Καθημερινή Αδέσμευτη Εφημερίδα

  Αριθμός Πιστοποίησης: Μ.Η.Τ. 242014

Ο ΦΟΝΟΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΚΑΙ ΑΝΑΚΡΙΤΗ ΣΤΗ ΛΑΜΙΑ ΣΤΑ ΤΕΛΗ ΤΟΥ 19ου ΑΙΩΝΑ

Παν. Παναγιωτόπουλου,
Επίτιμου Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου

 

Μία από τις οδούς στο κέντρο της πόλης της Λαμίας φέρει την ονομασία: «Οδός Ροζάκη – Αγγελή». Ροζάκης και Αγγελής είναι τα επίθετα των αδίκως φονευθέντων, λίγο έξω από τη Λαμία, δικαστικών: του Εισαγγελέα Πρωτοδικών Λαμίας Λεωνίδα Ροζάκη και του Ανακριτή Λαμίας Γεωργίου Αγγελή.

Βρισκόμαστε στα 1894. Την χώρα μας ταλάνιζε η ληστεία και οι ληστοσυμμορίες ήσαν στην ημερήσια δάταξη. Λόγω της δράσης τους, το Κράτος είχε αναπτύξει, σχεδόν σε κάθε μεγάλη πόλη, καταδιωκτικά αποσπάσματα. Η Λαμία και γενικότερα η Φθιώτιδα, τον καιρό εκείνο, ήταν παραμεθόριος περιοχή (!!!) και οι ληστές καταδιωκόμενοι από τα αποσπάσματα περνούσαν στο τούρκικο βιλαέτι (δηλαδή στην περιοχή που ανήκε στους τούρκους, στην τούρκικη επικράτεια) και έτσι έμεναν ασύλληπτοι και ατιμώρητοι.

Ο Λεωνίδας Ροζάκης, έχων υπηρετήσει Εισαγγελέας Πρωτοδικών Κυπαρισσίας και Παρνασσίδος, και έχων επιτελέσει σημαντικό έργο στις περιφέρειες αυτές, καταστείλας την ζωοκλοπή (η οποία επίσης «ανθούσε») και την ληστεία και έχοντας εμπεδώσει κατά κάποιο τρόπο την ασφάλεια στις εν λόγω περιοχές, μετετέθη στο Πρωτοδικείο Λαμίας, προκειμένου να συνεχίσει και εκεί την άξια υπηρεσιακή δράση του.

Την Λαμία, την Φθιώτιδα, αλλά και ολόκληρη την Στερεά Ελλάδα τρομοκρατούσε την εποχή εκείνη η ληστοσυμμορία του Παπακυριτσόπουλου. Έχει γραφεί ότι «Ο Παπακυριτσόπουλος αποτελούσε έναν πραγματικό βασιλιά του τρόμου και του αίματος, η αγριότητα του οποίου ήταν χαρακτηριστική, καθώς οι «άθλοι» του διαδέχονταν ο ένας τον άλλο» (βλ. Βασίλη Τζανακάρη, Οι Λήσταρχοι, εκδ. Μεταίχμιο, 2016, σελ. 96).

Καίτοι στην περιφέρεια αυτή είχαν συγκεντρωθεί και δρούσαν «όλα τα έμπειρα και ειδικά καταδιωκτικά αποσπάσματα, ενισχυθέντα και δια στρατιωτικής δυνάμεως» (βλ. Νικ. Γερακάρη, πρ. Εισαγγελέως Εφετών Αθηνών, Σελίδες εκ της συγχρόνου ιστορίας, τόμ. 1ος, έκδ. ‘Ελευθέρου Ανθρώπου’, 1936, σελ. 108), εν τούτοις δεν είχαν καταστείλει την δράση της λυμαίνουσας την εν λόγω περιφέρεια συμμορίας.

Το απόγευμα της 6ης Σεπτεμβρίου 1894, ο Εισαγγελέας Ροζάκης και ο Ανακριτής Αγγελής επέστρεφαν από την Υπάτη, όπου είχαν μεταβεί για υπηρεσία (για ανακρίσεις), στη Λαμία. Μαζί τους ήσαν και οι γραμματείς, Βλαχογιώργος του Πρωτοδικείου και Παπαδόπουλος της Εισαγγελίας. Τους συνόδευαν για την ασφάλειά τους λόγω του φόβου των ληστών, οι εξής: δίπλα στον αμαξά (διότι με άμαξα γινόταν το υπηρεσιακό ταξίδι) καθόταν με το όπλο τύπου «μάνλιχερ» στα χέρια ένας στρατιώτης, σε απόσταση 30 μέτρων προπορευόταν ένας έφιππος χωροφύλακας, ενώ δύο άλλοι έφιπποι χωροφύλακες ήσαν πίσω (βλ. Βασιλ. Τζανακάρη, όπ.π., σελ. 96).

Σε κάποιο σημείο της διαδρομής, λίγο πριν φθάσουν στη Λαμία, τους είχαν στήσει ενέδρα, κρυμμένοι κάτω από μία γέφυρα, ληστές της συμμορίας του Παπακυριτσόπουλου. Τους αιφνιδίασαν, συνέλαβαν τους δύο δικαστικούς και τους γραμματείς τους, τους απήγαγαν και τράπηκαν άμεσα σε φυγή στα γειτονικά δάση. Αλλ’ ας αφήσουμε τον επιζήσαντα γραμματέα Βλαχογιώργο να μας διηγηθεί τα συμβάντα. Είναι από επιστολή που είχε στείλει στην εφημερίδα της Λαμίας «Ανεξάρτητος» το έτος 1935 (βλ. αυτήν εις Βασιλ. Τζανακάρη, όπ.π., σελ. 102-103):

«[…] κατά την εποχήν εκείνην γραμματεύς ων του εν Λαμία Πρωτοδικείου διετάχθην να μεταβώ εις Υπάτην προς συνάντησιν των δύο δικαστικών, ίνα χρησιμεύσω ως γραμματεύς της ανακρίσεως και αντικαταστήσω τον γραμματέα τότε της Εισαγγελίας Παπαδόπουλον, καθ’ όσον το γραφείο της Εισαγγελίας είχεν απόλυτον ανάγκην τούτου.

Την ιδίαν ημέραν της συλλήψεώς μας μετέβην εις Υπάτην [ότε] ο μακαρίτης Ροζάκης έλαβε τηλεγράφημα του τότε Εισαγγελέως Εφετών Σπανίδη, ευρισκομένου εις Δομοκόν, δια του οποίου ο πρώτος διετάσσετο να κατέλθη εις Λαμίαν δια συνεννόησιν. Ο Ροζάκης λοιπόν μετά του Παπαδόπουλου απεφάσισαν να κατέλθουν εις Λαμίαν, εγω δε μετά του Αγγελή και του λοχαγού Δημητρίου θα μεταβαίναμε εις Μεξιάτες προς εξακολούθησιν της ανακρίσεως». Αλλ’ εν τέλει απεφασίσθη να μεταβούν όλοι μαζί, δια Λιανοκλαδίου, στη Λαμία (βλ. την διήγηση, εις Βασιλ. Τζανακάρη, όπ.π., σελ. 102-103).

«Μετά τούτο ανεχωρήσαμεν εκείθεν δια Λαμίαν επιβάντες όλοι εντός της αμάξης […] Τρία-τέσσερα χιλιόμετρα έξωθι της Λαμίας, οι λησταί κρυμμένοι κάτωθι γεφύρας τινός ήρχισαν πυροβολούντες κατά των τριών εφίππων χωροφυλάκων των οποίων οι ίπποι αφηνιάσαντες εξηφανίσθησαν. Ακολούθως οι λησταί εσταμάτησαν την άμαξάν μας και μας εζήτησαν να κατέλθωμεν. Ενώ δε κατερχόμεθα εκτυπήθημεν όλοι με τα κοντάκια [των όπλων των ληστών]. Εμού του ιδίου έσπασαν το δεξί χέρι.

Επίσης ο ληστής Καλτσάς ή Ξηροτύρης όστις εχθρεύετο τον εισαγγελέα Ροζάκην διότι τον κατηγόρησεν ως εισαγγελεύς εις τινα δίκην, εκτύπησεν τούτον με ένα μικρό μαχαίρι. Μετά την σύλληψίν μας, μας οδήγησαν έως το βουνόν […] τότε δε διετάχθην εγώ μετά του Παπαδοπούλου να μεταβώμεν εις την Λαμίαν και να είπωμεν εις τον Νομάρχην να μην καταδιωχθούν, ενώ εκείνοι έλαβον την προς Όρθρυν άγουσαν» (βλ. την διήγηση, εις Βασιλ. Τζανακάρη, όπ.π., σελ. 103).

Η είδηση της αιχμαλωσίας των δύο δικαστικών «έπεσε σα βόμβα στην κοινωνία της Λαμίας» ((βλ. Βασιλ. Τζανακάρη, Οι Λήσταρχοι, εκδ. Μεταίχμιο, 2016, σελ. 99). Όλες οι αρμόδιες αρχές της πόλης άρχισαν να συσκέπτονται για το πώς πρέπει να ενεργήσουν, ενώ «εύποροι κάτοικοι της Λαμίας εξεδήλωσαν ομαδικώς την διάθεσιν να εξαγοράσουν δια λύτρων την ζωήν των αιχμαλώτων Δικαστικών» (βλ. Ν. Γερακάρη, πρ. Εισαγγελέως Εφετών Αθηνών, Σελίδες εκ της συγχρόνου ιστορίας, τόμ. 1ος, έκδ. ‘Ελευθέρου Ανθρώπου’, 1936, σελ. 110).

Ο Νομάρχης απορών περί του πρακτέου, δοθέντος ότι οι απαγωγείς ληστές, πλην της μη καταδίωξης αυτών, είχαν ζητήσει και αμνηστία όλων των μελών της ληστοσυμμορίας τους (βλ. Βασιλ. Τζανακάρη, όπ.π., σελ. 95), έστειλε κατεπείγοντα τηλεγραφήματα και ζητούσε εντολές από το αρμόδιο Υπουργείο των Εσωτερικών. Όμως το Υπουργείο αρνήθηκε κάθε συνεννόηση με τους απαγωγείς-ληστές, ακόμα κι αν αυτό έθετε σε κίνδυνο τις ζωές του Εισαγγελέα και του Ανακριτή.

Έτσι, έδωσε την ακόλουθη διαταγή στο Νομάρχη κι αυτός στη συνέχεια στον διοικητή των καταδιωκτικών αποσπασμάτων: «Εξοντώσατε ληστοσυμμορίαν πριν επέλθη το σκότος της νυκτός, αντί πάσης θυσίας» (Ν. Γερακάρης, όπ.π., σελ.110) ή σε εκτενέστερο τηλεγράφημα ήταν πιο σαφής ο Υπουργός Εσωτερικών προς τον Νομάρχη: «Καταδιώξατε αμειλίκτως ληστάς και μη φεισθήτε της ζωής αιχμαλώτων, αρκεί μόνον όπως εξοντωθεί ληστοσυμμορία, ήτις επί έτη τρομοκρατεί ολόκληρον Στερεάν Ελλάδα» (βλ. Βασιλ. Τζανακάρη, όπ.π., σελ. 99).

Με πίκρα και λύπη, σημειώνει ο Ν. Γερακάρης (που υπηρετούσε εκείνες τις μέρες ως εισαγγελέας πρώτου βαθμού) ότι η Κυβέρνηση «απεφάσισεν άνευ δισταγμών να θυσιάση […] τα δύο επίλεκτα και πολύτιμα ανώτερα όργανα της Δικαιοσύνης του τόπου» (Ν. Γερακάρης, όπ.π., σελ.110). Συνεπεία των ανωτέρων διαταγών τα αποσπάσματα άρχισαν να βάλλουν δια πυκνών πυρών και μπροστά σ’ αυτήν τη κατάσταση, ο αρχηγός της συμμορίας Παπακυριτσόπουλος δολοφόνησε εν ψυχρώ τον Εισαγγελέα Ροζάκη, ενώ ο Ανακριτής Αγγελής, τον οποίο οι ληστές είχαν βάλει ως ασπίδα, σκοτώθηκε από σφαίρα των καταδιωκτικών αποσπασμάτων*.

Ο θάνατος των δύο δικαστικών συγκλόνισε την ελληνική κοινή γνώμη και έγινε πρωτοσέλιδο σε όλες τις εφημερίδες. Χαρακτηριστικό ήταν το πρωτοσέλιδο της εφημερίδας «Ακρόπολις» την επομένη του φονικού: «Πρωτάκουστον εις τα ληστρικά χρονικά. –Η αιχμαλωσία και ο φόνος Εισαγγελέως και Ανακριτού. –Δίωρος μάχη Στρατού και ληστών. –Ποιοι εφόνευσαν τους αιχμαλώτους. –Η μεταφορά των νεκρών εις Λαμίαν. –Ο βίος δύο ληστών», ενώ στο πρωτοσέλιδο υπήρχαν και οι φωτογραφίες των δύο θυμάτων, με την σημείωση «Κατά παλαιάς φωτογραφίας, αφού ατυχώς δεν εύρωμεν νεωτέρας».

Η αναλγησία όμως του Κράτους μπροστά στις ζωές των δύο δικαστικών, δε μπορούσε να μείνει ασχολίαστη από τον Γεώργιο Σουρή, ο οποίος στην εφημερίδα «Μικρός Ρωμιός» έγραψε πολλούς στίχους γι’ αυτή, όπως οι εξής:

«Μα το Γκουβέρνο δεν τους λυπάται
Και παραγγέλνει «παιδιά χτυπάτε»!

Αλλάξτε τους την Παναγιά
Κι ας πετσοκόψουν ωσάν τραγιά,

Τους αιχμαλώτους τους δυστυχείς
Αφού ο βίος είναι βραχύς»

Σαράντα χρόνια μετά (41 για την ακρίβεια) το Ελληνικό Κράτος θυμήθηκε το αδίκως χυθέν αίμα των δύο δικαστικών και τους τίμησε σε ειδική τελετή. Έτσι, την Κυριακή 10 Φεβρουαρίου 1935, στις 11:00 το πρωί, στη μεγάλη αίθουσα του Κακουργιοδικείου της Λαμίας, «ο Υπουργός Δικαιοσύνης Ταλιαδούρος έκανε τα αποκαλυπτήρια των πορτρέτων του εισαγγελέα Λεωνίδα Ροζάκη και του ανακριτή Γεωργίου Αγγελή που είχαν αναρτηθεί προς τιμήν τους […] Το γεγονός είχε προσλάβει πανηγυρικό χαρακτήρα καθώς οι δύο δικαστικοί θεωρούνταν υπόδειγμα στον δικαστικό κόσμο και απολάμβαναν την αγάπη και τον σεβασμό όλων» (βλ. Βασιλ. Τζανακάρη, όπ.π., σελ. 95).

Το αθώο αίμα του Εισαγγελέα Ροζάκη και του Ανακριτή Αγγελή, μας θυμίζει στο διηνεκές τους κινδύνους του δικαστικού λειτουργήματος, τους οποίους εμείς μεν οι διακονούντες την δικαιοσύνη αναγνωρίζουμε, η σεβαστή όμως Πολιτεία μας ενίοτε ξεχνά…

 

*    Σημείωση “Λ.Τ.”: Αυτή η μάχη μεταξύ Αποσπάσματος και Ληστών, έλαβε χώρα στην περιοχή Μπεκί (σημερινός Σταυρός).

 

Ενημερωτικά δελτία

Ενημερωθείτε άμεσα από την εφημερίδα μας για τις τελευταίες ειδήσεις μέσα από την ηλεκτρονική σας διεύθυνση.

Μηνιαίο αρχείο ειδήσεων