Καθημερινή Αδέσμευτη Εφημερίδα

 

Χρονικό : Ο ΒΟΜΒΑΡΔΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΛΑΜΙΑΣ (18 ΑΠΡΙΛΙΟΥ 1941) ΚΑΙ ΤΑ ΘΥΜΑΤΑ ΤΟΥ

Γράφουν: Νίκος Δαβανέλλος, Κωνσταντίνα Τσούμα και Γιώργος Σταυρόπουλος

 

• Στις 18 Απριλίου του 1941, ημέρα Μεγάλη Παρασκευή, βομβαρδίστηκε η Λαμία από τα χιτλερικά στρατεύματα. Έχουν συμπληρωθεί 83 χρόνια από τότε. Αναδημοσιεύουμε από τα «Φθιωτικά Χρονικά» του Δημητρίου Νάτσιου, το παρόν άρθρο, για να θυμηθούμε ξανά το γεγονός και για την μνήμη των αδικοχαμένων συμπολιτών μας.

 

«Η Ελλάς από της έκτης πρωϊνής της σήμερον ευρίσκεται εις εμπόλεμον κατάστασιν προς την Ιταλίαν (…) Αι ιταλικαί στρατιωτικαί δυνάμεις προσβάλλουν από της 05:30 ώρας της σήμερον τα ημέτερα τμήματα προκαλύψεως της Ελληνοαλβανικής Μεθορίου. Αι ημέτεραι δυνάμεις αμύνονται του Πατρίου εδάφους.”

ΜΕ ΑΥΤΟΝ ΤΟΝ ΤΡΟΠΟ ΜΑΘΑΙΝΕΙ Ο ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ λαός στις 28/10/1940  ότι η χώρα του μπαίνει σε μια καινούρια περιπέτεια, χωρίς, βέβαια, να μπορεί να φανταστεί όλα αυτά που θα επακολουθούσαν… Ο ιταλικός στρατός εισβάλλει από την ήδη κατεχόμενη Αλβανία σε ελληνικά εδάφη κι έτσι ξεκινά ο Ελληνοϊταλικός Πόλεμος. Οι στρατιωτικές επιχειρήσεις διαδραματίστηκαν σε τρεις φάσεις: 1η:  Αρχική ιταλική επίθεση (28 Οκτωβρίου 1940 - 13 Νοεμβρίου 1940), 2η: Ελληνική αντεπίθεση και ακινητοποίηση (14 Νοεμβρίου 1940 - 8 Μαρτίου 1941). 3η: Εαρινή ιταλική επίθεση (9 Μαρτίου 1941 - 23 Απριλίου 1941).  Εν τω μεταξύ, στις 16/11 ο Τσώρτσιλ στέλνει βρετανικά στρατεύματα από τη Βόρεια Αφρική στην Ελλάδα, ενώ στις 19/11 οι έλληνες συνεχίζουν την επέλαση και στις 22 παίρνουν την Κορυτσά και ακολουθούν το Πόγραδετς, οι Άγιοι Σαράντα και το Αργυρόκαστρο. Στις 28/12 οι Ιταλοί ζητούν τη βοήθεια των συμμάχων τους Γερμανών, οι οποίοι στις 6/4/41 εισβάλλουν στην Ελλάδα. Στις 12/4 αρχίζει η υποχώρηση του ελληνικού στρατού για να μην περικυκλωθεί από την προέλαση των γερμανικών στρατευμάτων. Παράλληλα, υποχωρεί και το βρετανικό σώμα προς τα νότια, καταδιωκόμενο από τις δυνάμεις του άξονα και ιδιαίτερα από τη γερμανική αεροπορία, που βομβαρδίζει ανηλεώς κατοικημένες και μη περιοχές της χώρας. Ακολουθεί η συνθηκολόγηση με τους Γερμανούς -20/4/1941- και με τους Ιταλούς -23/4/1941- ημερομηνίες κατά τις οποίες τέλειωσε τυπικά ο πόλεμος.

* * *

18/4/1941, Λαμία,  Μ. Παρασκευή. Μια ασυνήθιστη ησυχία για την πόλη έχει απλωθεί παντού. Τα παιδιά δεν έχουν βγει για να πουν το «Σήμερα μαύρος ουρανός, σήμερα μαύρη μέρα» γιατί σε λίγο ο ουρανός θα μαυρίσει, όχι από το Θείον Πάθος, αλλά από τα γερμανικά στούκας, που θα τον σκεπάσουν από τη μια άκρη ως την άλλη. Τις προηγούμενες ημέρες οι ειδήσεις για την κάθοδο των κατοχικών στρατευμάτων και οι συχνοί συναγερμοί από τις σειρήνες που υπήρχαν στην πόλη, είχαν δημιουργήσει ανησυχίες στην κοινωνία της Λαμίας. Οι ανησυχίες έγιναν πιο έντονες λίγο πριν τις 18/4 από τις αναγνωριστικές πτήσεις των γερμανικών αεροπλάνων και τους μεμονωμένους βομβαρδισμούς που έγιναν στα πέριξ της Λαμίας.

Ο Ευθ. Χριστόπουλος γράφει ότι την 17η Απριλίου: «ακούσαμε τον τελάλη της Λαμίας να καλεί τους Λαμιώτες μακριά από τη Λαμία το αυριανό πρωινό της Μεγάλης Παρασκευής, γιατί γερμανικά αεροπλάνα θα τη βομβάρδιζαν.» [Ευθ.Χριστόπουλος 2011]

Έτσι, λοιπόν, αρκετοί από τους κατοίκους της πόλης είχαν ήδη φύγει στα γύρω χωριά, για να προστατευθούν, παίρνοντας μαζί τους λίγες προμήθειες και χρήματα. Η πόλη ίσως θα μπορούσε να έχει εκκενωθεί εντελώς, πολλοί όμως έπεσαν θύμα της ευπιστίας τους στην άποψη των καλοθελητών που θεωρούσαν τους Γερμανούς ανώτερους και πολιτισμένους ως έθνος…

Όπως γράφει ο Γεώργιος Καραγιάννης [Γ.Καραγιάννης, «Το σταματημένο ρολόι»] «στην ώρα 10η πρωινή σημαίνουν οι σειρήνες συναγερμό, ο ουρανός της Λαμίας και της υπαίθρου γεμίζει από γερμανικά στούκας και αφού διαγράφουν 4-5 αναγνωριστικούς γύρους, αρχίζουν το βομβαρδισμό της πόλης στους κεντρικούς δρόμους και σε σημεία που νόμιζαν ότι κάτι θα υπάρχει [..] Ο κόσμος τις στιγμές αυτές έφευγε προς κάθε κατεύθυνση, έξω από την πόλη αλλά και προς μερικά υπόγεια που είχαν επισημανθεί εκ των προτέρων ως καταφύγια. [..] Έπεσαν αρκετές βόμπες γύρω στο Παρθεναγωγείο (σημερινό 6ο Γυμνάσιο), στην πλατεία Ελευθερίας, στρατώνες της Μεγάλης Βρύσης, της Ξηριώτισσας και του Παγκρατίου, σε άλλα σημεία εντός της πόλεως, στους δρόμους προς Αθήνα –Θερμοπύλες, Στυλίδα και φυσικά στον Σιδηροδρομικό σταθμό. Παντού έγιναν μεγάλες ζημιές με θύματα ανθρώπινες ζωές. Μια βόμπα έπεσε σε ασβεσταποθήκη στην οδό «Σατωβριάνδου», που στο υπόγειό τους κατέφυγαν μερικοί, που σκοτώθηκαν. Στη «Ρήγα Φεραίου» έπεσαν εμπρηστικές και προξένησαν πυρκαγιά. Και άλλες ζημιές είχε η πόλη και άλλα θύματα μαθεύτηκαν αργότερα. Όμως δεν έπρεπε να βομβαρδισθεί η Λαμία αφού οι λίγοι Εγγλέζοι που ήταν στην πόλη έφυγαν την προηγούμενη ημέρα για Χαλκωμάτα – Θερμοπύλια και ελληνικός στρατός δεν υπήρχε καθόλου, μόνο λίγη αστυνομία».

 

Η οδός «Αγίου Νικόλαου» (βομβαρδισμένη).

 

Ο Ευθύμιος Χριστόπουλος, σε παιδική ηλικία τότε, περιγράφει την περιπέτεια της οικογένειάς του την ώρα του βομβαρδισμού κι ενώ βρισκόταν λίγο έξω από τη Λαμία πηγαίνοντας προς Υπάτη [Ε.Χριστόπουλος 2011]:

«Περνώντας τη δυτική άκρη, ακούσαμε έναν θόρυβο. Καταλάβαμε ότι προερχόταν από θόρυβο αεροπλάνου και είδαμε ανατολικό να έρχεται πράγματι ένα αεροπλάνο από την κατεύθυνση του σιδηροδρομικού Σταθμού. Σταθήκαμε για λίγο. Το είδαμε να κάνει μια βόλτα και ύστερα να γυρίζει και να αρχίζει να πολυβολεί προς το μέρος μας. Αμέσως ο πατέρας μας τράβηξε προς τα εκεί που ήταν οι σιδηροδρομικές γραμμές, πλάι μας. Μας πέρασε στην άλλη γραμμή από εκείνη που ερχόταν το αεροπλάνο και μας είπε να πέσουμε κάτω πλάι στις πέτρες που είχαν για να στηρίζονται οι γραμμές. Η μάνα μου έριξε πάνω μας μια ζακέτα της να μας γλυτώσει από τις σφαίρες!... Το αεροπλάνο πέρασε πολυβολώντας και τράβηξε νότια. Ο πατέρας μου, βλέποντας ένα γεφυράκι που ήταν εκεί για το τρένο, λίγο δυτικότερα από το σημερινό «Γαλαξία», μας φώναξε να τρέξουμε και να χωθούμε κάτω απ’ αυτό. Έτσι, το αεροπλάνο όταν έφτασε πάλι εκεί, δεν μας είδε και έφυγε ανατολικά.  Αφού βεβαιωθήκαμε ότι είχε χαθεί, βγήκαμε πάλι στο δρόμο για να συνεχίσουμε δυτικά.  Δεν είχαμε προχωρήσει πολύ, όταν φτάνοντας στο πρώτο τότε σπίτι με δύο πατώματα, ακούσαμε θόρυβο των αεροπλάνων. Βγήκαμε απ’ το δρόμο και πήγαμε στο σπίτι. Από εκεί είδαμε τον ουρανό να κατακλύζεται από αεροπλάνα πάνω από τη Λαμία. Ώσπου να κάνουμε έτσι, βλέπουμε αεροπλάνα να ξεχωρίζουν, απ’ τα πολλά, και ένα - ένα να επιχειρούν βουτιές προς τα κάτω, να τα χάνουμε πίσω από το Λόφο του Αγίου Λουκά και μετά να ακούμε εκρήξεις. Είχαμε καταλάβει ότι ο βομβαρδισμός της Λαμίας είχε αρχίσει και συνεχιζόταν. Μετά τη δεύτερη και τρίτη βουτιά, αρχίσαμε να βλέπουμε και καπνούς να ανεβαίνουν προς τα επάνω. Και νοτιοανατολικά του Αγίου Λουκά αρχίσαμε να βλέπουμε κάπου - κάπου και φωτιές. Καπνοί και φωτιές δημιουργούσαν μια πραγματική κόλαση που συνοδευόταν και από το θόρυβο των αεροπλάνων.»

 

Η οδός «Δροσοπούλου» (βομβαρδισμένη).

* * *

Ο βομβαρδισμός της Λαμίας ήταν πια γεγονός. Τα γερμανικά αεροπλάνα επί δύο μέρες βομβάρδιζαν την πόλη με αποτέλεσμα τον θάνατο 11 πολιτών, την ερείπωση πολλών κτηρίων  και τον τρόμο ανεξίτηλα χαραγμένο στα βλέμματα των ανθρώπων. Ανάμεσα στα κτίρια που επλήγησαν ιδιαίτερα ήταν το Δημόσιο Ταμείο, η Λαϊκή Τράπεζα, τα κτίριο Μουρκανάτου, Ζαγγογιάνη, Σπυρόπουλου και το δικαστικό μέγαρο, έργο του Τσίλλερ. Μετά την Κατοχή, η πρόσοψη του κτηρίου αυτού πήρε μια άλλη μορφή διαφορετική της αρχικής, πιο απλοποιημένη. Το 2018 ανακοινώθηκε από την Περιφέρεια Στερεάς Ελλάδας ότι έχει ενταχθεί σε πρόγραμμα ανακαίνισης. Ελπίζουμε οι μελετητές του προγράμματος να πάρουν υπόψη τους την αρχική μορφή του κτιρίου και να την αποκαταστήσουν σύμφωνα με το σχέδιο του Τσίλλερ.  Ο Σιδ. Σταθμός της πόλης επλήγη και αυτός και το ρολόι του σταμάτησε να λειτουργεί στις 10:15, ώρα του βομβαρδισμού, και για πολλά χρόνια είχε μείνει μάρτυρας της γερμανικής αεροπορικής επιδρομής στη Λαμία. Οι κεντρικοί δρόμοι της πόλης όπως και πολλά σημεία αναφοράς για τους κατοίκους βομβαρδίστηκαν κι έτσι σπίτια, αποθήκες, καταστήματα, καταστράφηκαν ολοσχερώς ή εν μέρει, όπως και οι στρατώνες της Μεγάλης Βρύσης, της Ξηριώτισσας και του Παγκρατίου. Παράλληλα, υπήρξαν κατά τόπους και πυρκαγιές από εμπρηστικές βόμβες, όπως προαναφέραμε.

Στην πλατεία Ελευθερίας καταστράφηκαν πολλά κτήρια, όπως και το κτήριο της Νομαρχίας (σημερινής Περιφέρειας), ενώ φωτογραφίες δείχνουν και το ναό του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου, τον Μητροπολιτικό Ναό της Λαμίας, να έχει εμφανή «τραύματα»  από τα θραύσματα των βομβών. Μια βόμβα έπεσε πολύ κοντά στον ανδριάντα του Αθ. Διάκου, στην οδό Δυοβουνιώτου αλλά ευτυχώς χωρίς να καταστρέψει το γλυπτό. [Μαρτυρία Νικ. Τσιμπάνου]

Ιδιαίτερα επλήγη και ο σιδηροδρομικός Σταθμός του Λιανοκλαδίου, αφού εκεί υπήρχαν σταθμευμένα τρένα γεμάτα με εφόδια του ελληνικού στρατού, ενώ λίγο πιο δυτικά, πάνω από το Αμούρι, υπήρχαν στρατιωτικός καταυλισμός των Βρετανικών δυνάμεων. [Μαρτυρία Νικ. Τσιμπάνου].

Ο λοχίας Lawson Youman, γράφει στο ημερολόγιό του ότι καθώς οδηγούσε νότια στις 18/4, παρακολούθησε την καταστροφή της Λαμίας από τη Luftwaffe. Καθώς πέρασε από την πόλη λίγο πριν την επιδρομή, είδε εκατοντάδες γυναικόπαιδα στιβαγμένα κατά μήκος των δρόμων. Παρακολουθώντας τις βόμβες να χτυπούν, φαινόταν σαν η Λαμία να «πετούσε στον σέρα» και ο Youman, ένιωσε ότι πολλά από αυτά θα έπρεπε να είχαν σκοτωθεί ή διαμελισθεί.

Από τον αριθμό των 11 νεκρών που αναφέρουν οι μαρτυρίες, δεν έχουν καταγραφεί επίσημα όλα τα ονόματα γιατί ορισμένοι από αυτούς τάφηκαν εσπευσμένα σε ομαδικούς τάφους αρκετά μετά τον βομβαρδισμό. Η αιτία της βιαστικής ταφής είναι το γεγονός ότι είχαν παραμείνει για αρκετές ημέρες μισοχωμένοι στα ερείπια των κατεστραμμένων κτιρίων.

 

Το «Δικαστικό Μέγαρο» (βομβαρδισμένο)

 

Ο Γ. Χουλιάρας [Γ.Χουλιάρας 2006] έχει καταγράψει τα εξής ονόματα: Π. Κρανιώτης από τους Καλαρρύτες, Μ. Καραμήτσου από τον Μπράλο, Η. Λώλος από το Καρπενήσι, Γ. Ψαρράς από τη Λαμία, Μ. Παλαμιώτης από τη Λάσπη, Η. Πιλάλης από το Κυριακοχώρι και Γ. Αλιβέριος από την Άρτα. Δύο ακόμη θύματα ήταν οι: Γεώργιος Φλέσσας, από την Μεγάλη Κάψη, εστιάτορας στη Λαμία και ο Γεώργιος Παπαγιάννης, επίσης εστιάτορας.  Ο Παπαγιάννης είχε νυμφευθεί την αδερφή του Φλέσσα Βασιλική, η οποία τραυματίστηκε σοβαρά τη μέρα εκείνη, αλλά κατάφερε να ζήσει με μια ελαφρά αναπηρία στο πόδι. Για την ιστορία των δύο συγγενών του γράφει ο εγγονός του πρώτου, Γεώργιος Φλέσσας:

«Ξαφνικά, γύρω στις 10.30 το πρωί, τους ήχους της πόλης σκέπασε ο βόμβος από τους κινητήρες δεκάδων γερμανικών αεροπλάνων. Αυτήν τη φορά ακουγόντουσαν πολύ πιο κοντά. Αυλάκωναν τον καταγάλανο ουρανό, σε μικρούς σχηματισμούς και κατευθύνονταν προς την πόλη. Ήταν φανερό: δεν ήταν διερχόμενα, ερχόντουσαν για να βομβαρδίσουν τη Λαμία. Η μεγάλη σειρήνα του Ηλεκτρικού Εργοστασίου χτύπησε συναγερμό. Οι άλλες σειρήνες της αεράμυνας άρχισαν να ουρλιάζουν. Ο κόσμος άρχισε να τρέχει πανικόβλητος για να προφυλαχτεί στα λιγοστά καταφύγια, στα υπόγεια, όπου μπορούσε. Χάος! Ο Γιώργος, η Βασιλική κι ο άλλος Γιώργος μαζί με τους λιγοστούς συνταξιδιώτες στριμώχτηκαν μέσα στο μαγαζί (σημ. στο Πρακτορείο για τον Άη Γιώργη, τέρμα Βύρωνος), καθώς δεν προλάβαιναν να φτάσουν σε κάποιο κοντινό καταφύγιο. Σταυροκοπήθηκαν και περίμεναν… Τα αεροπλάνα –“στούκας” όπως είπαν μετά– άρχισαν να κάνουν κύκλους πάνω από τη Λαμία, σαν γεράκια που ζυγιάζουν το θήραμα τους. Μετά από λίγο, ξέκοψαν ένα-ένα και ξεκίνησαν τις εφορμήσεις. Κατέβαιναν από ψηλά σχεδόν κάθετα και μόλις πλησίαζαν κοντά στο έδαφος, άφηναν το θανάσιμο φορτίο τους και ξανακέρδιζαν ύψος. Το δαιμονισμένο θόρυβο των κινητήρων, ακολουθούσε το σφύριγμα της βόμβας και λίγα δευτερόλεπτα μετά η εφιαλτική έκρηξη, τραντάζοντας συθέμελα τη γη, γκρεμίζοντας τα κτήρια, λιώνοντας τα σίδερα, σκοτώνοντας και τραυματίζοντας τους ανθρώπους. Εκρήξεις, φωτιές, θάνατος! Σύννεφα σκόνης, μαύρος καπνός, χαλάσματα, ουρλιαχτά απόγνωσης, κραυγές για βοήθεια, πράγματα να καίγονται και μαζί η φριχτή μυρωδιά της καμένης σάρκας. Οι εφορμήσεις συνεχίστηκαν ξανά και ξανά μέχρι που τα “στούκας” άδειασαν όλο το φονικό τους φορτίο. Αφού τελείωσαν την ανελέητη αποστολή τους, τα αεροπλάνα πέταξαν για λίγο πάνω από την πόλη, σαν να ήθελαν να καμαρώσουν το καταστροφικό τους έργο και ένα ένα –όπως είχαν έρθει– πέταξαν μακριά, ώσπου χάθηκαν στον ορίζοντα.» [..]

«Πλησιάζει (σημ. ο Λεωνίδας Παπαγιάννης, ερχόμενος από το χωριό) προς το μαγαζί και μένει εμβρόντητος! Ερείπια. Χαλάσματα, που καπνίζουν. Κοιτάζει γύρω μήπως και δει κανένα γνωστό. Λίγο πιο κάτω βλέπει δυο-τρεις περίοικους που αναμετρούν την καταστροφή και κουβεντιάζουν χαμηλόφωνα, κουνώντας τα κεφάλια τους. Τους πλησιάζει. “Τι έγινε εδώ, ρε παιδιά”, τους ρωτάει. “Εδώ ακριβώς έπεσε η βόμβα. Όλοι όσοι ήταν τριγύρω σκοτώθηκαν”, τού λένε. “Όλοι! Τους πήρε η δημαρχία”. “Όχι όλοι!”πετάγεται ένας άλλος “Τα ξημερώματα βρήκαν κάτω απ’ τα χαλάσματα μια γυναίκα. Ήταν ακόμα ζωντανή. Την πήραν”. Ποιοί σκοτώθηκαν; Ποιά ήταν η γυναίκα; Δεν ήξεραν…Φεύγει τρέχοντας προς το κέντρο να ρωτήσει, να μάθει. Στα καφενεία γύρω από το Πάρκο συναντά γνωστούς. Αποφεύγουν να τον κοιτάξουν κατάματα. Η σιωπή τους τα λέει όλα. Σκοτώθηκε ο Γιώργος –τον είχαν βρει από τους πρώτους, καθώς η έκρηξη τον είχε πετάξει προς τα έξω. Σκοτώθηκε κι η Βασίλω κι ο αδελφός του ο Γιώργος. Πάνε! Ορφάνεψαν δυό σπίτια.» Συνεχίζοντας γράφει παρακάτω: «Φτάνει στο Νοσοκομείο. Χάος κι εκεί. Τραυματίες από το μέτωπο, βασανισμένοι, ψειριασμένοι, με κρυοπαγήματα, με άρβυλα ανοιγμένα μπροστά, με δάχτυλα μελανιασμένα, μαύρα. Τραυματίες από το βομβαρδισμό, χτυπημένοι, καμένοι. Γιατροί και νοσοκόμες ολόγυρα κάνουν ότι μπορούν. Ρωτάει: “Μήπως φέρανε μια γυναίκα από τα χαλάσματα του βομβαρδισμού. Βασιλική τη λένε”. Ψάχνει ένα-ένα τα κρεβάτια, τα φορεία. Ξαναρωτάει. Και ξαφνικά σε ένα θάλαμο με δεκάδες τραυματίες, τη βλέπει, σε ένα κρεβάτι, άσχημα χτυπημένη, μελανιασμένη, με γρατζουνιές παντού, μαύρη απ’ τον καπνό, με ορούς και με το ένα της πόδι τυλιγμένο σε καταματωμένους επιδέσμους. Την παρατηρεί να κοιμάται ανήσυχα και να βογκάει σιγανά μέσα στον ύπνο της. Ρωτάει τις νοσοκόμες. Ψάχνει τριγύρω να βρει ένα γιατρό για να μάθει τι γίνεται. Περιμένει έξω από τα χειρουργεία. Γιατροί, νοσοκόμες και τραυματιοφορείς μπαίνουν και βγαίνουν συνέχεια. Φορεία με τραυματίες αραδιασμένα εδώ κι εκεί. Παντού αίμα, βογγητά, πόνος. Ρωτάει όποιον βλέπει, ξαναρωτάει. Τον κοιτούν με μάτια κουρασμένα. Επιτέλους, βρίσκει ένα γιατρό που μοιάζει να θυμάται την τραυματισμένη γυναίκα. Δείχνει κατάκοπος. Φοράει μια ιατρική μπλούζα που μόνο λευκή δεν είναι. “Τη θυμάμαι”, του λέει. “Είναι η γυναίκα που φέραν το πρωί. Μάς είπαν ότι τη βρήκαν θαμμένη, στα ερείπια. Τη χειρουργήσαμε. Κάναμε ό,τι μπορούσαμε περισσότερο. Η γυναίκα σου είναι;”

“Όχι, όχι, η αδελφή μου είναι” απάντησε ο Λεωνίδας. Κι ο γιατρός συνέχισε: “Είναι άσχημα χτυπημένη και το πόδι μάλλον θα το χάσει. Είναι νωρίς για να ξέρουμε αν θα τη γλιτώσει…” Ο Λεωνίδας, αφού ευχαρίστησε το γιατρό, ξαναπέρασε να δει τη Βασιλική και κατόπιν πήρε αργά το δρόμο για το κέντρο της πόλης. Εκεί συνάντησε κι άλλους γνωστούς, φίλους, γείτονες. Είχαν όλοι πληροφορηθεί τη θλιβερή είδηση. Αποφάσισε να γυρίσει στο χωριό. Στη Λαμία δεν υπήρχε τίποτα που να μπορούσε να προσφέρει. Στο χωριό, όμως, τον είχαν ανάγκη. Καλύτερα να μάθαιναν από τον ίδιο τα σπαρακτικά νέα. Έτσι κι αλλιώς οι φήμες δεν θα αργούσαν να φτάσουν και στο χωριό. Καλύτερα να ήταν εκεί.»

 

«Ληξιαρχική Πράξις θανάτου» του Πέτρου Αθ. Κρανιώτη Αριθμ. 72 / (9/5/1941), Λαμία. (Τέτοιες Πράξεις συντάχθηκαν και για άλλα θύματα).

 

* * *

Απλοί άνθρωποι της καθημερινότητας βρήκαν τον θάνατο εκείνη την Μ. Παρασκευή, που εκτός από μεγαλύτερη ημέρα πένθους της χριστιανοσύνης, έγινε και θλιβερή επέτειος του βομβαρδισμού της πόλης. Οι νεκροί δεν αποτελούν απλές ληξιαρχικές πράξεις θανάτου, αλλά απτές αποδείξεις της ωμής πραγματικότητας της εποχής. Αποτελούν τεκμήρια εγκλημάτων κατά της ανθρωπότητας.

Φυσικά, από το πλάνο δεν θα έλειπαν και εκείνοι που βρήκαν ευκαιρία να εκμεταλλευτούν την κατάσταση. Μετά τον βομβαρδισμό ξεκίνησαν οι αρπαγές και οι λεηλασίες των άδειων σπιτιών και καταστημάτων που άφησαν πίσω τους οι κάτοικοι που έφυγαν για να σωθούν. Στις Θερμοπύλες, τα βρετανικά στρατεύματα προβάλλουν σθεναρή αντίσταση, προξενώντας υλικές καταστροφές στα γερμανικά στούκας, με σκοπό να καθυστερήσουν τους Γερμανούς και να επισπεύσουν την αποχώρησή τους αλλά δεν τα καταφέρνουν. Πολλοί ξένοι στρατιώτες, μη μπορώντας να φύγουν έγκαιρα ανέβηκαν στα βουνά Οίτη, Καλλίδρομο, Όρθρυς  για να αποφύγουν την αιχμαλωσία τους από τους Γερμανούς. Οι κάτοικοι των κοντινών χωριών έκρυψαν πολλούς από αυτούς στα σπίτια τους και τους φρόντισαν έως ότου εκείνοι δραπετεύσουν για τη Μέση Ανατολή.  [Γ. Χουλιάρας 2006]. Μήνες μετά τους βομβαρδισμούς ο τοπικός τύπος της εποχής ενημέρωνε τους πολίτες της Λαμίας για την επικείμενη κατεδάφιση των κατεστραμμένων κτηρίων και τους καλούσε να συλλέξουν τα χρήσιμα γι’ αυτούς υλικά, τα άψυχα.

* * *

Στις 20 Απριλίου οι Γερμανοί μπήκαν στη Λαμία, όμως, ως την επίσημη παράδοσή τους σ’ αυτούς (25 Ιουλίου) η πόλη βρισκόταν στην ιταλική ζώνη κατοχής. Οι Ιταλοί εγκατέστησαν τα δικά τους γραφεία διοικήσεως (Κομάντο Πιάτσα, Κομάντο Τάπα, Καραμπινιερία) σε διάφορα κτήρια της Λαμίας. Ο γερμανικός στρατός εγκαταστάθηκε σε σχολεία και ξενοδοχεία, ενώ δημόσια κτήρια μετατράπηκαν σε υπηρεσίες κατοχής (Γκεστάπο, Κομαντατούρ, φυλακές). Τα σπίτια των Λαμιωτών, κυρίως τα μεγαλύτερα, χρησιμοποιήθηκαν για τη διαμονή των Γερμανών αξιωματικών. Φούρνοι, συνεργεία, τρόφιμα, καύσιμα, ζώα, επιτάχθηκαν για την ικανοποίηση των αναγκών του στρατού κατοχής. Ένα κινητό νομισματοκοπείο κοντά στο Γυμναστήριο εξέδιδε κατοχικά μάρκα-χρήματα χωρίς αντίκρισμα- με τα οποία αγόραζαν ό, τι δεν είχαν επιτάξει. [Γ.Χουλιάρας 2006]

Τα προβλήματα των κατοίκων της Λαμίας άρχισαν να γίνονται αντιληπτά αμέσως: απαγόρευση κυκλοφορίας από τις 9 το βράδυ ως τις 6 το πρωί, κατοχής ραδιοφώνου, απόκρυψης τροφίμων, συγκεντρώσεων, φυγάδευσης Βρετανών στρατιωτών, κατοχής οπλισμού. Η τιμωρία της οποιαδήποτε ανυπακοής ήταν ο θάνατος. Οι καταναγκαστικές εργασίες και οι αγγαρείες ήταν η καθημερινή ρουτίνα των ανδρών κατοίκων της πόλης. Οι Λαμιώτες ασφυκτιούσαν μέσα στα κατασκότεινα σπίτια τους. Δεν τολμούσαν να κοιτάξουν ούτε από τα παράθυρα, που είχαν καλύψει με ταινίες, εφημερίδες και κουβέρτες, για την αποφυγή νυχτερινών αεροπορικών επιδρομών. Ηλεκτρικός φωτισμός στην πόλη δεν υπήρχε το βράδυ, τα κεριά και τα καντήλια, δεν φώτιζαν αρκετά τα δωμάτια. Με σύντροφο τον φόβο περνούσαν τις νύχτες τους. [Γ.Χουλιάρας 2006] Ο Γ. Καραγιάννης αναφέρει: «Μετά τον βομβαρδισμό μπήκαν στην πόλη τα μηχανοκίνητα από τον δρόμο των Πηγαδουλίων. Αμέσως αναπτύχθηκαν σε καίρια σημεία, μερικά οχήματα στάθμευσαν στην πλ. Ελευθερίας και μερικοί στρατιώτες καταυλίστηκαν μέσα στην Ευαγγελίστρια. Ο λίγος κόσμος, οι πιο ψύχραιμοι που έμειναν μέσα, απογοητεύτηκαν από την συμπεριφορά και αγριότητα των γερμανών, διότι αλλιώς τους νόμιζαν σαν καταχτητές και αλλιώς τους έβλεπαν, βγάζοντας τα συμπεράσματά τους».

* * *

Κι ύστερα ήρθε η πείνα. Δυστυχώς, το μόνο που δεν μπορεί να αντέξει για πολύ ο ανθρώπινος οργανισμός είναι η πείνα. Η ελλιπής σίτιση είχε χτυπήσει και την πόρτα της Λαμίας, κι ας ήταν στο κέντρο της Στερεάς Ελλάδας και κατ’ επέκταση κοντά σε αγροτικές περιοχές. Ήδη από το φθινόπωρο του 1941 οι κάτοικοι της Λαμίας αντιμετώπιζαν προβλήματα σίτισης όπως και άλλες πόλεις της κατεχόμενης Ελλάδας. Η πόλη θρήνησε θύματα, που μπορεί να μην ήταν σε αριθμό χιλιάδες, αν συγκριθούν με αυτά άλλων περιοχών, αλλά η στατιστική δεν παίζει κανέναν ρόλο όταν έχουμε να κάνουμε με ανθρώπους, που στον 20ο αιώνα πέθαιναν αποστεωμένοι από την πείνα. Από το φθινόπωρο του 1941 έως τα τέλη του 1942 καταγράφτηκαν οι περισσότεροι θάνατοι από την πείνα στη Λαμία. Ήταν κυρίως μικρά παιδιά και ηλικιωμένοι. Η αντιμετώπιση της πείνας ήταν και το πρώτο μέλημα των αντιστασιακών οργανώσεων, που είχαν ήδη αρχίσει να σχηματίζονται από το 1941 και στην πόλη της Λαμίας. Τα ίχνη των βομβαρδισμών δεν έσβησαν με το τέλος της Κατοχής και την αποχώρηση των γερμανικών δυνάμεων. Μισοερειπωμένα κτίρια υπήρχαν έως και λίγο μετά το 1970, ενώ , όπως προαναφέραμε, για πολλά χρόνια το σταματημένο ρολόι του σταθμού έμενε αδιόρθωτο  να θυμίζει την ώρα και την εποχή της φρίκης. Σήμερα η πόλη έχει αλλάξει με πολλά καινούργια κτίρια και τα μόνα ορατά ίχνη των βομβαρδισμών έχουν διατηρηθεί στη νοτιοδυτική πλευρά του κτηρίου της Περιφέρειας. Το χρονικό του βομβαρδισμού μιας πόλης δεν είναι κάτι νέο. Δεν αποτελεί καν πρωτότυπο υλικό. Κατά την περίοδο του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου επλήγησαν πολλές πόλεις και χωριά της Ελλάδας, όμως για τον κάθε πολίτη και χωριανό ξεχωριστά, ο βομβαρδισμός και η εισβολή του κατακτητή στην πόλη που ζει και μεγαλώνει τα παιδιά του, είναι μια μοναδική εμπειρία, που θα μείνει χαραγμένη στο μυαλό του ως τη στιγμή που θα φύγει από τη ζωή…

 

Βιβλιογραφία

• Καραγιάννης Γ.: «Το σταματημένο ρολόι - Κατοχή 1941 – 44», περ. «Φθιωτικός Λόγος», 4, (1993), Λαμία.

• Τσιμπάνος Νικόλαος: προφορική μαρτυρία [2019]

• Φλέσσας Γ.:  «Ο βομβαρδισμός της Λαμίας στις 18 Απριλίου 1941». Μια ιστορία. [πηγή διαδίκτυο https://gflessas.com/2016/04/18]

• Χουλιάρας Γεώργιος (Περικλής). «Ο δρόμος είναι άσωτος…», Εκδ. Οιωνός 2006.

• Χριστόπουλος Ευθύμιος. «Κατοχικά γεγονότα- [Ο βομβαρδισμός της Λαμίας το 1941]», εφ. «Λαμιακή Φωνή», φ. 2/2011

• Εφημ.: «Η Επαρχία»,  της Λαμία (1941).

• Sergeant Lawson Youman, AASC (Australian Army Service Corps), diary, 18 April 1941, PR00954, AWM, hereafter Youman diary