Καθημερινή Αδέσμευτη Εφημερίδα

ΟΙ ΜΠΑΡΟΥΤΟΜΥΛΟΙ ΤΟΥ ΜΑΥΡΙΛΟΥ (ΟΛΟΚΛΗΡΟ ΤΟ ΑΡΘΡΟ)

Γράφει ο Ηλίας Σπυρόπουλος

 

 

Με αφορμή τη συμπλήρωση 200 ετών από την Ελληνική Επανάσταση του 1821, μπορείτε να διαβάσετε μια εκτενή αναφορά στη μέγιστη συνεισφορά του Μαυρίλου στον αγώνα των Ελλήνων κατά των Τούρκων μέσα από την εργασία του Ηλία Σπυρόπουλου που παρουσιάστηκε σε συνέδριο Φθιωτικής Ιστορίας και Λαογραφίας στη Λαμία.

«ΝΑΙ – Καυχώμαι διότι εγεννήθην επί του Τυμφρηστού
και ανέπνευσα εκεί τον αέρα της Ελευθερίας»

Το πανέμορφο χωριό Μαυρίλο που το αγκαλιάζουν ατέλειωτοι βαθυπράσινοι λόγγοι με τα άφθονα νερά του, τα ολόδροσα περιβόλια του τα γραφικά σπίτια του, τους λιγοστούς σήμερα κατοίκους του, δεν θα ήταν κάτι το ξεχωριστό στο ανθολόγιο των όμορφων Ελληνικών χωριών, σε τίποτα δε θα ξεχώριζε, αν δεν υπήρχε η σπάνια, η ιδιαίτερη συνεισφορά του στον ένδοξο αγώνα του ’21.
Διότι το χωριό αυτό υπήρξε το εργαστήρι της πολεμικής ύλης, του μπαρουτιού, το εργαστήρι της φωτιάς που κατέκαψε τον τύραννο και χάρισε λευτεριά στον τόπο.
Οι περασμένες γενεές με σεβασμό μιλούσαν για το Μαυρίλο, αφού στον τόπο αυτό και μόνο σ’ αυτόν και πουθενά αλλού σ’ όλη την περιοχή της Ρούμελης, ως την Αττική, τη Θεσσαλία, την Ήπειρο, τα νησιά δεν λειτούργησαν ποτέ μπαρουτόμυλοι, ως τα μαυριλιώτικα μπαρουτσίδικα όπως αποδίδονται στην τοπική προφορά. Για πάνω από δύο αιώνες μαστόρεψαν την καλή μπαρούτη (τη μαύρη ύλη), όπως αναφέρεται σε κρυπτογραφική ονομασία.
Μ’ αυτή γέμιζαν τα καριοφίλια τους και τις πιστόλες τους, τα κανόνια τους, οι ξεσηκωμένοι για λευτεριά σκλάβοι. Δεν υπήρξε μόνο πρώτη ύλη για τον απελευθερωτικό αγώνα, το μπαρούτι, ήταν πόρος ζωής, ήταν πλούτος και για τους παραγωγούς και για όλο το χωριό.
Σήμερα κανένα σημάδι δεν απομένει από τα ένδοξα και πρωτότυπα εκείνα εργαστήρια. Ένας – δύο ηλικιωμένοι 90ρηδες και πλέον θυμούνται κάποιες θέσεις μπαρουτόμυλων στην ήμερη ρεματιά που ξεκινάει από το Κεφαλόβρυσο της Γκούρας. Αν σε ωθήσει η έντονη περιέργεια και ανασκαλέψεις υπομονητικά κάτω από πυκνά και χοντρά βάτα, στη ρίζα ενός πλάτανου ή καστανιάς, ίσως βρεις κάποιες μαύρες πέτρες ή ένα σάπιο ξύλο από κάποιο χτίρι, απομεινάρι από τα τότε σύνεργά του.
Κανείς δε μιλά για τους μπαρουτόμυλους. Η λησμονιά σκέπασε εκδικητικά θα έλεγε κανείς, τα χρόνια της μπαρούτης.
Ευτυχώς και προς τιμήν του, ο τέως Δήμος Αγίου Γεωργίου Τυμφρηστού τα τελευταία χρόνια έκανε μια προσπάθεια ώστε  και στην τοποθεσία να δώσει κάποια μορφή εκείνης της εποχής και να αναστηλώσει μπαρουτόμυλους σύμφωνα με σχέδια που βρέθηκαν, αλλά και θύμησες των ελάχιστων επιζώντων υπερηλίκων.
Ήδη στη θέση του τότε κεντρικού μπαρουτόμυλου, κτίστηκε εξ’ αρχής μπαρουτόμυλος, όμως κατά την ταπεινή γνώμη του ομιλούντα, το κτίσμα αυτό απέχει από την κτιριακή δομή των τότε μπαρουτόμυλων.
Εκείνο που προξενεί εντύπωση στον ερευνητή των μπαρουτόμυλων του Μαυρίλου, είναι η σιωπή της επίσημης ιστορίας. Σε κανένα βιβλίο ιστορικού, χρονικόγράφου, ερευνητή, περιηγητή, δεν αναφέρεται ούτε μια λέξη γι’ αυτήν την στρατηγικής σημασίας βιοτεχνία. Ιδιαίτερη απορία προξενεί το γεγονός ότι εξέχοντες Μαυριλιώτες αγωνιστές του ’21, διανοούμενοι, συγγραφείς όπως οι Γεώργιος και Δημήτριος Αινιάν, που άφησαν πληροφορίες για θέματα ιστορικά, κοινωνικά ακόμα και γεωργικά, δεν άφησαν την παραμικρή πληροφορία για τούτο το μοναδικής αξίας θέμα.
Αλλά και ο απομνηματογράφος αγωνιστής του ’21 Κασομούλης που πέρασε από το Μαυρίλο τον Οκτώβρη του 1822, δεν αναφέρει τίποτα για την παραγωγή μπαρούτης στα πολυσέλιδα «Ενθυμήματα στρατιωτικά».
Αν έλειπαν οι δύο γνωστές επιστολές του ήρωα της Αλαμάνας Θανάση Διάκου, δεν θα είχαμε κανένα γραπτό ντοκουμέντο.
Σε μια δημοσιευμένη επιστολή του που είναι άγνωστο αν και που διασώζεται, γράφει ο ήρωας της μάχης του Σπερχειού.
«Ο προσκυνητής προς τους άρχοντας της Λεβαδειάς. Απέκρουστα Ομέρ Βρυώνην εις Πατρατζίκι, ήδη μεταβαίνω εις Λαμίαν. Αποστείλατε δυναμένους κρατήσουν όπλα και βόλια άφθονα. Μαύρην ύλην επρομηθεύθην εκ Μαυρίλου».
Στα αρχεία χειρόγραφα των αγωνιστών του 21 της Εθνικής βιβλιοθήκης, σώζεται ευτυχώς η άλλη επιστολή που απευθύνει και πάλι στους έρχοντες της Λειβαδιάς λίγες μέρες πριν από την Ιστορική μάχη της Αλαμάνας στην οποία γράφει: «Γράφεται ως στο πρωτότυπο».   
«Τιν ευγενείαν σας προσκυνό. Σας ηδοποιώ ότι μας υποσχέθηκαν εις στου Μαβρίλου να μας προφτάσουν 80 οκά παρούτη και σήμερα εστήλαμεν τα άσπρα δια να μας την φέρουν, δια τούτο αποαυτού την ιδιαόρα όπου λάβεται το γράμμα μου να φορτόσεται διοφορτόματα βόληα και με σίγουρον άνθροπον να μας τα στήλται εις Πατρατζήκη και από αφτού μην αμελήται δια τζεμπαχανές επί τούτοις βάλτε σφήξιν χώρα και χωριά όπου μας ξεκινίσετε ανθρώπους αρκετούς, ότι εδό δεν έμηνε κανένας έφυγαν πήσου. Τόρα άλην δαυληάν δε σας έμηναι μόνο αφτή η φροντίδα τον ανθρόπον και του τζεπχανέν. Εμής ξεκηνίσαμεν διαπρατρατζήκη και μας τη δίναμην του Θεού  άβριο τρίτη τοβαρούμεν κατά το παρόν νέο από κανένα μέρος δεν έχωμεν όπου να σας γράψω ταύταμενο στήλται μαζί με τα μολήβια και 600 κόλες χαρτί διαναδέσουμε φουσέκια στήλται μας κάμοσι μελάνι ξερί. Αθανάσις διάκος (σφραγίδα) 821 απρίλις 11 αλαμάνα Χάνι (ορθογραφία σύνταξη κλπ. όπως στο πρωτότυπο)».
Πρώτοι παρασκευαστές της πυρίτιδας ήταν οι Κινέζοι κατά τους 1ο και 2ο αιώνα μ.Χ. Απ’ αυτούς πήραν την τέχνη οι Άραβες, την τελειοποίησαν και τη διέδωσαν. Οι Βυζαντινοί απ’ ότι γνωρίζουμε  χρησιμοποίησαν την εκρηκτική ύλη «υγρόν πυρ».
Στη Δυτ. Ευρώπη πρώτος παρασκευαστής εκρηκτ. ύλης αναφέρεται ο φραγκισκανός καλόγερος Μπάκον το 1250, που την προόριζε να προκαλεί εκκωφαντικό κρότο. Κατασκευάστηκαν τηλεβόλα όπλα, πυροβόλα κλπ. και η μορφή του πολέμου άλλαξε ριζικά με τη χρήση και διάδοση της μπαρούτης (πυρίτιδας), διότι οι πόλεμοι άρχισαν πλέον να γίνονται με πυροβόλα όπλα.
Οι πρώτοι συστηματικοί υδροκίνητοι μπαρουτόμυλοι της Ευρώπης ­χρονολογούνται από το 1340 μ.Χ. ενώ στη Θεσσαλονίκη λειτουργούσαν στα 1660 μπαρουτόμυλοι υδροκίνητοι από τους μεγαλύτερους της Ευρώπης που απασχολούσαν ως 300 εργάτες.
Στη Νότια Ελλάδα η Παρασκευή μπαρούτης άρχισε στα τέλη του 17ου αιώνα και είναι καρπός ιστορικών συνθηκών, διότι τότε ξεφύτρωσε ο πόθος για εθνική αναγέννηση, με την απαλλαγή από τη σκλαβιά. Απ’ ότι είναι ιστορικά βέβαιο η παραγωγή μπαρουτιού άρχισε στη Δημητσάνα και στη Στεμνίτσα Αρκαδίας το 1668, σύμφωνα με τη μαρτυρία του Βενετσάνου διοικητή Κόρνερ, στη ρεματιά του Λούσιου ποταμού της Δημητσάνας, απολύτως κατάλληλη περιοχή για να κινούνται οι μύλοι. Αργότερα άρχισαν να λειτουργούν μπαρουτόμυλοι στην Πάτρα, τη Ζήτουνα και τη Λάλα. Αποτέλεσμα των ιστορικών συνθηκών και των σχετικών αναγκών, ήταν η ίδρυση και λειτουργία των μπαρουτόμυλων του Μαυρίλου.
Ας δούμε την κατάσταση που επικρατούσε εκείνα τα χρόνια στο γύρο χώρο. Οι κάτοικοι των Αγράφων, αυτής της ιδιόμορφης και πολυκόρυφης, αλλά και δυσπρόσιτης ορεινής περιοχής, που κυριαρχεί στην Κεντρική Ελλάδα και τη Νοτιοδυτική Θεσσαλία, αυτοί οι σκληροτράχηλοι, λιτοδίαιτοι, νευροδεμένοι άνθρωποι, πατριδολάτρες και ανυπότακτοι, ποτέ δε δήλωσαν υποταγή, ούτε στους Βυζαντινούς, ούτε στους Βενετσάνους και Αρβανίτες, πολύ δε περισσότερο στους Τούρκους. Από την εποχή του Μουράτ 1446, που πρωτοπάτησε τον τόπο τους, διατήρησαν πολλά δικαιώματα, που κατακυρώθηκαν με την συνθήκη του Ταμασίου (Μάιος 1525). Πήραν προνόμια και με μικρούς φόρους δεν είχαν τον Τούρκο στο κεφάλι τους.
Αυτά τα προνόμια επεκτάθηκαν στα γύρω μέρη και όταν άρχισε να αναπτύσσεται η κλεφτουριά, οι Τούρκοι επέτρεψαν να ιδρυθούν και σ’ άλλα μέρη τα αρματολίκια και οι τσιφάδες (ένοπλα τμήματα), με τους γνωστούς σ’ όλους σκοπούς και στόχους. Μέσα σ’ αυτή τη ζύμωση ο εξοπλισμός των αρματωλών και των ασκεριών τους με όπλα και πυρίτιδα, ήταν επιτακτική υποχρέωση των ίδιων. Μόνοι τους έπρεπε με πολλές δυσκολίες να φροντίζουν γι’ αυτά.
Όταν όμως το κίνημα της κλεφτουριάς φούντωσε και τ’ αρματολίκια έγιναν πολλά, με συγκεκαλλυμένους υψηλούς εθνικούς στόχους, η ανάγκη για μπαρούτι, έγινε πολύ πιεστική.
Τότε λοιπόν οι ξύπνιοι Ρωμιοί, οι Δημητσανίτες στο Μοριά καταπιάστηκαν και μαστόρεψαν την ακριβή αυτή πραμάτεια.
Δεν γνωρίζουμε ποιος δασκάλεψε τους γεωργούς και κτηνοτρόφους του Μαυρίλου σε τούτο το δυναμικό και κερδοφόρο επάγγελμα.
Είχε προηγηθεί η Δημητσάνα, μακριά όμως από το απόμερο τούτο χωριό  του Τυμφρηστού. Μάλλον οι πολλοί μετανάστες Μαυριλιώτες στην Πόλη, έφεραν από εκεί την τέχνη και δίδαξαν τους ντόπιους να παράγουν μπαρούτη.
Με τη λογική των ιστορικών γεγονότων οδηγούμαστε στο πιθανό συμπέρασμα, ότι κάπου αρχές του 1700, πλάι στους πολλούς αλευρόμυλους και νεροτροβιές (μαντάνια), που κινητήρια δύναμη είχαν το νερό της Γκούρας, κατασκευάστηκε και ο πρώτος, αυτοσχέδιος ατελής μπαρουτόμυλος (μπαρουτ’ τσίδικο) στη λαγκαδιά μέσα στα πυκνά πλατάνια και τις λεύκες, κρυφός και αξεχώριστος ανάμεσα στους άλλους μύλους και ας αφήσουμε τη φαντασία μας να τρέξει και να βρει τον τρόπο, που για πρώτη φορά γύρισε ο ξύλινος μηχανισμός του, κι έβγαλε το νέο προϊόν τη μπαρούτη. Η παράδοση δεν διέδωσε τα ονόματα των πρώτων μπαρουτ’ τσίδων, μας αναφέρει όμως ότι την εποχή του Αλή-Πασά, σπουδαίοι μπαρουτ’ τσίδες ήταν οι Καλέτζος και Τσιάκας. Αυτό αναφέρει και ο Δημ. Λουκόπουλος στο βιβλίο του «Στα βουνά του Κατσαντώνη», τονίζοντας, ότι ο Αλή – Πασάς δεν άκουσε με καλό αυτί την καινούργια φάμπρικα που άνοιξαν ο Μαυριλιώτες. Τους κάλεσε στα Γιάννενα και τους φυλάκισε. Όμως γρήγορα τους αποφυλάκισε, δεν γνωρίζουμε το λόγο γιατί και τους έδωσε άδεια να συνεχίσουν τη λειτουργία του μπαρουτ’ τσίδικό τους.
Παράδοση, ιστορικά στοιχεία, καταγραφές της εποχής εκείνης διίστανται σε πολλά σημεία. Ως βέβαιο μπορούμε να λάβουμε ότι η παραγωγή μπαρουτιού στο Μαυρίλο, άρχισε γύρω στα 1700, στην αρχή μάλιστα, με άκρατο συνωμοτισμό, για να μη γίνει τούτο γνωστό στους Τούρκους, εφοδιάζοντας τα αρματολίκια και προετοιμάζοντας τον αγώνα για τον αργότερα ξεσηκωμό.
Σύμφωνα με δημοσίευμα του Υπουργείου Εθνικής Οικονομίας (το 1896), οι μπαρουτόμυλοι του Μαυρίλου ήταν 4, κατά την ντόπια όμως παράδοση περισσότεροι. Ο Δημ. Λουκόπουλος που αναφέρουμε, όταν πέρασε από το χωριό το 1929, αναφέρει ότι το Μαυρίλο ήταν η δεύτερη Δημητσάνα στη Ρούμελη, ότι οι μπαρουτόμυλοι ήταν 12, στη γραμμή ο ένας κοντά στον άλλο, όλοι πλέον ερείπια, ο τόπος μαύρος μύριζε ακόμα μπαρούτη και είδε ένα κρηνί κάτι σαν γουδί, που δεν είχε ακόμα σαπίσει και μέσα σ’ αυτό έτριβαν το κάρβουνο.
Τονίζει ακόμα ότι πριν την επανάσταση, το χωριό ζούσε πλούσια χάρη στην τέχνη να φτιάχνουν μπαρούτι. Και συνεχίζει.
«Θυμάμαι μικρό παιδί τους Μαυριλιώτες μπαρουτάδες, να γυρίζουν από χωριό σε χωριό με φορτωμένα στα μουλάρια την πραμάτεια τους και διαλαλούσαν τη μαυριλιώτικη μπαρούτη, γιατί και αργότερα διατηρούνταν δύο – τρία εργαστήρια, μια και είχε πέραση η μπαρούτη για το κυνήγι,  που γινόταν με μπροστόγεμα τουφέκια, μονόκανα και δίκανα.
Ο Μαυριλιώτης Χαράλαμπος Παπαγεωργίου στο βιβλίο του στις Πλαγιές του Τυμφρηστού αναφέρει 11 μπαρουτόμυλους που άρχιζαν από το Κεφαλόβρυσο Γκούρα και τελείωναν στη θέση Τούρνια, αναφέρονται και τα ονόματα των ιδιοκτητών με την εξής σειρά. 1. Σπύρου Τσιάκα και Κώστα Κοτόπουλου 2. Γεωργίου Ζωρόπουλου και Θεοφάνη Σκιαδόπουλου 3. Ιωάννη Σιούλα 4.Φιλίππου Τσιάκα και Ιωάννη Σταυρακάκη 5. Δημητρίου Τσιάκα  6. Γεωργίου Παπαγεωργίου και Κωνσταντή Τσιάκα 7. Γεωργάκη Τσιάκα  9. Κων/νου Σκιαδόπουλου και Γεωργίου Οικονόμου  10. Ιωάννου Σιούλα  11. Γρηγορίου και Αθανασίου Καλέντζου.
Δεν αναφέρει όμως την εποχή που λειτούργησαν όλοι αυτοί οι μπαρουτόμυλοι, ποιοι ήταν οι αρχαιότεροι, υπολογίζοντας, ότι η ετήσια παραγωγή τους έφθανε τις 10.000 οκάδες. Όπως αναφέρθηκε πιο πάνω υπάρχει ένα μοναδικό επίσημο στοιχείο, για τη βιοτεχνία της πυρίτιδας στο Μαυρίλο, όμως δεν αναφέρεται στην εποχή της ακμής της, αλλά στα τέλη του περασμένου αιώνα. Είναι μια έκθεση του Στατιστικού Γραφείου του Υπουργείου Οικονομικών με ημερομηνία 2-11-1896 προς τον τότε Πρωθυπουργό και Υπουργό Οικονομικών Θεόδωρο Δεληγιάννη για τα λειτουργούντα στη χώρα πυριτιδοποιεία.
Αναφέρεται ότι στο Δήμο Τυμφρηστού λειτουργούσαν, 10 μπαρουτάδικα τα ονόματα των ιδιοκτητών τους και άλλες λεπτομέρειες.
Η έκθεση εξαιρεί τη σημασία των μπαρουτόμυλων του Τυμφρηστού, τους θεωρεί ίσης αξίας με τους της Δημητσάνας και προτείνει να παρθούν μέτρα προστασίας των εργαζομένων αναγνωρίζοντας ότι το ημερομίσθιο είναι μικρό και η δουλειά λίαν επικίνδυνη.
Σύμφωνα με την έκθεση αυτή, η αξία κτιρίων και μηχανημάτων του κάθε μπαρουτάδικου ξεπερνούσε τις 2.000 δρχ. της εποχής εκείνης και η ετήσια παραγωγή έφτανε τις 300 οκάδες από τον καθένα. Η έκθεση αυτή πουθενά δεν αναφέρει το χωριό Μαυρίλο, αλλά αναφέρει σε πολλά σημεία της, το Δήμο Τυμφρηστού.
Τούτο δημιουργεί ερωτηματικά και απορίες. Στην απογραφή του 1907 στα επαγγέλματα αναφέρονται πυριτιδομυλωθροί οι: Καλέντζος Αθανάσιος, Μητσάκος Λεωνίδας, Οικονόμου Γεώργιος και Ευθύμιος, Τσάκας Κων/νος.
Ας επιχειρήσουμε όμως ένα λίαν περιληπτικό οδοιπορικό στη διαδικασία κατεργασίας και παρασκευής της μαύρης ύλης, της μπαρούτης. Κύρια υλικά παρασκευής είναι το νίτρο, το θειάφι και ο ξυλάνθρακας. Το νίτρο ήταν γνωστό στο Μαυρίλο ως «τσερβιτσιλές» παραγόμενο από τουρκική λέξη. Οι μπαρουτόμυλοι του Μαυρίλου χρησιμοποιούσαν καθαρό βιομηχανικό νίτρο. Το πώς έφτανε εδώ το νίτρο δε γνωρίζουμε.
Η παράδοσή μας λέει ότι προερχόταν από την Κεντρική Ευρώπη, κυρίως από την Αυστρία, από παραγωγές περιοχών των Βαλκανίων και κυρίως από την Πόλη, στην οποία διαβιούσαν πολλοί Μαυριλιώτες με αξιόλογες επιχειρήσεις οι οποίοι πρωτοστατούσαν στα τότε οικονομικά δρώμενα αυτής. Ίσως αυτοί διευκόλυναν την αποστολή του νίτρου το οποίο ερχόταν με καράβι στη Στυλίδα και από εκεί με μουλάρια στο Μαυρίλο. Το θειάφι (θείον) υπάρχει στην Ελλάδα σε ηφαιστειογενή πετρώματα, ήταν βέβαια κάτω από τον έλεγχο των Τούρκων, αλλά η διακίνησή του ήταν ευκολότερη διότι το χρησιμοποιούσαν και οι αμπελουργοί για το ράντισμα των αμπελιών τους.
Τέλος ο ξυλάνθρακας (ξυλοκάρβουνο), ήταν υλικό που παράγονταν με ανεξέλεγκτη αφθονία στο Μαυρίλο από σκληρά ξύλα. Το ξυλοκάρβουνο έπρεπε να είναι ελαφρό και αμέσως να πυρακτώνεται.  
Όπως προαναφέρθηκε οι μπαρουτόμυλοι βρίσκονταν όλοι στις όχθες της ρεματιάς, που σχηματίζουν τα πλούσια νερά του κεφαλόβρυσου, αρχίζοντας πολύ κοντά από την πηγή Γκούρας και κατά σειρά έφθαναν στη θέση «Τούρνια».
Το κτίριο του κάθε μπαρουτόμυλου ήταν κτισμένο σε λίαν κατηφορικό μέρος, όπου το νερό έφτανε από υψομετρική διαφορά και ανέπτυσσε μεγαλύτερη δύναμη. Είχε μήκος 6–8 μέτρα, πλάτος 5μ. και ύψος 3μ. και δίπλα του αποθήκη για τα υλικά και κάποτε και ένα μικρό σπιτάκι για να διανυκτερεύουν οι μπαρουτ’ τσίδες.
Προς την όχθη της ρεματιάς μια όρθια μεγάλη φτερωτή στερεωμένη στο κέντρο επάνω σ’ ένα μακρύ οριζόντιο δοκάρι τον άξονα (αδράχτι).
Το αδράχτι τρυπούσε τον τοίχο της μικρής πλευράς του μύλου, είχε μάκρος 4 – , πάχος 20-25εκ. και ήταν κορμός δέντρου, άλλοτε στρογγυλός, άλλοτε τετράγωνος, 60-70εκ. πάνω από το έδαφος και στερεωνόταν επάνω σε οδηγούς (κουζινέτα), στις στρογγυλεμένες άκρες του ώστε να περιστρέφεται από τη φτερωτή.
Το νερό οδηγούνταν από το κανάλι στην κάδη, η οποία στένευε προς τα κάτω και τελείωνε σ’ ένα κωνικό πρόσθετο ξύλο το σφούνι (σιφούνι).
Ξεπετιόταν το νερό από το σφούνι, γέμιζε την αρκιβώς από κάτω του χουλιάρα της φτερωτής κι περιστρεφόταν με ταχύτητα και δύναμη. Η περιστροφική κίνηση της φτερωτής μεταφερόταν στο αδράχτι που γύριζε κι αυτό στο ρυθμό της φτερωτής. Επάνω στο αδράχτι σε αποστάσεις περίπου 80 πόντων ήταν μπηγμένα 5-6 έκεντρα, ξύλα μήκους 30 πόντων και τελείωναν σε πελεκημένη σφήνα (απαλαΐστρα). Ένα μακρόστενο ξύλο πίσω από το αδράχτι υψωνόταν κατακόρυφα προσαρμοσμένο σε δοκάρι της στέγης ονομαζόμενο παλληκάρι.
Δακτύλιος (θηλειά), μεταλλικός ή ξύλινος, προσαρμοσμένος σε δοκάρι της στέγης και άλλοι σε οριζόντιο δοκάρι, επέτρεπαν στο παλληκάρι να κρατιέται σε σταθερή κατεύθυνση κίνησης επάνω κάτω.
Το δοκάρι (παλληκάρι), είχε ένα δικό του έκκεντρο με τις σφηνοειδείς απολήξεις. Όταν περιστρεφόταν ο κεντρικός άξονας (αδράχτι) το δικό του έκκεντρο χτυπούσε στο έκεντρο από κάτω, το ανέβαζε επάνω και με τη συνέχιση της περιστροφής το άφηνε να πέσει κάτω.
Στο σημείο που τελείωναν τα παλληκάρια υπήρχαν οι αντίστοιχες «τσούμες» ή «γούβες» ή «χαβάνια» ή «κρινιά», χωμένα στο δάπεδο. Ήταν ξύλινα ή πέτρινα, ή μαρμάρινα σε βάθος 30 περίπου εκ. Σα μεγάλο γουδοχέρι χτυπούσε το παλληκάρι τη δική του «γούβα» θρυμματίζοντας και ανακατεύοντας τα υλικά της μπαρούτης.
Η όλη διαδικασία προετοιμασίας των υλικών απαιτούσε μεγάλη προσοχή, όπως και η επιμελημένη κατεργασία του χαρμανιού, το στέγνωμα, το γυάλισμα, η συσκευασία κλπ.
Η ακριβής αναλογία του μίγματος ήταν 12,5% θειάφι, 12,5% ξυλοκάρβουνο και 75% νίτρο τηρούνταν σχολαστικά και ο μπαρουτζής τα έριχνε σε κάθε γούβα με λίγο νερό, λαμβάνοντας και μέτρα ώστε να μην  έχουμε ξαφνική ανάφλεξη κι έκρηξη. Έβαζε μπρος το μηχανισμό του μπαρουτόμυλου, γύριζε η ρόδα με τη δύναμη του νερού, γύριζε ο άξονας (το αδράχτι), που διαπερνούσε οριζόντια στο μάκρος το μπαρουτόμυλο.
Έτσι αναγκάζονταν να κινούνται όλα ρυθμικά και η στρογγυλή ημισφαιρική κάτω άκρη των παλληκαριών (στούμπος), κοπάνιζε ασταμάτητα στις τσούμες, το χαρμάνι. Σε 5-6 ώρες το χαρμάνι είχε τριφτεί, ζυμώθηκε και έγινε σαν ζυμάρι ψωμιού. Ο μπαρουτζής με τους βοηθούς έβγαζε το χαρμάνι σφιχτό σαν ζυμάρι, το έκοβαν σε μικρούς σβόλους και το άπλωναν πάνω σε μπαρουτόπανα για στέγνωμα. Ύστερα έτριβαν με τα χέρια τους στεγνούς βόλους, όσο το σιτάρι και τους έριχναν σ’ ένα δερμάτινο κόσκινο με ψιλές τρύπες. Με το κούνημα πέρα – δώθε του κόσκινου οι ψιλοί κόκκοι της μπαρούτης έπεφταν σε μια σκάφη και ό,τι χοντρό έμενε πάνω το ξανάτριβαν. Αφού κοσκινίστηκε η παρτίδα, την έβαζαν σ’ ένα ξύλινο βαρέλι που ήταν στην άκρη του άξονα και περιστρέφονταν και έριχναν ένα δράμι γραφίτη για κάθε οκά μπαρουτιού.
Με το στριφογύρισμα που κρατούσε 3-5 ώρες, οι άκρες των κόκκων της μπαρούτης στρογγυλοποιούνταν και με το γραφίτη έπαιρναν γυαλιστερή όψη και προστατεύονταν από την υγρασία. Το προϊόν ύστερα από 5 μέρες δουλειά ήταν έτοιμο. Ο μπαρουτάς για να βεβαιωθεί για την ποιότητα της πραμάτειας του τη δοκίμαζε με απλό τρόπο. Τύλιγε μια πρέζα σ’ ένα χαρτί και την πλησίαζε σ’ ένα αναμμένο καρβουνάκι. Η καλή μπαρούτη έπρεπε να εκραγεί αμέσως χωρίς να κάψει το χαρτί και χωρίς να αφήσει καπνιά.
Η μπαρούτη τοποθετούνταν σε βαρέλια 30 οκάδων, σε τενεκεδάκια 9-10 οκάδων και σε σακιά αδιάβροχα κερωμένα, που οι Μαυριλιώτες τα νεώτερα χρόνια φορτωμένα στα ζώα την πουλούσαν στα παζάρια ή από χωριό σε χωριό.
Η παράδοση λέει ότι και το εργοστάσιο Μαλτσινιώτη στο Αιγάλεω γύρω στα 1900 συμπλήρωνε την παραγωγή του με ποσότητα των Μαυριλιώτικων μπαρουτόμυλων. Τα μέτρα ασφαλείας όπως και πιο πάνω αναφέραμε λόγω του εύφλεκτου υλικού πρέπει να τονισθεί ότι ήταν δρακόντεια για να μην αναφερόμαστε λεπτομερώς. Μαρτυρίες ανεβάζουν την ποσότητα της μπαρούτης την εποχή της μεγάλης ζήτησης στις 10.000 οκ. το χρόνο. Βέβαια η άνοιξη και το καλοκαίρι βοηθούσαν για μεγάλη παραγωγή, ενώ ο βαρύς χειμώνας και η υγρασία μείωναν κατά πολύ την παραγωγή διότι ήταν δύσκολο το άπλωμα και το στέγνωμα.
Η ίδια έκθεση του 1896 αναφέρει ότι η τιμή της ήταν 3 δρχ. όταν το σιτάρι πουλιόταν 20 λεπτά με μέτρο βέβαια την οκά.
Ένας γέρος Μαυριλιώτης, που πέθανε τα τελευταία χρόνια σε βαθειά γεράματα, διηγούνταν στα εγγόνια του, τα ίδια μας το εξιστόρησαν και το γράφουμε λίαν περιληπτικά, ότι κάθε μπαρουτζής λογαριάζονταν τρανός νοικοκύρης και μύριζε αρχοντιά.
Κάθε ακμή έχει και το τέλος της έτσι και στο Μαυρίλο ήρθε το τέλος μιας εποχής.
Το 1909 το κράτος αποφάσισε να μονοπωλήσει την παραγωγή αυτής της πολεμικής ύλης.
Επιβλήθηκε το 1910 βαρύς φόρος και οι παραγωγοί έπρεπε να δηλώνουν την παραγωγή στην Εφορία και να αγοράζουν ειδικές ταινίες. Πράγμα ασύμφορο. Μέχρι όμως το 1925 μερικοί μπαρουτάδες στα σπίτια τους με ξύλινα γουδιά και άλλες αυτοσχέδιες συσκευές, κρυφά έφτιαχναν και διακινούσαν μικρές ποσότητες μπαρούτης. Ένα θέμα που συζητήθηκε και γράφηκε είναι τούτο. Πουλούσαν ή έδιναν οι Μαυριλιώτες μπαρούτη στους Τούρκους; Μάλιστα χρονικογράφος καυτηριάζει τη στάση αυτή των Μαυριλιωτών. Άλλος πάλι υποστηρίζει ότι θεωρούσαν προδοσία να πουλήσουν τη φονική ύλη στον εχθρό. Η αλήθεια είναι μία και μόνη. Όταν οι μπαρουτόμυλοι λειτουργούσαν με την άδεια των Τούρκων, όταν το Μαυρίλο ήταν διαβατικό στρατόπεδο των Τούρκων προς Καρπενήσι, ήταν δυνατόν να αρνούνται προμήθεια μπαρούτης σ’ αυτούς;
Εκείνο που πρέπει να αξιολογηθεί είναι ότι με κάθε τρόπο, με κίνδυνο ακόμα και της ζωής τους, οι μπαρουτάδες προμήθευαν στους οπλαρχηγούς τις ποσότητες που είχαν ανάγκη. Καταγράφονται όμως και περιστατικά που φανερώνουν τα μύχια πατριωτικά αισθήματα των μπαρουτάδων, όπως το ότι παρέδιδαν στους Τούρκους κακής ποιότητος μπαρούτη, κοπρισμένη, που δεν είχε τη δύναμη να στέλνει μακριά στο στόχο τα βλήματα. Στη μάχη που έγινε στο Πάτωμα του Βελουχιού η παράδοση μαρτυρεί, ότι οι μπάλλες των τούρκικων κανονιών έπεφταν κάτω αμέσως μόλις έβγαιναν από τη μπούκα του κανονιού, λόγω της κακής ποιότητας της μπαρούτης.
Συμπερασματικά πρέπει να υπερτονισθεί η μεγάλη προσφορά τούτου του χωριού της Ρούμελης στην επανάσταση του ’21, που μόνο με την προσφορά της Δημητσάνας μπορεί να συγκριθεί. Προσφορά στον αγώνα, στην ευημερία της περιοχής, την ευημερία των κατοίκων που λίγο – πολύ είχαν μερίδιο απ’ αυτή την επικερδή απασχόληση. Το φανερώνουν οι Πύργοι που υπήρχαν και κατοικούσαν οι προύχοντες επί Τουρκοκρατίας, το φανερώνει η ανάπτυξη του τόπου, το μαρτυρεί η σημερινή εκκλησία του Αγίου Δημητρίου, με τον σπάνιον και άπειρο κάλλον εσωτερικό διάκοσμο.
Κλείνοντας ο γράφων θέλει να καταθέσει, ότι με τις όποιες του ιστορικές γνώσεις, αλλά με μεράκι προσπάθησε να φέρει στο φως αυτή την απόμακρη μνήμη, που σβήνει στα όρια της λησμονιάς, να φέρει στην επιφάνεια ένα καίριο κομμάτι της ιστορίας του χωριού αυτού, αλλά και του ευρύτερου κεντροελλαδικού χώρου.
Ένα κεφάλαιο της ιστορίας της ελληνικής βιοτεχνίας, που ήκμασε τα χρόνια του αγώνα του ελληνικού έθνους, με σκοπό και στόχο, την παλλιγενεσία και την ελευθερία της πολύπαθης πατρίδας.  

 

ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ
του Ηλία Σπυρόπουλου


Γεννήθηκε στο χωριό Πιτσιωτά Φθιώτιδος και τελείωσε το Δημοτικό Σχολείο Μεγ. Κάψης Φ/δος όπου υπηρετούσε ο δάσκαλος πατέρας του. Φοίτησε στο  Α’ Γυμνάσιο Λαμίας, απ’ όπου απεφοίτησε από το κλασσικό τμήμα αυτού και στη συνέχεια κατόπιν εισαγωγικών εξετάσεων επέτυχε στην Παιδαγωγική Ακαδημία Λαμίας όπου έλαβε το πτυχίο του με βαθμό «Λίαν Καλώς».
Παρακολούθησε ετήσια μετεκπαίδευση στη ΣΕΛΔΕ Λαμίας, Σχολή Επιμορφώσεως Λειτουργών Δημοτικής Εκπαίδευσης.
Υπηρέτησε ως δάσκαλος σε πολλά σχολεία Φωκίδος, Φθιώτιδος και της πόλης Λαμίας της οποίας είναι και μόνιμος κάτοικος.
Υπηρέτησε στις τάξεις του Στρατού ως Εφ. Αξ/κός και ήδη έχει το βαθμό του Εφ. Ταγ/ρχου. Επί μίαν πενταετίαν υπήρξε Γεν. Γραμματέας του Συλλόγου Εφ. Αξ/κών Φθιώτιδος και επί μίαν εισέτι τετραετίαν μέλος Δ/Σ αυτού.
Συμμετέχει σε χορωδία Ευρωπαϊκής εκκλησιαστικής μουσικής της Λαμίας.
Διετέλεσε αναπληρωτής τοπικός Έφορος και τοπικός Έφορος του Προσκοπισμού Φθ/δος.
Εκλέγεται επί πολλά χρόνια Πρόεδρος των Συνταξιούχων Δημοσίων Υπαλλήλων Φθ/δος και μέλος του Δ/Σ της ΠΟΠΣ, Πανελλήνιας Ομοσπονδίας Συνταξιούχων του Δημοσίου. Εκπροσώπησε δε την Πανελλήνια Ομοσπονδία σε πολλά διεθνή συνταξιουχικά συνέδρια σε Αθήνα, Κύπρο, Βενετία, Βρυξέλλες κλπ.
Αρθρογραφεί με άρθρα ποικίλου περιεχομένου, σε περιοδικά και εφημερίδες της Φθιώτιδος και πέραν αυτής, σχολιάζοντας την επικαιρότητα με βιβλιοκριτικές και βιβλιοπαρουσιάσεις και με θέματα της καθημερινής ζωής.
Είναι μέλος της Συντακτικής επιτροπής και αρθρογράφος της εφημερίδας «Βήμα των Συνταξιούχων Δημοσίων Υπαλλήλων» μέλος της Συντακτικής Επιτροπής της εφημερίδος το «ΒΕΛΟΥΧΙ», πολιτιστικού Συλλόγου Νεοχωριτών Τυμφρηστού, και τακτικός συνεργάτης της Εφημ. «Μεγαλοκαψιώτικα» του πολιτιστικού Συλλόγου Μεγαλοκαψιωτών Φθιώτιδος.
Συμμετέχει με εισηγήσεις του σε Συνέδριο Φθιωτικής Ιστορίας και Λαογραφίας.
Είναι έγγαμος με σύζυγο την Ασπασία Σπυροπούλου, Συνταξιούχο Υπάλληλο της ΔΕΗ και δύο παιδιά, τον Κώστα κτηνίατρο και τη Στεφανία ειδικευομένη ιατρό, με δικής τους πλέον οικογένεια. 

 

 

Αρχεία: 
Φωτογραφίες

    

 

Ενημερωτικά δελτία

Ενημερωθείτε άμεσα από την εφημερίδα μας για τις τελευταίες ειδήσεις μέσα από την ηλεκτρονική σας διεύθυνση.
randomness