ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ: Το Νέο Σπορ της Γραφειοκρατίας και της Κομματοκρατίας!
Γράφει ο
Γιώργος Καρανάσιος
gkaranasios24@gmail.com
Αν θέλουμε να μιλήσουμε σοβαρά για αξιολόγηση, πρέπει πρώτα να ξεκαθαρίσουμε:
Τι είδους αξιολόγηση;
Με ποιο σκοπό;
Με ποια κριτήρια;
Και κυρίως: από ποιους και πώς;
Σε μια χώρα όπου το κράτος συχνά λειτουργεί με πελατειακές λογικές, με προσχηματικούς ελέγχους και με γνώμονα πολιτικά οφέλη, πώς μπορεί να υπάρξει μια διαδικασία ουσιαστικής βελτίωσης και όχι μια νέα σκηνοθεσία;
Όταν το πολιτικό σύστημα γνωρίζει τα προβλήματα, αλλά αντί να τα λύνει τα εκμεταλλεύεται, τότε κάθε έννοια αξιολόγησης αδειάζει από περιεχόμενο.
Ακόμη χειρότερα: όσοι υπερασπίζονται με πάθος την εφαρμογή της αξιολόγησης φροντίζουν να εξαιρούν τους εαυτούς τους. Ζητούν αυστηρούς ελέγχους για όλους εκτός από εκείνους που τους σχεδιάζουν.
Όλα αυτά συμβαίνουν γιατί κανείς από τους εμπλεκόμενους δεν σκέφτεται να τοποθετήσει στο κέντρο της συζήτησης το μέλλον των παιδιών.
Δεν είναι τυχαίο ότι σε πολλούς τομείς του δημοσίου από τον ΟΠΕΚΕΠΕ έως την τραγωδία των Τεμπών και τις αξιολογήσεις στη Δημόσια Διοίκηση οι ευθύνες κουκουλώνονται, ενώ οι έλεγχοι αποδεικνύονται διακοσμητικοί.
Η αξιολόγηση, για να είναι ουσιαστική, δεν μπορεί να είναι μονόδρομος. Δεν είναι δυνατόν να αφορά μόνο τον εκπαιδευτικό που βρίσκεται καθημερινά στην τάξη, παλεύοντας με ελλείψεις, με προγράμματα εκτός πραγματικότητας, με διδακτικά μέσα ανεπαρκή και χώρους ακατάλληλους.
Η αξιολόγηση οφείλει να είναι αμφίδρομη. Οι εκπαιδευτικοί πρέπει να έχουν λόγο στην αξιολόγηση, και οι αξιολογητές να αξιολογούνται.
Βασική αρχή πρέπει να είναι η ανατροφοδοτική προσέγγιση και η ποιοτική αναβάθμιση όλων των συντελεστών της εκπαιδευτικής διαδικασίας. Για αυτό τίθενται τα ερωτήματα:
Πώς μπορούν να αξιολογούν όσοι έχουν εγκαταλείψει την τάξη εδώ και δέκα ή είκοσι χρόνια ή δεν είχαν καμία σχέση με σχολική τάξη;
Πώς γνωρίζουν τη σύγχρονη σχολική πραγματικότητα όσοι έχουν περιοριστεί στα γραφεία;
Αν υπάρχει ειλικρίνεια, τότε η λύση είναι απλή: περιορισμένη θητεία στα διοικητικά και συμβουλευτικά καθήκοντα και επιστροφή στην τάξη ανά σχολικά διαστήματα.
Μόνο έτσι διατηρείται η επαφή με τις ανάγκες και τις δυσκολίες της τάξης, του σχολείου.
Η επιλογή αξιολογητών θα έπρεπε επίσης να γίνεται με αντικειμενικά κριτήρια και μέσω ΑΣΕΠ, ώστε να εξασφαλίζεται διαφάνεια, αξιοπιστία και σύνθεση αξιολογικών παραμέτρων για πραγματική αξιοκρατία στην εκπαίδευση.
Αντί γι’ αυτά, επιχειρείται η καθιέρωση μιας νέας γραφειοκρατίας:
δειγματικές διδασκαλίες θεατρικές παραστάσεις, αποκομμένες από την καθημερινότητα, κρινόμενες από ανθρώπους που έχουν πάψει να μπαίνουν σε τάξη.
Μια διαδικασία προσχηματική και βαθιά προσβλητική, που μετατρέπει τον εκπαιδευτικό σε «ηθοποιό» της νέας αξιολόγησης.
Ο εκπαιδευτικός καλείται να «παίξει» σε επικοινωνιακές ασκήσεις και σε «αξιολογήσεις βιτρίνας».
Δεν είναι τυχαίο ότι πολλοί συμμετέχοντες νιώθουν πως κρίνονται από καριερίστες υπαλλήλους, οι οποίοι υπηρετούν περισσότερο την εκάστοτε εξουσία παρά την εκπαίδευση.
Και όλα αυτά την ώρα που οι πραγματικές παθογένειες μένουν άθικτες:
Προγράμματα σπουδών ξεπερασμένα. Βιβλία προβληματικά. Ύλες εξωπραγματικές. Κενά εκπαιδευτικών που παραμένουν για μήνες. Χρηματοδότηση μόνιμα ανεπαρκής.
Σ’ ένα τέτοιο πλαίσιο, τι αξία έχει να κρίνεις τον εκπαιδευτικό;
Τι νόημα έχει να απαιτείς «αποτελεσματικότητα», όταν το ίδιο το κράτος τον υπονομεύει συστηματικά;
Η σημερινή διαδικασία αξιολόγησης δεν βελτιώνει, αντιθέτως, καλύπτει τις ευθύνες εκείνων που διαμόρφωσαν το αδιέξοδο και φορτώνει τα βάρη σε αυτούς που κρατούν το σχολείο όρθιο.
Ο κίνδυνος είναι προφανής: η αξιολόγηση, αντί να συμβάλλει στην πρόοδο, μετατρέπεται σε εργαλείο κατηγοριοποίησης σχολείων, σε μοχλό υποχρηματοδότησης και σε μέσο πίεσης για όσους εκπαιδευτικούς δεν συμμορφώνονται με τις πολιτικές εντολές.
Έτσι, μια θεμιτή έννοια μετατρέπεται σε προσχηματική διαδικασία που ξεπλένει ευθύνες και βαθαίνει την κρίση.
Η αξιολόγηση ως ιδέα και πρακτική δεν είναι αρνητική.
Θα μπορούσε να αποτελέσει εργαλείο αυτογνωσίας, προόδου και ποιοτικής αναβάθμισης.
Όμως αυτό που εφαρμόζεται σήμερα δεν έχει καμία σχέση με αυτή την προοπτική. Είναι ψεύτικο, γραφειοκρατικό, άδικο. Αντί να υπηρετεί το σχολείο, το εκμεταλλεύεται. Αντί να βελτιώνει την εκπαίδευση, τη χρησιμοποιεί ως άλλοθι.
Η ουσιαστική αξιολόγηση μπορεί να υπάρξει μόνο αν στηριχθεί στην ειλικρίνεια, στη συμμετρία και στην ουσιαστική εμπλοκή όλων, με αξιοκρατία.
Κυρίως, μπορεί να υπάρξει μόνο αν το ίδιο το κράτος θελήσει πρώτα να διορθώσει τις δικές του χρόνιες παθογένειες.
Διαφορετικά, θα παραμείνει ένα ακόμη εργαλείο πολιτικής σκοπιμότητας, μακριά από κάθε ειλικρινή προσπάθεια βελτίωσης του δημόσιου σχολείου.
Υ.Γ1. Από τους 22.000 εκπαιδευτικούς που αξιολογήθηκαν ατομικά μέχρι τώρα, μόλις 6 κρίθηκαν «μη ικανοποιητικοί», σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία του Υπουργείου Παιδείας.
Η βαθμολογία «άριστα» δίνεται στο 99% των περιπτώσεων, ακυρώνοντας κάθε έννοια αξιολόγησης.
Περίπου 2.500 εκπαιδευτικοί δεν έχουν ακόμη αποδεχθεί την αξιολόγησή τους, ενώ προβλέπονται κυρώσεις με τον νέο νόμο που ετοιμάζει το Υπουργείο Εσωτερικών.
Υ.Γ2. Στην πλειονότητα των ευρωπαϊκών εκπαιδευτικών συστημάτων, κύριος στόχος της αξιολόγησης είναι η παροχή ανατροφοδότησης.
Η επιβολή κυρώσεων ή η παροχή κινήτρων δεν αποτελούν τον κανόνα στις χώρες της Ε.Ε.
Η αξιολόγηση, σε κεντρικό ή τοπικό επίπεδο, εφαρμόζεται στο 90% των ευρωπαϊκών χωρών με στόχο τη βελτίωση, όχι την τιμωρία.
Υ.Γ3. Η κοινωνία γνωρίζει ότι η κομματοκρατία και η αναξιοκρατία κυριαρχούν και πως κάθε «αξιολόγηση» είναι προσχηματική.
Γι’ αυτό, ενώ οι ανάγκες είναι πραγματικές και πιεστικές, απουσιάζουν οι προϋποθέσεις για την ικανοποίησή τους.
Αυτή η έλλειψη δικαιοσύνης κρατά τη χώρα βυθισμένη στον βούρκο.
Κανείς δεν πιστεύει πλέον ότι το αναγκαίο μπορεί να γίνει με τρόπο δίκαιο.
Η δυσπιστία αυτή παραλύει ανθρώπους, υπηρεσίες και συνολικά την κοινωνία, οδηγώντας αναπόφευκτα σ’ ένα κακό και προδιαγεγραμμένο τέλος.
Υ.Γ4. Ο θεσμός του Επιθεωρητή, που για 150 χρόνια λειτουργούσε ως μηχανισμός ελέγχου και φόβου (η παιδαγωγική κρίση υποτασσόταν στη διοικητική ιεραρχία), εστίαζε στον εκπαιδευτικό και όχι στις πραγματικές ανάγκες του σχολείου, καταπνίγοντας τη δημιουργικότητα και τη δημοκρατία. Μετά την κατάργησή του το 1982, η αξιολόγηση επέστρεψε με νέα πρόσωπα και «μοντέρνα» εργαλεία, συχνά όμως με την ίδια αυθαιρεσία, όπου η αξιοκρατία υποκαταστάθηκε από κομματικά παιχνίδια και προσχηματικές διαδικασίες - ένα σύστημα που ευνόησε τη γραφειοκρατία, το πελατειακό δίκτυο, με το κομματικό πελατολόγιο συντηρώντας καριερίστες.
Ωστόσο, δεν έλειψαν οι εξαιρέσεις εκείνων που υπηρέτησαν το έργο τους με ήθος, ευθύνη και πίστη στην παιδαγωγική ουσία, καθώς και εκπαιδευτικών που προτίμησαν να μείνουν στην τάξη τους, αρνούμενοι να υποκύψουν στη λογική της καριέρας, στο κυνηγητό χαρτιών και των κομματαρχών.



Αριθμός Πιστοποίησης: Μ.Η.Τ. 242014

