουν. Κι όταν κάνουν αυτήνη την απόφασιν, λίγες φορές χάνουν και πολλές κερδαίνουν».

Τούτη την πατρίδα την έχομεν όλοι μαζί, και σοφοί κι αμαθείς, και πλούσιοι και φτωχοί, και πολιτικοί και στρατιωτικοί, και οι πλέον μικρότεροι άνθρωποι. Όσοι αγωνιστήκαμεν, αναλόγως ο καθείς, έχομεν να ζήσομεν εδώ. Το λοιπόν δουλέψαμεν όλοι μαζί να τη φυλάμε κι όλοι μαζί, και να μη λέγει ούτε ο δυνατός “εγώ”, ούτε ο αδύνατος. Ξέρετε πότε να λέγει ο καθείς “εγώ”; όταν αγωνιστεί μόνος του και φκιάσει ή χαλάσει, να λέγει “εγώ”. Όταν όμως αγωνίζονται πολλοί και φκιάνουν, τότε να λέμε “εμείς”. Είμαστε στο “εμείς” κι όχι στο “εγώ”…..

Στρατηγός Μακρυγιάννης ΑΠΟΜΝΗΜΟΝΕΥΜΑΤΑ